«Αυτός είναι ικανός στον επόμενο κύκλο να μας βάλει να κυνηγάμε τον κορωνοϊο».
Ο Τάσος Νούσιας είναι νέα προσθήκη στο καστ του Έτερος Εγώ. Λίγο το ταμπεραμέντο του, πολύ το κλίμα της παρέας που συνάντησε τον έχει βγάλει μπροστά όμως στο καλαμπούρι. Κι όταν η κουβέντα πάει στο αν μπήκε ποτέ στον πειρασμό ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της σειράς, Σωτήρης Τσαφούλιας, να εντάξει στην πλοκή κάποιο στοιχείο της πανδημίας, ο νεός υπαρχηγός της αστυνομίας είχε πληρωμένη την απάντηση. Για την ιστορία, να και το (σοβαρό) σχόλιο του δημιουργού της σειράς: «Ήταν δρομολογημένο το σενάριο, επόμένως δεν υπήρξε κανένας πειρασμός. Ίσως στον επόμενο κύκλο να περάσουμε κάποια τέτοια στοιχεία, όχι όμως σε μια λογική να κυκλοφορούν με μάσκες οι πρωταγωνιστές. Ίσως γίνει πιο έμμεσα, δεν το είχα σκεφθεί – ευχαριστώ για την ιδέα πάντως. Γενικά, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα όταν η μυθοπλασία, στο σινεμά ή την τηλεόραση, ακολουθεί τα προβήματα των κοινωνιών, γιατί αυτά έρχονται και φεύγουν. Αντίθετα, πιστεύω ότι πρέπει να εμπνέεται από τα διαχρονικά θέματα που απασχολούν την ανθρωπότητα όπως είναι ο έρωτας, η αυτοδικία, η εκδίκηση».
Είμαστε στις εγκαταστάσεις του ομίλου Cosmote, έχουμε πατήσει -1 στο ασανσέρ και μας έχει βγάλει στον όροφο που επανεκκινούν τα γυρίσματα του δεύτερου κύκλου της σειράς που θα προβληθεί το προσεχές φθινόπωρο. Γυρίσματα που είχαν ξεκινήσει στα τέλη Φεβρουαρίου, αλλά, όπως οτιδήποτε άλλο, διακόπηκαν με το lockdown. Για να ξαναστηθούν οι κάμερες έγιναν τεστ, ορίστηκαν υγειονομικά πρωτόκολλα όπως η θερμομέτρηση πριν από κάθε σετ (ακόμα κι έξτρα τεστ, 24 ώρες πριν από… φιλιά που προβλέπονται στο σενάριο) και το crew ξαναμαζεύτηκε με τα απαραίτητα της post-Covid19 εποχής: αντισηπτικά, μάσκες, προσωπίδες.
Έτερος Εγώ: Κάθαρσις, σεζόν δεύτερη, λοιπόν (ή τρίτη όπως την θεωρεί ο Σωτήρης Τσαφούλιας, υπολογίζοντας και την ταινία που βγήκε στις αίθουσες τον Ιανουάριο του 2017). Το μυστήριο προχωρά, η σύνδεση με την ελληνική μυθολογία συνεχίζεται, πολύ λακωνικά οι συντελεστές αποκαλύπτουν ότι μετά τους Πυθαγόρειους αριθμούς και τους άθλους του Θησέα αυτή τη φορά η πλοκή κινείται γύρω από το μύθο της Μέδουσας. Το σύμπαν επεκτείνεται. Λέξη-κλειδί για τον Πέτρο Λαγούτη που επιστρέφει στο πλευρό του, εν αποστρατεία πια, ταξίαρχου Μπαλασόπουλου (Μάνος Βακούσης) και του ιδιόρρυθμου καθηγητή εγκληματολογίας Δημήτρη Λαϊνη (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης). «Είναι μια φράση που χρησιμοποίησε ο Σωτήρης από την αρχή που μαζευτήκαμε: “το σύμπαν του Έτερος Εγώ”. Δεν συμβαίνει συχνά να βλέπεις χαρακτήρες με τέτοια συνέχεια, έναν κόσμο με τέτοια συνέχεια. Αυτό, ας πούμε, με βοηθάει προσωπικά να μη χρειάζεται να ψάχνω άλλο τον ρόλο, αλλά να συνεχίζω από εκεί που τον βρήκα στην προηγούμενη σεζόν. Η σειρά δεν χρειάζεται να επαναφεύρει κάθε φορά τον εαυτό της, απλά επιστρέφει σε εκείνον».
