Είναι μάλλον αυταπόδεικτο πως η τέχνη του θεάτρου δεν διέρχεται τη λαμπρότερη περίοδό της τα τελευταία χρόνια: πολλά τα αναμασήματα, οι αμήχανες απόπειρες, η επιθυμία δραματοποίησης της πεζής, πεζοδρομιακής καθημερινότητας, οι οπισθοδρομήσεις προς τάσεις του παρελθόντος ή τη γερασμένη πρωτοπορία που προ πολλού εξεμέτρησε το ζην. Είναι επίσης κοινός τόπος πως σε περιόδους όπου οι σημαντικές νέες δραματουργικές τάσεις απουσιάζουν, συνηθίζεται η επιστροφή στα μεγάλα κλασικά κείμενα. Εκείνο που ποικίλλει και δημιουργεί το ενδιαφέρον, είναι οι ριζικά αντίθετοι, κάποιες φορές, τρόποι που επιχειρούν να τα προσεγγίσουν δημιουργοί από διαφορετικές τάσεις και χώρες.
Η παρουσία λοιπόν της Ελλάδας στο φετινό 71ο Φεστιβάλ της Αβινιόν υπήρξε αισθητή – κι όχι μόνο λόγω του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που προσκλήθηκε εδώ με το The Great Tamer, και δημιούργησε μεγάλη αίσθηση. Οι αρχαίες τραγωδίες αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι του προγράμματος, αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα που βιώνουμε ήταν επίσης αντικείμενο της θεατρικής πράξης. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά…
Στην Αυλή της Τιμής του Παλατιού των Παπών, μια από τις ομορφότερες αίθουσες για τέλεση παραστάσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και την κεντρική, ας πούμε, σκηνή του Φεστιβάλ της Αβινιόν, εναρκτήρια παράσταση για φέτος υπήρξε η Αντιγόνη του Σοφοκλή, από τον ιάπωνα σκηνοθέτη Σατόσι Μιγιάγκι και την ομάδα του από τη Σιζουόκα. Απαράμιλλης ομορφιάς η εικόνα που αντικρίσαμε μπαίνοντας στο χώρο: η αυλή ήταν πλημμυρισμένη με νερό, κι οι ηθοποιοί του θιάσου με τα παραδοσιακά κοστούμια τους και αναμμένα φαναράκια στα χέρια, όπως και τα λιτά στοιχεία της σκηνογραφίας, αντικατοπτρίζονταν στην υδάτινη επιφάνεια. Ενθουσιασμό ξεσήκωσε η εισαγωγή, όπου οι ιάπωνες ηθοποιοί αφηγήθηκαν την περίληψη του έργου στα γαλλικά, με χιούμορ και σφρίγος περιοδεύοντος θιάσου σε πανηγύρι. Κι η παράσταση που ακολούθησε, κινήθηκε με συνέπεια προς την αρχική εντύπωση : με άρτια κλασική αισθητική, με κινήσεις, πόζες και εκφορά λόγου απολύτως συνεπή προς την εικόνα που έχουν οι δυτικοί για την Άπω Ανατολή – και όχι με τους αμιγώς δικούς της κώδικες – και με αξιοπρεπή και αδιατάρακτη πλήξη.
