Η Danai Nielsen είναι ένα γλυκό, μικροκαμωμένο κορίτσι που μιλάει με χαμηλή φωνή.
Είναι επίσης ένα κορίτσι που όταν ανεβαίνει στη σκηνή, με τα φώτα να αντανακλούν στα ιδιαίτερα κοστούμια που φτιάχνει μόνη της, σου αιχμαλωτίζει το βλέμμα.
Αν καμιά φορά δεν ξέρεις γιατί ένας περφόρμερ σου κάνει τόσο εντύπωση, είναι γιατί στην πραγματικότητα γνωρίζεις ότι κάθε φορά που συμβαίνει αυτό ο/η περφόρμερ έχει «ανοίξει» μπροστά σου σαν λουλούδι και η ροή της ενέργειας μεταξύ σας είναι συνεχής και εύκολη.
Κάπως έτσι εξελίχθηκε και η κουβέντα μας, παρότι κάποια στιγμή μου εξομολογήθηκε πως ένιωσε από μικρή ότι δεν τα πήγαινε καλά με την λεκτική επικοινωνία.
Και γι’αυτό κατέφυγε στη μουσική…
Είναι μια ακραία συνθήκη όλο αυτό που ζούμε με τον κορωνοϊό αλλά κι αυτό που συμβαίνει στους καλλιτεχνικούς κλάδους εξαιτίας της κατάστασης. Μου θυμίζει ένα σπυράκι που ξαφνικά σπάει. Δεν με σοκάρει όμως, γιατί κάπως έτσι είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, είμαι κι εγώ μία από αυτούς που δεν βιοπορίζονται από την τέχνη. Είμαι όμως σε πλεονεκτική θέση γιατί συνεργάζομαι με την United We Fly, που με στηρίζει και νιώθω ότι είμαι σε ομάδα παρότι solo artist.
Το 2013 έφυγα στη Γερμανία. Με έπιασε κάτι σαν ασφυξία εδώ, ένιωθα ότι βρισκόμουν σε ένα πολύ στενό κουτί με πολύ περιορισμένα βήματα εξέλιξης. Ήθελα να φύγω γιατί έβλεπα ότι δεν υπήρχε ούτε στήριξη, ούτε εύφορο έδαφος. Ως μισή Δανή ήταν πιο εύκολο να πάρω την απόφαση να ζήσω έξω.
Τελικά γύρισα με χαρά πίσω το 2018. Εκεί υπάρχουν δυσκολίες που δεν μπορούμε να τις φανταστούμε αν δεν τις ζήσουμε. Όταν γύρισα είπα ότι θα εργαστώ ως γραφίστρια, και ότι είμαι καλά με αυτό, αλλά παράλληλα θα κάνω τα πράγματα που θέλω όπως τα θέλω χωρίς να περιμένω κάποιον ή κάτι.
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή για ώρες ολόκληρες, μαζί με τα ξαδέρφια μου ή τον μπαμπά μου και τον παππού που ήταν και οι δύο Δανοί πολύ των κατασκευών, να κόβω χαρτάκια, να τα κολλάω, να τα ζωγραφίζω και να βρίσκομαι σε μια άλλη διάσταση. Με τη μουσική ένιωθα από τη μια ότι μου άρεσε κι από την άλλη ότι ο τρόπος που την μάθαινα ήταν περισσότερο σαν φροντιστήριο αγγλικών παρά σαν παιχνίδι. Εγώ προτιμούσα κάτι πολύ πιο ελεύθερο.
Το κλικ με τη μουσική μέσα μου έγινε ενώ βρισκόμουν στη Γερμανία. Περνούσα ώρες στο υπόγειο στούντιο μόνη μου, χωρίς να ενοχλώ κανέναν, είχα πάρει ένα μικρόφωνο, είχα βάλει πετάλια κι εφέ και πειραματιζόμουν με υφές και τόνους της φωνής μου ανακαλύπτοντας πτυχές έκφρασης που δεν ήξερα και που υπό άλλες συνθήκες θα ντρεπόμουν πολύ να τις εκφράσω μπροστά σε κάποιον άλλον.
