Ο Μπάμπης Αργυρίου ίσως το συνόψισε ακριβώς όπως έπρεπε να ειπωθεί το 2015 στον Θεοδόση Μίχο: «Ένα πολύ καλό αγγλόφωνο τραγούδι είναι σαν νίκη με ένα ή δύο μηδέν, ένα αντίστοιχο ελληνόφωνο είναι θρίαμβος με πέντε ή δέκα μηδέν, που δύσκολα θα ξεχάσουμε όσο θα ζούμε».
Ο ελληνικός στίχος είναι ένα στοίχημα, ειδικά όταν γράφεται από καλλιτέχνες που η «βασική τους παιδεία» κατά κανόνα ορίζεται από την αγγλόφωνη μουσική. Άραγε τα παιδιά αυτά ήθελαν να τραγουδάνε πάντα στα ελληνικά ή, ωριμάζοντας, κατάλαβαν ότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να μιλήσουν σε ευρύτερο ακροατήριο (και ίσως με πιο ευθύ/αληθινό τρόπο); «Το πανκ (και το ποστ πανκ) το ελληνικό», με το όποιο κοινωνικοπολιτικό βάρος κουβαλούσε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80, εκφράστηκε εξ’ ημισείας στη «μητρική» αγγλική και στην «ξένη» γλώσσα ελληνική. Στα 90s, η σκηνή έκανε crossover, το ελληνόφωνο ροκ επικράτησε πλήρως, σχεδόν φλέρταρε με το mainstream. Συνέβη αυτό επειδή Τρύπες, Ξυλινα Σπαθιά και Διάφανα Κρίνα (μην ξεχνάμε και τους στέρεο Νόβα λίγο πιο δίπλα) ήταν πολύ σπουδαίοι (και τοπικά επίκαιροι) για να μην τα καταφέρουν ή θα ήταν καταδικασμένοι σε μικρή underground απήχηση αν τραγουδούσαν για “Schizos In Love” και “Melting Ice Cream”; (Fun fact: τα πρώτα κομμάτια των Ξύλινων Σπαθιών ήταν γραμμένα σε αγγλικό στίχο, από τον καιρό που ο Παύλος Παυλίδης ζούσε στο Παρίσι, δεν κυκλοφόρησαν ποτέ.) Το μόνο σίγουρο είναι ότι «η χρυσή εποχή του CD, του Γιάννη Πετρίδη στο τιμόνι της Virgin και του ελληνικού στίχου ως πανάκεια» ευθύνεται και για πολλά κακέκτυπα των παραπάνω συγκροτημάτων που όλοι προσπαθούμε να ξεχάσουμε. Μέχρι τη νέα χιλιετία που για την Ελλάδα δεν ήταν μόνο η εποχή του MySpace αλλά και της σχεδόν επιτακτικής (επιβεβλημένης;) ανάγκης για αγγλικό στίχο. Φυσικά, κι εδώ χρειάζονταν πρόσωπα, hits, πάλι ένα κάποιο εμπορικό crossover. Δηλαδή, Raining Pleasure, “Fake”, σποτ κινητής τηλεφωνίας, εμφάνιση στο Fame Story (την ίδια περίπου εποχή κάποιοι Κόρε Ύδρο στην Κέρκυρα έπαιζαν ελληνόφωνη Φτηνή Ποπ Για Την Ελίτ για τα παιδιά που δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν αγαπούν περισσότερο το έντεχνο ή το ροκ). Οι δισκογραφικές έπεσαν, η ψηφιακή επανάσταση και το mp3 ισοπέδωσαν άλλαξαν τα πάντα, και η ελληνική «σκηνή» (ας ξανασκεφτούμε όλοι τον όρο) ανταποκρίθηκε και πάλι ως «αγγλόφωνη». Υπήρξαν βέβαια και οι «γαλανόλευκες» εξαιρέσεις, με χαρακτηριστικότερη όλων τον The Boy που μένει πιστά ελληνόστιχος (το ίδιο και στο φετινό εξαιρετικό του άλμπουμ), την τελευταία και βάλε δεκαετία, με τον εντελώς ιδιοσυγκρασιακό του τρόπο.