Τίποτα δεν ενόχλησε, τίποτε δεν ήταν αταίριαστο ή παράφωνο – και τίποτε δεν άγγιξε ούτε για μια στιγμή την ουσία της τραγωδίας του Σοφοκλή. Φυσικά, όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, η παράσταση καταχειροκροτήθηκε από ένα κοινό που, γεμάτο τουριστική περιέργεια, έσπευσε να χαζέψει το εξωτικό θέαμα. Εγώ πάλι θυμόμουν το καλοκαίρι του 2014, όταν καθόμασταν στο μπαρ του Φεστιβάλ με τον αξέχαστο Μηνά Χατζησάββα, που έπαιζε σε μια από τις ελληνικές παραστάσεις που για πρώτη φορά είχαν προσκληθεί στην Αβινιόν, και ανάμεσα σε συζητήσεις για γαλλικά κρασιά, μου έλεγε πως συγκαταλέγει στις κορυφαίες στιγμές της πορείας του εκείνες τις Βάκχες σε σκηνοθεσία του Ματίας Λάνχοφ – ναι, εκείνες που είχαν προκαλέσει τέτοιο σκάνδαλο και ιερή αγανάκτηση. Έτσι ακριβώς είναι: τολμώντας μια κατάδυση σε βάθη επικίνδυνα, μπορεί να ανασύρει κανείς κάτι σημαντικό για τη τραγωδία. Όσο κινείται σε εδάφη ακίνδυνα, καλαίσθητα, ασφαλή, που δεν ενοχλούν κανένα, όπως οι συμπαθείς ιάπωνες του Μιγιάγκι, δύσκολο να αγγίξει αρχέτυπα και θεούς. Ούτε Απόλλων, ούτε Διόνυσος. Ενδεχομένως ο Μαμωνάς…
Αντίθετα με τον Σατόσι Μιγιάγκι, που ήταν σχετικά γνωστός στα διεθνή φεσςτιβάλ , τόσο από την παλαιότερη συνεργασία σου με τον σημαντικότατο Ταντάσι Σουζούκι, όσο κι από την, παρομοίου με την Αντιγόνη αισθητικής, αλλά συμπαθέστατη δική του εκδοχή της Μαχαμπαράτα, ο ιταλός Αντόνιο Λατέλλα ήταν μια περίπτωση για την οποία κανείς δεν ήξερε πολλά. Και ήλθε στην Αβινιόν με μια νεανική σχετικά ομάδα, και με ένα εγχείρημα μεγαλεπήβολο, εξαιρετικά φιλόδοξο, και αχανές: το Αγία Έκσταση- Ατρείδες: Οκτώ Οικογενειακά Πορτραίτα. Η ίδια η έκταση της παράστασης τον υποχρέωσε να την παρουσιάσει σε δύο μέρη, διαφορετικές ημέρες το καθένα. Το πρώτο είχε διάρκεια οκτώ ώρες και πενήντα λεπτά, το δεύτερο επτά ώρες και σαράντα – το όλον, δεκαέξι ώρες και μισή, με τα διαλείμματα!
Σε τέτοιες περιπτώσεις, και μόνο το γεγονός πως μένει κανείς ως το τέλος – ή, ακόμα περισσότερο, πως επανέρχεται την άλλη μέρα για να παρακολουθήσει άλλο τόσο – σημαίνει πως αν μη τι άλλο, αυτό που είδε ήταν αρκετό για να τον πείσει να διαθέσει τόσο πολύτιμο χρόνο από τη ζωή του. O Λατέλλα δεν διατήρησε αυτούσιο το κείμενο των τραγωδιών που αναφέρονται στον πολύπαθο Οίκο των Ατρειδών∙ με την εξαίρεση του κομβικού αισχύλειου Αγαμέμνονα, σε όλα τ’ άλλα κινήθηκε ελεύθερα, με ένθετα κείμενα, αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών του, και πολλά ανοίγματα σε κατευθύνσεις απρόσμενες, κτίζοντας πορτραίτα που χαράζονται στη μνήμη – ιδιαίτερα γυναικεία: τόσο η Ιφιγένεια όσο και η κρυμμένη, δειλή και άχρωμη μέσα στα αρχαία κείμενα – κι ίσως γι αυτό εξίσου τραγική – Χρυσόθεμις, φωτίζονται από σκοπιές που πολύ απέχουν από τις προφανείς. Όπως είναι απολύτως φυσικό σε μια απόπειρα τόσο τολμηρή, το αποτέλεσμα είναι άνισο.
Υπάρχουν αποσπάσματα συγκλονιστικά και ρηξικέλευθα, κι άλλα που θυμίζουν αποτυχημένους αυτοσχεδιασμούς δευτεροετών δραματικής σχολής – κι όταν μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις τα μεν βρίσκονται δίπλα στα δε, ο αιφνιδιασμός του θεατή είναι απόλυτος. Στο σύνολο, νομίζω πως το δύσκολο στοίχημα κερδήθηκε, κι αν ο Λατέλλα διατηρήσει την αναρχία της ματιάς του, αλλά και την ομάδα του σταθερή, τότε θα είναι ένα από τα ονόματα που θα μας απασχολήσουν πολύ στο άμεσο μέλλον. Προσωπικά, θα ξεχωρίσω δύο στιγμές: τις ντελιριακές Ευμενίδες, που καταδιώκουν τον Ορέστη ως μανιακοί παίκτες του πινγκ πονγκ (πρέπει να το δει κανείς για να το πιστέψει) . Αλλά πάνω απ’όλα, τη σπαρακτική σκηνή όπου η Ηλέκτρα ντύνει ολομόναχη το γιγαντόσωμο νεκρό πατέρα της: η ίδια η σωματική τους διαφορά πυροδοτεί την ένταση του θρήνου της. Όταν η υπεράνθρωπη προσπάθειά της έχει ολοκληρωθεί, εκείνος σηκώνεται, κάθεται απέναντί της και της μιλά για την εποχή που εκείνη ήταν ακόμα μικρό κοριτσάκι. Σε λίγο, τα λόγια του εξελίσσονται σε κάτι γνώριμο. Είναι οι στίχοι από το Dance Me To The End OF Love…
Όμως δεν ήταν μόνο τα κλασικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας που κίνησαν το ενδιαφέρον της διεθνούς θεατρικής κοινότητας. Υπήρξε και το Στα Ερείπια Των Αθηνών – όχι, δεν αναφερόταν στα αρχαία ερείπια, αλλά σε ό,τι άφησε πίσω της η κρίση των τελευταίων ετών. Το παρισινό Birgit Ensemble επέλεξε ως θεματική το δράμα που ζούμε όλοι, και έδωσε μια γκροτέσκα, πλην όμως γλαφυρότατη εικόνα του πώς ακριβώς είδαν στο εξωτερικό όσα διαδραματίστηκαν – και πιστέψτε με, απέχουν από τη διεθνή απαξίωση στην οποία διάφοροι εγχώριοι καλοθελητές προσπαθούν να μας πείσουν πως έχουμε υποπέσει.
