Μέχρι Το Τέλος (The Homesman) ***1/2**
ΗΠΑ, Γαλλία, 2014 Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Tommy Lee Jones
Πρωταγωνιστούν: Tommy Lee Jones, Hilary Swank, Grace Gummer
Διάρκεια: 122’
Διανομή: Weird Wave/Odeon
Στο σκονισμένο τοπίο της Νεμπράσκα του 19ου αιώνα κατοικεί η Mary Bee Cuddy, μια κοπέλα στην οποία οι ιερείς της περιοχής αναθέτουν να συνοδεύσει τρεις γυναίκες παράφρονες μέχρι τα σύνορα. Το μονοπάτι της θα διασταυρωθεί με αυτό του δραπέτη Briggs, ο οποίος της υπόσχεται ένα ασφαλές ταξίδι με αντίτιμο 300 δολάρια. Η σκληρή διαδρομή θα δέσει τους δύο αντιήρωες σε μεγάλο βαθμό και με περίεργα αποτελέσματα. Ο Tommy Lee Jones από τότε που βρήκε το λιμάνι του στα δύστροπα western έδειξε τις ικανότητές του ως δεινός αφηγητής και για μια ακόμα φορά τα καταφέρνει περίφημα.
Η σοβαρή, πατρική φιγούρα του Tommy Lee Jones πάντα φλέρταρε με αυτούς τους μοναχικούς αλογατάρηδες που περιδιάβαιναν την Άγρια Δύση. Οι Τρεις Ταφές του Μελκιάδες Εστράδα ήρθαν σαν μια απλή επιβεβαίωση της συγκεκριμένης θεωρίας, με έναν τρόπο που αναγνωρίστηκε από το κοινό ως ξεχωριστός. Η σκηνοθετική του ματιά δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, καθώς στο σινεμά του δεν υπήρχε τίποτα το ιδεαλιστικό παρά μόνο η αντιμετώπιση της απληστίας και της θνητότητας. Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, ο Jones στολίζει το βλογιοκομμένο πρόσωπό του με ένα παχύ μουστάκι, ξαναταξιδεύει πίσω στην «ιδιαίτερη πατρίδα» του και κυκλοφορεί το Μέχρι Το Τέλος.
Το δυνατό χαρτί του σκηνοθέτη/πρωταγωνιστή, όπως φάνηκε και από τον πρόλογο, είναι η δυνατότητα κατασκευής μιας στιβαρής και συνεκτικής αφήγησης. Η ιστορία δύο ανθρώπων που διάγουν εντελώς διαφορετικές ζωές και αναπόφευκτα κάποια στιγμή συναντιούνται και αλληλοσυμπληρώνονται, στα χέρια κάποιου άλλου νοσταλγού της σέλας και των σπιρουνιών θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μονόπλευρο μελόδραμα. Όχι στα χέρια του Jones. Αντιλαμβάνεται τα ανθρώπινα σφάλματα των ηρώων του και τους αφήνει να αναπτυχθούν με τρόπο άλλοτε στωικό και άλλοτε πικρόχολο (και με υγιείς δόσεις μαύρου χιούμορ). Συνδυάζει όχι με την υπέρτατη μαεστρία μα με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο τις τονικές διαφορές της ταινίας του, με το σοκ και τον συναισθηματισμό να εναρμονίζονται κατάλληλα, χωρίς να καταλήγουν πληκτικοί ή χάρτινοι.
Μιας και η λέξη «αλληλοσυμπλήρωση» είναι καίριας σημασίας για να χαρακτηρίσει την ταινία του, οφείλουμε να αναφερθούμε και στη χημεία των δύο πρωταγωνιστών. Το πώς οι διαφορετικών αντιλήψεων μοναξιές του Jones και της Hilary Swank καταλήγουν να φαίνονται όχι κωμικές και καρτουνίστικες, μα ρεαλιστικές και με κάποιον προβληματισμό. Σκάβει προσεκτικά για να βρει τα κοινά τους σημεία και, όταν τελικά τα βρίσκει, φροντίζει να τα δέσει χωρίς βιασύνη, χωρίς avant garde τεχνικές, μα με προσοχή.
Πολιτικά, τέλος, οι υπόνοιες που αφήνει ο Jones για το συντηρητισμό της εποχής, δείχνουν να κυοφορούν μια άποψη εν μέρει φεμινιστική και εν μέρει κατηγορητική. Οι τρελοί της ταινίας δεν είναι οι γυναίκες που η Mary και ο Briggs συνοδεύουν, μα όλη η κοινωνία της εποχής και τα παράγωγά της. Όλοι τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι φυλακισμένοι σε μια προσωπική φυλακή, από την οποία η έξοδος είναι δύσκολη, ενώ κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να τους βοηθήσει.
Συνοψίζοντας, πρόκειται για μια ταινία όχι αριστουργηματική, μα ποιοτική και με καλές προθέσεις. Αν οι Τρεις Ταφές είναι η αρχή και το Μέχρι το Τέλος η μέση, η σκηνοθετική συνέχεια του Jones αναμένεται το λιγότερο ενδιαφέρουσα.