Όμως τα τελευταία χρόνια μπάντες και καλλιτέχνες που μας συστήθηκαν με αγγλικό στίχο, «το γυρνάνε» όλο και περισσότερο στα ελληνικά. Είτε με ολοκληρωτική στροφή στην μητρική τους γλώσσα, όπως για παράδειγμα οι Bazooka είτε με αποσπασματικές «δοκιμές» ελληνόφωνων κομματιών ή άλμπουμ. Το έκαναν και τις προηγούμενες δεκαετίες τα γκρουπ, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως τους Magic De Spell το 1993 με το Διακοπές στο Σαράγιεβο, το κάνουν και σήμερα παρόλο που οι αποστάσεις στο παγκόσμιο μουσικό χωριό έχουν μικρύνει.
Γιατί;
Μία από τις μπάντες που προικονόμησε σχεδόν αυτήν την ελληνόφωνη τάση ανάμεσα στα «κουλ παιδιά» αυτής της πόλης ήταν οι Baby Guru οι οποίοι, μετά από μια ξώφαλτση χρήση ελληνικών στο “Exegesis”, συμπεριέλαβαν το 2015 δύο ελληνόφωνα κομμάτια στο Sunshine Special: «Στο Νησί της Αφροδίτης» και «Ήθελα Να Σου Πω». Το δεύτερο μάλιστα αποδείχτηκε το πιο πολυπαιγμένο κομμάτι ολόκληρης της καριέρας τους. Κι όμως δεν υπήρχε πλάνο πίσω από αυτό: «Δεν είχαμε κάποια πρόθεση να κάνουμε ελληνόφωνο κομμάτι. Μια μέρα, έτσι για πλάκα, ήμουν μεθυσμένος και σε κέφι, είχα το instrumental από τον ντράμερ μας τον King Elephant και μου ήρθε η ιδέα να το στήσω ως ελληνόφωνο ποπ κομμάτι. Έγινε πολύ γρήγορα. Δεν υπήρχε masterplan. Εκείνη την περίοδο ήμασταν και πιο ανοιχτοί προς το τι κατευθύνσεις θα ακολουθήσουμε, ανοιχτοί να πειραματιστούμε με διαφορετικά πράγματα και μου ήρθε αυθόρμητα», εξηγεί ο Prins Obi (κατά κόσμον Γιώργος Δημάκης), frontman και στιχουργός των Baby Guru, ενώ δεν κρύβει ότι υπήρξαν και δεύτερες σκέψεις. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ήμασταν σίγουροι αν θέλουμε να το κυκλοφορήσουμε γιατί μας φάνηκε λίγο παράταιρο με το υπόλοιπο EP. Αλλά επειδή είχαμε και το “Στο Νησί της Αφροδίτης” είπαμε να το δοκιμάσουμε και να το βάλουμε». Μετά από χρόνια πάντως, ξαναδοκίμασε τον ελληνικό στίχο με το νέο του σχήμα Dream Warriors. Στο ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν ένα χρόνο… 2.5 στα 9 κομμάτια ήταν στα ελληνικά. Με τη «Δίνη» να είναι ίσως το highlight του δίσκου…
Ίσως δε χρειάζεται να αναζητάμε πολύπλοκα σχέδια από πίσω, ο ελληνικός στίχος προκύπτει μάλλον φυσικά. Το Παιδί Τραύμα, που κυκλoφόρησε το ντεμπούτο του στη νεοσύστατη Veego Records και συζητήθηκε με τη «Νεραντζιά» του, δεν έδωσε στον εαυτό του ποτέ άλλη εναλλακτική: «Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου και παρ’ ότι πολλές απ’ τις επιρροές μου ήταν βρετανικές μπάντες, δεν έχω γράψει ποτέ αγγλικό στίχο», παραδέχεται, λέγοντας πως ο ελληνικός στίχος ήταν γι’ αυτόν από την αρχή η πρώτη και μοναδική οδός έκφρασης. «Αφού σκέφτομαι στα ελληνικά, ο ελληνικός στίχος ήταν ένας αυτονόητος μονόδρομος: Δεν θα μπορούσα να γράψω σε άλλη γλώσσα απ’ αυτή που σκέφτομαι».