Xάρη σε αυτή τη διαδικασία η μουσική άγγιξε έναν πυρήνα μέσα μου. Σε εκείνο το υπόγειο στούντιο έλεγα πράγματα την ώρα που τραγουδούσα που δεν είχα κότσια να πω ακόμη και μόνη μου. Ήταν σαν ψυχοθεραπευτικά session διάρκειας 3-4 ωρών. Ακουγα μετά εγώ η ίδια τις ηχογραφήσεις και σοκαριζόμουν. Όμως ήξερα ότι ήταν κάτι το αληθινό. Ήταν πολύ λυτρωτικό να ξέρω ότι υπάρχει αυτό το μέρος, ότι μπορώ να πηγαίνω εκεί και να κάνω αυτό που θέλω. Σιγά σιγά αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση.
Στα live συνειδητοποίησα πόσο μοναδική είναι η διάδραση με το κοινό, με ανθρώπους που δεν σε ξέρουν. Είναι σα να αφαιρείς την πανοπλία σου και να βγάζεις από μέσα σου πολύ ειλικρινή πράγματα. Ειδικά όταν ξεκίνησα μόνη μου, χωρίς τους Rosebleed με τους οποίους εμφανιζόμουν στο Schoolwave, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα παρά να επικοινωνήσω όσα αισθανόμουν και μου βγήκε έντονα η ανάγκη να κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια. Ένιωθα ότι το live είναι κάτι που το δημιουργούμε μαζί.
Νομίζω ότι πρέπει να βρίσκουμε κάποιους μηχανισμούς αποσυμφόρησης της καθημερινής παράνοιας.
Στη σκηνή αισθάνομαι κι ευάλωτη. Είναι επειδή βγάζω το καβούκι μου. Γι’ αυτό και με την εμφάνισή μου θέλω να χτίσω ένα είδος καμουφλάζ-προστασίας. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να έχω κάτι που να αντανακλά το φως που πέφτει πάνω μου στη σκηνή γι’ αυτό παίζω πολύ με ασημένια ρούχα και αξεσουάρ και όσα καθρεφτίζουν. Ήθελα κάτι που να αντανακλά το φως στους κάτω, να τους δείχνω ότι το φως δεν σταματάει στη σκηνή αλλά υπάρχει μια ροή μεταξύ μας.
Επίσης με τα κοστούμια η περσόνα που τραγουδάει σε βάζει πιο βαθιά σε ένα παραμυθένιο κόσμο. Είμαι μεγάλη φαν των παιδικών παραμυθιών, διαβάζω πολλά. Το αγαπημένο μου παραμύθι είναι Η Καταφερτζού, επίσης λατρεύω όλα τα Ευγένιου Τριβιζά, κυρίως το Ο Ρούνι-Ρούνι το γουρούνι και τα τρία μικρά λυκάκια.
Έχω μια πολύ έντονη ανάγκη, ίσως και λόγω των συνθηκών, να χορεύω. Χορεύω στο σπίτι μου για να εκτονώσω την ένταση αλλά δεν είναι το ίδιο, τώρα που απαγορεύτηκαν τα events. Θέλω κάπως να εντάξω αυτή την ενέργεια και την κίνηση στα live μου. Τώρα τελευταία μου έρχεται συχνά στο μυαλό η φράση της Πίνα Μπάους «Χορέψτε αλλιώς χαθήκαμε».
Η «Κοντούλα Λεμονιά» και η ξενική προφορά με την οποία την τραγούδησα προέκυψε την περίοδο που ήμουν στη Γερμανία. Ένιωθα πραγματικά αλλοδαπή και οικονομική μετανάστρια γιατί δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν είχα κάτι έτοιμο εκεί να με περιμένει, είχα πιάσει δουλειά σε ένα beauty center και έκανα μασάζ και άλλες random δουλειές για να πληρώνω το ενοίκιο, όπως και οι συγκάτοικοι μου, δύο αγόρια από τους Rosebleed, που δούλευαν φορτοεκφορτωτές σε μια αποθήκη.