Τα Καλύτερα Έρχονται (Les Beaux Jours) *1/2****
Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Marion Vernoux
Πρωταγωνιστούν: Fanny Ardant, Laurent Lafitte, Patrick Chesnais
Διάρκεια: 94’
Διανομή: Feelgood
Η Caroline συνταξιούχα οδοντίατρος, έρχεται πριν την ώρα της σε επαφή με την ανία του απεριόριστου ελεύθερου χρόνου. Για να την καταπολεμήσει, συμμετέχει δοκιμαστικά στις δραστηριότητες μιας λέσχης συνταξιούχων. Αν και στην αρχή δε δείχνει ιδιαίτερη θέρμη για τα νέα της χόμπι, θα αλλάξει άποψη όταν γνωρίσει τον Julien, τον καθηγητή πληροφορικής της λέσχης. Η σχέση τους θα ανθίσει και ένα πρωτόγνωρο πάθος θα οδηγήσει τηνCaroline να ζήσει μια δεύτερη νιότη. Μόνο της πρόβλημα, μην το μάθει ο άντρας και οι δύο κόρες της. Αν και στυλιστικά έχει κάτι να πει, σε θέμα περιεχομένου και αφήγησης παραμένει υπερβολικά «ζαχαρούχο» και χωρίς αληθινό προβληματισμό.
Θες να δεις τι σημαίνει τρίτη ηλικία στον κινηματογράφο; Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, από το σοκαριστικό για την εποχή του ειδύλλιο της Νύχτας Του Σαν Λορέντζο και τη πρόσφατη συγκίνηση του Nebraska, μέχρι την απογύμνωση της έννοιας της αγάπης στο Amour. Κοινή συνιστώσα όλων των παραπάνω είναι ότι η δεύτερη ευκαιρία της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου στέκεται αφορμή για να μιλήσουν οι δημιουργοί τους για βαθύτερα πράγματα (ή να το βάλουν ως μια ακόμα λεπτομέρεια όπως στο παράδειγμα των Ταβιάνι). Η μικροαστική πλήξη του Τα Καλύτερα Έρχονται δε χαρακτηρίζεται από κανέναν τέτοιο προβληματισμό, κι ας θεωρείται ταινία που θέλει να μιλήσει για τη ζωή.
Το τοπίο καθαρά ανώτερης τάξεως, η πλήξη ως παράγωγο της υπερπροσφοράς και των ανέσεων, με το τραύμα του χαμού ενός αγαπημένου προσώπου να στέκεται ως η κύρια πληγή. Κανένα παγκόσμιο νόημα, μόνο τα προνόμια της μπουρζουαζίας και μια ανεπαρκής δικαιολογία προκειμένου να υπάρξει μια κατανόηση. Εντάξει, ας πούμε ότι δε χρειάζεται σώνει και ντε να έχουμε μεταλλωρύχους πρωταγωνιστές που κατοικούν σε μια τρώγλη. Αποδομείται καθόλου η τάξη από την οποία προέρχονται οι πρωταγωνιστές; Όχι, αντιθέτως υπόγεια εξυμνείται ο τρόπος ζωής της και ξαναέχουμε την περίπτωση της βαρεμάρας ως το μόνο «κατηγορώ» προς αυτήν, με ένα «παράνομο» ερωτικό παιχνίδι να (μην) καταρρίπτει τα υπαρκτά θεμέλια. Επειδή η ηρωίδα συνουσιάζεται με έναν κατά πολύ νεαρότερο, καπνίζει «γελαστά» τσιγάρα και στέλνει ερωτικά sms, υποτίθεται ότι ζει μια ζωή διαφορετική που την ξυπνάει από το λήθαργό της, ενώ αυτό αποτελεί μια ψευδαίσθηση (με πλοκή και σενάριο φωτορομάντζου) και ένα παράγωγο της ζωής της. Τίποτα εκτός του κανόνα.
Μπορεί οι Γάλλοι να φημίζονται για την αρέσκειά τους στην εκλεπτυσμένη, μπουρζουάδικη εικονοπλασία και να μπορούν να συγγράψουν καλύτερα σε αυτή. Όντως, έτσι είναι, αυτό το παρασκήνιο δημιουργεί μια φόρμα ευχάριστη στο μάτι, μα κενή νοήματος. Το οποίο, συνεπώς μεταφράζεται σε μια ταινία όμορφη μα άνευ νοήματος, χαμένη στις φαντασιώσεις της, χωρίς πραγματικά διλήμματα ή κάτι ουσιαστικό που να μπορεί να πασαριστεί προς το πλήθος. Κι ας είναι αρμοστή η ερμηνεία της Fanny Ardant για αυτό που καλείται να εκπροσωπήσει, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Τυπικότατη, ακίνδυνη και χιλιομασημένη ταινία που θα ξεχαστεί σύντομα. Θέλετε κάτι ευχάριστο και ανάλαφρο –εν τέλει- για το βράδυ; Να μια καλή περίπτωση. Μη νομίζετε ότι αξίζει να την πάρετε στα σοβαρά όμως. Πείτε πως σας ικανοποίησε τον κερατοειδή και δεν έπαιξε με το μυαλό σας και θα ‘στε σωστοί στο πως την αντιμετωπίζετε.
Στην επόμενη σελίδα: Transformers 4, Ο Μάγος του Οζ