Δεν νομίζω ότι είναι μόδα, το να μιλάς στη γλώσσα σου έχει βάθος και ουσία. Γιατί τελικά αυτό που λες ακούγεται και το καταλαβαίνει ο άλλος. Κι αυτό είναι πολύ ουσιαστικό Nalyssa Green
Η Nalyssa Green, πάλι, έχοντας δώσει μέχρι πρότινος αγγλόφωνα δείγματα δουλειάς, επέστρεψε πέρυσι μετά από έξι χρόνια με το ελληνόφωνο Μπλουμ, με το οποίο έκανε… μπουμ. Τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του δίσκου αν δεν άκουγες στον Τύπο ή έξω για την Nalyssa ή δεν έβλεπες κάποιο κομμάτι του Μπλουμ να περνάει από το timeline σου κάποια μέρα, ανησυχούσες ότι κάτι πάει στραβά, «έπαιζε» παντού. Και για την ίδια ο στίχος ήρθε φυσικά: «Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω στα ελληνικά με πολλή φόρα. Το ακολούθησα αυτό. Πάντα άκουγα μουσική με ελληνικό στίχο και με ενδιέφερε, οπότε υπήρχε η σκέψη να το κάνω κάποια στιγμή. Είχα κάνει κάποιες απόπειρες οι οποίες δεν μου άρεσαν πάρα πολύ. Και κάποια στιγμή απλά συνέβη».
Για να αφήσουμε όμως για λίγο στην άκρη τον εμπειρισμό και να ζητήσουμε την «εκ των έσω» βοήθεια, ο Δημήτρης Μπούρας της Inner Ear Records (στο ρόστερ της οποίας «διακινείται» το μεγαλύτερο αξιόλογο ποσοστό της σημερινής ελληνικής εναλλακτικής μουσικής), εξηγεί πως γενικά η αποδοχή του ελληνικού στίχου εξαρτάται ανά περίπτωση, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό επιτυχές παράδειγμα την Nalyssa Green με το Μπλουμ που «έκανε ένα τρελό crossover. Πέρα του ότι ήταν καταπληκτική παραγωγή, ο ελληνικός στίχος είναι στην ουσία που έκανε τη διαφορά».
Σε κάποιες περιπτώσεις, βέβαια, ο ελληνικός στίχος ίσως ακόμη να ξενίζει. Θυμηθείτε πόσο ντόρο έκανε η Monika πριν δύο καλοκαίρια με την «Στάλα» που ακόμη κι εντός Popaganda διχαστήκαμε. Αυτό βέβαια δεν την απέτρεψε από το να δουλεύει αυτό τον καιρό την επόμενη της δουλειά που θα είναι επίσης στα ελληνικά. Μπορεί εντός συνόρων ενίοτε να μας πιάνει το μεσογειακό ταπεραμέντο μας και να είμαστε έτοιμοι να πνιγούμε σε μια «Στάλα», ωστόσο ο Δημήτρης Μπούρας εξηγεί πως ο ελληνικός στίχος πολλές φορές όχι απλά δεν είναι απαγορευτικός ως προς την εξωστρέφεια, αλλά ανοίγει ακόμη ευκολότερα τις πόρτες προς το εξωτερικό – ενώ κάποτε συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Για παράδειγμα, οι Bazooka αλλά και οι Dury Dava που ξεκίνησαν απευθείας να τραγουδάνε στην μητρική τους γλώσσα, αγκαλιάζονται πολύ εκτός των τειχών, γιατί ο κόσμος αντιμετωπίζει την ελληνική γλώσσα ως exotica – μάλιστα οι Bazooka στην τελευταία εκτός συνόρων περιοδεία τους αποφάσισαν το setlist τους να αποτελείται αυστηρά από τα ελληνόφωνα κομμάτια τους.