Ο λόγος στον Μάνο Βακούση, πάντα με ένα κλικ περισσότερη φιλοσοφική διάθεση: «Είναι μια σεζόν-έκπληξη παρότι εξακολουθεί να μιλά για ζητήματα κοινά με προηγούμενους κύκλους όπως η αυτοδικία, η αυτογνωσία, η άθικτη στάση του Νόμου. Δεν πρέπει να αποκαλύψουμε πολλά πράγματα για την πλοκή, εξελίσσεται αρκετά μέσα στο Πανεπιστήμιο κι έχει να κάνει με αυτήν την τραγωδία που ζούμε αιώνες μέσα στους κύκλους της ζωής μας – μια ιστορία που επαναλαμβάνεται όπως μας έδειξε κι ο κορωνοϊός που μας υπενθύμισε ότι είμαστε άσωστοι κι ωμοφαγικοί. Από την αρχή ακόμα, εγώ πάτησα για τον ρόλο στον μεγαλύτερο συγγραφέα ίσως όλων των εποχών. Ντοστογιέφσκι, μια κίνηση – εκατό χιλιάδες σκέψεις. Αλλά και στον Παπαδιαμάντη που περιγράφει συνεχώς ενα εσωτερικό θρίλερ.».
Στο καστ επιστρέφουν μεγάλα ονόματα της προηγούμενης σεζόν: ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης με διευρυμένο ρόλο ως υποψήφιος πρύτανης και βασικός ύποπτος, η Βίκυ Παπαδοπούλου ως αεικίνητη αστυνομική ρεπόρτερ, η Κατερίνα Διδασκάλου στο CSI εργαστήριό της, ο Σπύρος Παπαδόπουλος. Νέα πρόσωπα, πέραν του Νούσια, η Κόρα Καρβούνη, ο Ορφέας Αυγουστίδης, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, η Μυρτώ Αλικάκη, ο Γεράσιμος Γεννατάς και σε ένα πολύ χαρακτηριστικό πέρασμα ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Το σενάριο συνυπογράφει και πάλι η Κατερίνα Φιλιώτου.
Έχουμε τέτοια ψυχιατρεία και τέτοιες εγκαταστάσεις αστυνομίας στην Ελλάδα, σαν κι αυτά που φαίνονται στη σειρά; Όχι. Αλλά, γιατί πρέπει αυτό να είναι πρόβλημα; Έχει αναρωτηθεί κανείς αν είναι όντως έτσι το νομισματοκοπείο στην Ισπανία που εκτυλίσσεται το Casa de Papel; Τις ελληνικές σειρές/ταινίες, πάντως, δεν τις βοηθάμε συγκρίνοντάς τις με σειρές του εξωτερικού μόνο και μόνο για να τις αποδομήσουμε.
Μένοντας στο στοιχείο του σασπένς που έκανε το Έτερος Εγώ να αγαπηθεί τόσο στην κινηματογραφική όσο και στην τηλεοπτική του εκδοχή, αναρωτιέμαι αν οι πρωταγωνιστές ξέρουν εξαρχής τι γίνεται στο φινάλε. «Σίγουρα, είναι ένα τεστ για την αντοχή του σασπένς, οι αντιδράσεις των ηθοποιών. Στην αρχή, είχα σκεφτεί να μην τους δώσω το τελευταίο επεισόδιο. Όχι επειδή φοβόμουν διαρροές ή κάτι τέτοιο, αλλά για να αιχμαλωτίσω on camera την ίδια τους την έκπληξη. Από την άλλη, έχω την τύχη να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς ηθοποιούς που μου δίνουν ότι αντιδράσεις θέλω χωρίς να καταφεύγω σε τεχνάσματα», λέει ο Σωτήρης Τσαφούλιας. Ο Τάσος Νούσιας, πάλι πιο γλαφυρός: «Διαβάζοντας, διαβάζοντας τις σελίδες του σεναρίου πίστευα ότι κάπου θα εμφανιστεί το αστυνομικό δαιμόνιό μου και θα βρω τη λύση, άντε στο 5ο-6ο επεισόδιο. Να μην τα πολυλογώ κατάλαβα τι γίνεται στην τελευταία σελίδα του 80υ και τελευταίου επεισοδίου. Για τα ελληνικά δεδομένα, και όχι μόνο, νομίζω είναι πολύ υψηλές οι προδιαγραφές».
Νάτη η φράση που τριγκάρει τον σκηνοθέτη, «για τα ελληνικά δεδομένα». Παίρνω την πάσα και τον ρωτάω πόσο τον απασχολεί ότι μια σειρά όπως το Έτερος Εγώ παρότι διαθέτει σοβαρά production values έχει να αναμετρηθεί με τον καταγισμό τηλεοπτικού περιεχομένου που είναι πια διαθέσιμο σε διαφορετικές πλατφόρμες. «Με τρελαίνει η φράση για τα “ελληνικά δεδομένα”. Με την ταινία Έτερος Εγώ προσπαθήσαμε να σπάσουμε το ταμπού του “σινεμά είδους” που δεν το αγγίζουν οι έλληνες δημιουργοί επειδή δεν έχουν μεγάλα μπάτζετ, με αποτέλεσμα να γίνεται “είδος” το ελληνικό σινεμά. Νομίζω ότι αξίζει να προσπάθήσεις, να φας τα μούτρα σου, να το δει και κάποιος άλλος με συμπάθεια, να φάει κι εκείνος τα δικά του και σιγά σιγά να αλλάξει αυτή η αντίληψη. Εμείς βάζουμε τα όρια, εμείς βάζουμε και την αισθητική.