Ομολογώ πως δεν μπορώ να εξετάσω το συγκεκριμένο σκηνικό γεγονός με όρους καθαρά θεατρικής πράξης, για λόγους που θα καταλάβετε όλοι. Όσα λοιπόν θα αραδιάσω εδώ είναι αυτά που αντίκρισαν τα μάτια μου επί σκηνής: Σημερινοί Έλληνες με ονόματα αρχαίων θεών και ηρώων, λαμβάνουν μέρος σε ένα ριάλιτι με τίτλο « Parthenon story » και έπαθλο τη διαγραφή των χρεών τους. Όμως η παραγωγή αλλάζει διαρκώς τους κανόνες του παιχνιδιού, κόβοντάς τους το ρεύμα ή την τροφή, κρατώντας ή διώχνοντας όποιον θέλει, ωθώντας τους στην απόγνωση.
Σε παράλληλη δράση, παρακολουθούμε μια ακριβή ιστορική αναδρομή των γεγονότων που ξεκίνησαν με τις εκλογές του 2009. Από μια αίθουσα διαπραγματεύσεων που βρίσκεται σε υπερυψωμένη θέση της σκηνής, παρελαύνουν όλα τα πρόσωπα του δράματος: ο Στρος Καν, η Μέρκελ – σε συνενοχή με το Σαρκοζί, σχεδόν σε θέση εξουσίας απέναντι στον Ολάντ – η διεφθαρμένη (οι Γάλλοι το γνωρίζουν καλά) Λαγκάρντ, ο υπαλληλίσκος Ντάισελμπλουμ. Και τα αντίστοιχα από ελληνικής πλευράς: ο χαλαρός και πειθήνιος Παπανδρέου, ο ευθέως εντολοδόχος και συνένοχος Παπαδήμος, ο «συνεργάσιμος» Σαμαράς. Κι ο Τσίπρας που έχει το θράσος να μιλήσει για επαναδιαπραγμάτευση…
Εξ αρχής αντιμετωπίζεται καχύποπτα, αναζητούνται τρόποι συνέτισής του. Η ιερή αγανάκτηση που καταλαμβάνει τους υπόλοιπους όταν εκείνος προφέρει τη λέξη «δημοψήφισμα» είναι χαρακτηριστική. Στην αμέσως επόμενη συνάντηση, οι εταίροι μας παραμένουν στο υπερυψωμένο βάθρο τους, υποχρεώνοντας τον έλληνα πρωθυπουργό να τους κοιτάζει από χαμηλά, από το ύψος των θεατών… Όπως και στο ριάλιτι, οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν καταρρεύσει, η εξουσία της ΕΕ επιβάλλει απροκάλυπτα τους δικούς της. Τη λύση (;) θα φέρει η μυθολογική, προσωποποιημένη Ευρώπη, που θα φέρει τον καθένα αντιμέτωπο με τον αληθινό του εαυτό. Στο φινάλε οι ακόλουθοί της θα μοιράσουν σε όλο το κοινό ποτήρια με ρακή, που θα τα πιουν όρθιοι προς τιμήν των πολύπαθων Ελλήνων. Γεια μας… Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι υποδοχή θα είχε αυτή η παράσταση αν παρουσιαζόταν στη χώρα μας…