Το θέμα είναι ο στίχος μας να μην είναι στο απυρόβλητο. Ο ελληνικός στίχος έχει μερικές φορές ένα ιδιαίτερο βάρος που σε “εκθέτει” ανεπανόρθωτα, με την έννοια ότι δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω του Παιδί Τραύμα
Και φυσικά μην ξεχνάμε τον Larry Gus. Ο καινούριος του δίσκος στην DFA κυκλοφορεί σε λίγες μέρες, έχει τίτλο Υποτακτικός/ Subservient και τα πρώτα δύο κομμάτια που ακούσαμε είναι πλήρως στα ελληνικά (“Taped Hands”) ή ευφυώς πλεγμένα στ0 50/50 με τα αγγλικά (“Readers and Authors”). Παράλληλα, είναι έτοιμo και το 7” με το κομμάτι “Kerkis (Judas Tree)/ Κουτσουπιά που τους στίχους υπογράφει ο Ευθύμης Φιλίππου. Φυσικά, δείναι η πρώτη φορά που τραγουδάει στα ελληνικά, όσοι τον έχετε δει ζωντανά, ξέρετε πολύ καλά ότι στο κομμάτι «Άγγελος Κυρίου» ανάβουν κυριολεκτικά τα αίματα…
Ένα ρήμα που χρησιμοποίησαν όλοι οι μουσικοί που συμμετείχαν σε αυτό το ρεπορτάζ για τον ελληνικό στίχο ήταν το «εκτίθεμαι». Για τη Nalyssa Green, η έκθεση που έρχεται πακέτο με το να τραγουδάς στην γλώσσα σου ήταν και ο μόνος προβληματισμός της, αν και κατά τ’ άλλα είχε μεγάλη πίστη στο υλικό του Μπλουμ. «Από τη μία είσαι εκτεθειμένος και είναι όλα στη φόρα από την άλλη γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τα πράγματα γίνονται πιο έντονα και πιο αληθινά». Για το Παιδί Τραύμα πάλι, εκεί κρύβεται και το νόημα: «Το θέμα είναι ο στίχος μας να μην είναι στο απυρόβλητο. Ο ελληνικός στίχος έχει μερικές φορές ένα ιδιαίτερο βάρος που σε “εκθέτει” ανεπανόρθωτα, με την έννοια ότι δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω του», ενώ ο Prins Obi παραδέχεται πως τα αγγλικά προσθέτουν μια ασφάλεια: «Είναι και μια μέθοδος συγκάλυψης. Μπορεί να πεις κάτι και να μην το εννοείς και πραγματικά, ενώ στην μητρική σου γλώσσα δεν μπορείς να κρυφτείς. Ό,τι λες ακούγεται καθαρά σαν κρύσταλλο».