Έχουμε τέτοια ψυχιατρεία και τέτοιες εγκαταστάσεις αστυνομίας στην Ελλάδα, σαν κι αυτά που φαίνονται στη σειρά; Όχι. Αλλά, γιατί πρέπει αυτό να είναι πρόβλημα; Έχει αναρωτηθεί κανείς αν είναι όντως έτσι το νομισματοκοπείο στην Ισπανία που εκτυλίσσεται το Casa de Papel; Δεν είμαστε εδώ για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη του θεατή για ρεαλισμό. Η ίδια η ζωή άλλωστε σου λέει με όσα συμβαίνουν καθημερινά ότι δεν μπορεί να υπάρχει όριο στη φαντασία. Τις ελληνικές σειρές/ταινίες, πάντως, δεν τις βοηθάμε συγκρίνοντάς τις με σειρές του εξωτερικού μόνο και μόνο για να τις αποδομήσουμε. Και σίγουρα δεν τις βοηθάμε με το να τις κατεβάζουμε από το διαδίκτυο».
Ο Πέτρος Λαγούτης συμπληρώνει: «Το πρόβλημα του “ελληνικού δεδομένου” είναι οι πολλές πρόχειρες δουλειές που έχουν γίνει κι έχουν κουράσει τον κόσμο ή το, ακόμα πιο ενοχλητικό, οι αντιγραφες επιτυχημένων πρότζεκτ. Π.χ. φοβάμαι ότι του χρόνου, όλοι θα κάνουν ιστορικές σειρές κοπιάροντας τις Άγριες Μέλισσες». Η Άννα Μενενάκου βάζει μια άλλη διάσταση: «Ο δικός μας πολιτισμός είναι πολύ ανοιχτός, αρκεί μόνο κανείς να δει π.χ. την κληρονομιά μας από το αρχαίο θέατρο. Έχουμε απίστευτες πένες, εξαιρετικούς ηθοποιούς – νιώθω πολύ τυχερή που βρίσκομαι ανάμεσα σε αυτό το καστ – γιατί να ξοδευόμαστε σε αυτήν την εσωστρέφεια;».
Κι εκει ανοίγει μια κουβέντα που ξεκινά από το local στοιχείο, αναπόσπαστο για το είδος του «αστυνομικού» όπως μας δείχνουν π.χ. οι επιτυχημένες σκανδιναβικές σειρές μυστηρίου, και περνάει συνειρμικά από διάφορα θέματα που αποτελούν debate στις μέρες μας αλλάζοντας διαρκώς το focus. Πουριτανισμός, πολιτική ορθότητα. ρατσισμός, δημοκρατία, ισότητα με αναφορές στο Tik Tok, τον Μπέργκμαν… και τους GI Joe. Ο Σωτήρης Τσαφούλιας συνοψίζει όταν βαδίζουμε στο αδιέξοδο: «Επειδή έχουμε τη δυνατότητα να γράψουμε ένα σενάριο, δε σημαίνει ότι έχουμε όλες τις απαντήσεις;».
Το διάλειμμα φτάνει προς το τέλος του, οι συντελεστές μας απαλλάσσουν από τις ενοχές ότι τους κλέψαμε το μεσημεριανό, μαθαίνουμε ότι (συμπεριλαμβανομένης της ταινίας) «θα κάνουμε – εφόσον το θέλει και η Cosmote – μάξιμουμ πέντε σεζόν. Καλύτερα να σε θυμούνται παρά να σε βαριούνται», συμφωνούμε για άλλη μια φορά ότι η πανδημία είναι «ένα τεράστιο καμπανάκι από τη φύση που λέει “μαζευτείτε”, η “κανονικότητά” είναι που μας οδήγησε εδώ».
Η τελευταία ερώτηση φεύγει από τα όρια του τηλεοπτικού πλατό. Αφορά την επιστροφή τους στις θεατρικές σκηνές. Κι εδώ η απάντηση έρχεται πληρωμένη, σχεδόν δια βοής: «Δεν έχουμε αγωνία για την επόμενη φορά που θα είμαστε εμείς στην σκηνή, αλλά για το πόσοι θα θέλουν να είναι από κάτω».
https://www.youtube.com/watch?v=vtp39K00czs