Ένιωθα περίεργα με τη συνθήκη «ανήκω κάπου» ή με το τί είναι παράδοση. Ούτως ή άλλως υπήρχε διχασμός μέσα μου λόγω του Δανού μπαμπά και της Ελληνίδας μαμάς. Τα παραδοσιακά τραγούδια για εμένα δεν ήταν κάτι ευχάριστο, γιατί ο ένας γονιός εκνευριζόταν και ο άλλος συγκινούταν. Ήταν ταμπού για μένα. Νομίζω ότι συμπαθούσα τα παραδοσιακά αλλά κρυφά και με ττύψεις. Ένας φίλος μου έδωσε την ιδέα «Ακούμε ελληνικά τραγούδια που τα λένε ξέρω γω Γιαπωνέζοι και γελάμε, αλλά έχουμε σκεφτεί πώς ακουγόμαστε εμείς όταν τραγουδάμε αγγλικά και μας ακούει ένας Λονδρέζος;». Η γιαγιά μου και η μαμά μου μου τραγούδησαν στο τηλέφωνο την «Κοντούλα λεμονιά», τα πρώτα Χριστούγεννα που δεν ήμασταν οικογενειακά και υπό άλλες συνθήκες θα το σνόμπαρα, αλλά ήμουν στην Γερμανία, άκουγα το τραγούδι από το ακουστικό και έκλαιγα κι εγώ κι αυτές. Στην καραντίνα ψαχουλεύοντας τα συρτάρια μου, ξαναβρήκα την εκτέλεση και είπα αν δεν το κάνω τώρα δεν θα το κάνω ποτέ.
https://www.youtube.com/watch?v=RnlUAHxqagU
Το “Mermaid” μιλάει για πολλές έννοιες, μεταξύ αυτών και το trafficking. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν καν ότι υπάρχει trafficking. Το έγραψα ενώ βρισκόμουν στη Γερμανία σε μια συνθήκη εγκλωβισμού, σε μια σχέση τοξική που με ταλαιπωρούσε. Γράφτηκε, όταν με βοήθεια φυσικά, κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να μείνω σε αυτή την κατάσταση, it’s ok να παραδεχτώ ότι έχω γίνει κομματάκια και δεν την παλεύω άλλο, ότι δεν πειράζει να επιστρέψω στην Ελλάδα, ότι είχα κάνει κάποια όνειρα αλλά δεν μου βγαίνουν οπότε θα γυρίσω χωρίς πλάνο αλλά με τη γνώση ότι αυτό που τώρα ζω δεν μου κάνει καλό, δεν με αφήνει να ανθίσω. Συνήθως γυναίκες το βιώνουν αυτό, γυναίκες αφήνονται να τις ρουφήξουν και γίνονται ξαφνικά «τοσοδούλες» και γίνονται έρμαια άλλων. Είδα τότε και ένα ντοκιμαντέρ για το trafficking και συνειδητοποίησα πόσο τυχερή είμαι, γιατί εγώ είχα μια βάση, είχα βοήθεια. Δες τι μπορεί όμως να συμβαίνει στο διπλανό σου διαμέρισμα, και εσύ δεν έχεις ιδέα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν περιορισμοί στην έκφραση, στο ντύσιμο, στην αποτύπωση αρρενωπότητας ή θηλυκότητας. Εδώ νιώθω ότι αν απλώς μια ημέρα θέλεις να ντυθείς με λιγότερα ρούχα, εάν θέλει να ντυθείς πιο αρσενικά ενώ είσαι κορίτσι, πιο θηλυκά ενώ είσαι αγόρι, θέλεις να βαφτείς σαν εξωγήινος ή να βάλεις μια περούκα του 18ου αιώνα, δεν θα σε κοιτούν μόνο με περιέργεια, θα σε κοιτούν επικριτικά, ίσως και με κακία. Αλλά χαίρομαι όταν βλέπω ανθρώπους που βγαίνουν θαρραλέα από τα κουτάκια. Και αυτό θα γίνεται όλο και περισσότερο.