Αν δούμε πάντως τη μεγάλη εικόνα, ίσως η (επι)στροφή στα ελληνικά δε θα έπρεπε να μας ξαφνιάζει. Μην ξεχνάμε και τη διαχρονική δημοφιλία, έστω σε μικρότερες ηλικίες, του ελληνικού hip hop που βρίσκεται σε πλήρη αντεπίθεση σήμερα, άσχετα αν αποτελεί μια εντελώς διαφορετική συζήτηση από μόνο του. Στην πραγματικότητα, ο αγγλικός στίχος είναι που μπαίνει σφήνα, η ελληνόφωνη μουσική είναι αναπόφευκτα αποθηκευμένη στο συλλογικό μας ασυνείδητο, πάντα ο ελληνικός στίχος θα δημιουργεί μια ασαφή οικειότητα. Κοινώς, όση ξένη μουσική κι αν καταναλώσουμε, δεν θα αποβάλλουμε πότε όσα -με ή δίχως τη θέλησή μας- ακούσαμε στο σπίτι μας ή στα πάρτι των παιδικών μας χρόνων. Ίσως, και τώρα μπαίνουμε σε ριψοκίνδυνα ψυχαναλυτικά μονοπάτια, σε ένα βαθμό μεταφράζουμε την ελληνόφωνη εναλλακτική μουσική των ημερών μας σε μια μεταλλαγμένη, κομμένη και ραμμένη στα γούστα μας, εκδοχή αυτών που κάποτε χλευάζαμε. Κι αυτή είναι η τρόπον τινά εξιλέωσή τους. ΟΚ σταματάω, το μικρόφωνο στη Nalyssa: Είναι μόδα/ τάση ο ελληνικός στίχος;
«Δεν νομίζω ότι είναι μόδα, με την έννοια του επιφανειακού και του παροδικού, το να μιλάς στη γλώσσα σου έχει βάθος και ουσία. Γιατί τελικά αυτό που λες ακούγεται και το καταλαβαίνει ο άλλος. Κι αυτό είναι πολύ ουσιαστικό», παρατηρεί. Αντίστοιχα, λογική φαίνεται η στροφή και στον Prins Obi: «Δεν είναι και λάθος να στραφείς προς την γλώσσα που μιλάς, όταν με αυτήν εκφράζεσαι καλύτερα και πιο σωστά, με περισσότερη ακρίβεια, συναίσθημα και γλαφυρότητα. Μου φαίνεται σωστή κίνηση, άλλο που έχουμε μεγαλώσει εμείς με αγγλόφωνα ακούσματα. Σου δίνει ένα οπλοστάσιο με μεγαλύτερο εκφραστικό φάσμα» (Τι να πούμε δε για τις εγχώριες μπάντες που απευθύνονται στο ελληνόφωνο κοινό τους με μέτρια ή και κακά αγγλικά στα social media…). Το Παιδί Τραύμα πάλι, θεωρεί πως το κοινό ήταν πάντα έτοιμο να αγκαλιάσει τον ελληνικό στίχο, να νιώσει ταύτιση και «μάλλον αυτό είναι ορατό κι από εμπορική σκοπιά σιγά σιγά, κάτι που αναπόφευκτα θα παίξει ρόλο στο μέλλον της εναλλακτικής σκηνής».
Τα αγγλικά είναι και μια μέθοδος συγκάλυψης. Στη μητρική σου γλώσσα δεν μπορείς να κρυφτείς. Ό,τι λες ακούγεται καθαρά σαν κρύσταλλο Prins Obi
Το Παιδί Τραύμα δηλώνει αιωνίως ταγμένο έτσι κι αλλιώς στον ελληνικό στίχο. Το επόμενο βήμα για την Nalyssa Green που έχει ήδη ξεκινήσει θα είναι και πάλι ελληνόφωνο. «Στα ελληνικά είναι όλα πιο φορτισμένα, κι αυτό είναι που απολαμβάνω», συμπεραίνει. Ο Prins Obi έχει στα σπάργανα ένα ελληνόφωνο πρότζεκτ με τίτλο «Ο Αθηνέζος», που δεν γνωρίζει ακόμη που θα καταλήξει. Ο ίδιος πάντως καταλήγει στην εξής διαπίστωση περί γλώσσας: «Δεν πρέπει να κολλάμε σε τέτοια πράγματα, η γλώσσα δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Η μουσική είναι παγκόσμια γλώσσα και η γλώσσα πρέπει να έρχεται να υπηρετήσει το όραμα που θες να υλοποιήσεις την εκάστοτε στιγμή».
Ναι, τελικά τα παιδιά θέλουν να τραγουδάνε στα ελληνικά. Για την ακρίβεια, δεν σταμάτησαν και ποτέ να θέλουν.