Είναι μια αντίφαση που δεν έχουμε συζητήσει ποτέ με τον Γιάννη Καρπούζη, μα μου φαίνεται πως ισχύει: του ταιριάζουν τα καλοκαίρια αλλά μάλλον αγαπάει τους χειμώνες. Ο Γιάννης είναι ένας άνθρωπος εξωστρεφής και του ταιριάζει να είναι ανέμελος, ξέγνοιαστος. Από την άλλη όμως, ο τρόπος που δουλεύει, που στέκεται απέναντι στα πράγματα, υποδηλώνουν έναν άνθρωπο που απολαμβάνει την μελαγχολία, τη νοσταλγία, τα απογεύματα της Κυριακής. Γιατί πιστεύω, δε φοβάται τα δύσκολα ταξίδια όπως είναι και η αναμέτρηση με το παρελθόν και τη μνήμη.
Ίσως αυτή ακριβώς η αντίφαση είναι που κάνει το έργο του εξαιρετικά ενδιαφέρον: είναι ένας εικαστικός που συνδέει γεγονότα και εικόνες που κανείς άλλος δε θα σκεφτόταν ότι συνδέονται. Είναι ανοιχτός, δεν απορρίπτει τίποτα από πριν. Μια ελαφριά ιστορία που θα ακούσει ή μια καθημερινή εικόνα που θα δει θα τις επεξεργαστεί, και αν του κάνουν, θα τους δώσει τέτοιο βάθος που θα γίνουν αγνώριστες.
Όλα τα υπόλοιπα που θα ήθελα να πω δεν χωράνε σε λίγες κουβέντες. Είναι τόσες πολλές οι ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν και δε γίνεται. Συμπυκνώνονται σε κοινούς κώδικες που δεν περιγράφονται με λέξεις. Να πω μονάχα αυτό, γιατί ίσως να έχει σημασία για τη συνέχεια: Ο Γιάννης θυμάται τα πάντα. Με χρονολογική σειρά, με ημερομηνίες. Και όσο μεγαλώνουμε όλοι μαζί οι φίλοι του, ο Γιάννης είναι το ημερολόγιο μας. Συχνά κάποια Δευτέρα μεσημέρι μας περιμένει έκπληξη, μια φωτογραφία που τράβηξε πριν από δέκα χρόνια, σε κάποια άλλη στιγμή της ζωής, ίσως πολύ διαφορετική, ίσως καθόλου.
Και ανάλογα με την εικόνα, οι αναδρομές της μνήμης είναι αναπόφευκτες. Από τότε όμως που διάβασα το ποίημα «Ο χάρτινος άνθρωπος, ένα χρόνο μετά» θα σκέφτομαι πάντα πως «τώρα που οι χάρτινες μέρες φύγανε, δε μένει παρά να ζήσουμε τις αληθινές».
Μέσα από αυτό το προσωπικό πρίσμα, γράφω λίγα λόγια για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Καρπούζη, Ο Χάρτινος Χρόνος Τέλειωσε (εκδ. ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, 2019).
Στην πρώτη ανάγνωση της συλλογής δεν έχει νόημα η απόπειρα ερμηνείας. Ο αναγνώστης επιχειρεί μια βουτιά σε ένα σύμπαν, συγκροτημένο από θραύσματα της παρούσας και της μελλοντικής μνήμης του Γιάννη. Έτσι θα ταξιδέψει σε κόσμους που δε φανταζόταν αλλά ίσως και να έχει φανταστεί τελικά. Ίσως και να τους έζησε, ίσως και να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα σε αυτούς, τοποθετημένο όμως άχρονα, χωρίς συντεταγμένες.
Όλες οι ταυτότητες του Γιάννη διαλύονται και ανασυγκροτούνται. Παρασύρουν αυτόν που θα τοποθετηθεί χωρίς στεγανά στο σύμπαν του και θα αφεθεί στην ανάγνωση.
Χωρίζω τη σκέψη μου σε τρεις λέξεις.
Η ενοχή
Αυτή είναι σίγουρα μια λέξη που απουσιάζει από το έργο του Γιάννη. Συνειρμικά, σχεδόν ψυχαναλυτικά μας εισάγει στον κόσμο του, στο βλέμμα του. Δε φοβάται να μας αποκαλύψει τις εμμονές του. Δεν τις κρύβει, δεν τις συγκαλύπτει. Τις απλώνει όλες μπροστά μας χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς συστολή. Αν κάποιος θέλει να τις καταλάβει είναι όλες εδώ, άλλοτε «απαστράπτουσες» στο βόρειο φως και άλλοτε σαν αντικατοπτρισμοί στον πάγο: «παρανάλωμα είναι εκείνες οι μέρες που σε θυμάμαι/ κουβαλάω στην τσέπη ένα χαμόγελο μάλλινο/ περασμένης πρωτομαγιάς,/ είναι που δεν καταλαβαίνω τίποτα/ κι όλο λέω θα σε ξαναβρώ […]».
Το έργο του είναι γραμμένο σαν ποίημα, αλλά και σαν ταξίδι, σαν ταινία, σα φωτογραφία. Με όχημα το μέσο και οδηγό τις προσωπικές του εμμονές, ο ποιητής μας οδηγεί αλλού με κάθε ανάγνωση. Είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί πολλές φορές, σε διαφορετικά τοπία, υπό διαφορετικό φως, με διαφορετική θερμοκρασία. Έχει την ικανότητα να τροποποιεί και να τροποποιείται αναλόγως του χώρου – «άλλαξε το σχήμα του κόσμου», σημειώνει ο Γιάννης – και αναλόγως του χρόνου «εδώ κάτω/ μασήσαμε πολλά σπασμένα/ πιο μέσα από το στόμα/ που λέγονται χρόνια ή/ αναμνήσεις που βράζουν στον πυρετό».
Και έτσι ερχόμαστε στη δεύτερη λέξη.
Ο χρόνος
Ο χρόνος που τελειώνει. Ο χρόνος που άλλοτε ακινητοποιείται και άλλοτε εκρήγνυται διαπερνά το έργο του Γιάννη. Στέκεται στο κατώφλι και τον παρατηρεί και − καμιά φορά − διασχίζει την είσοδο και χώνεται στα σπλάχνα αυτού του τέλους.
Είπα προηγουμένως ότι είναι ένας καλλιτέχνης που δε φοβάται να αναμετρηθεί με το παρελθόν και με τη μνήμη. Με το χρόνο που περνάει. Κατά τη γνώμη μου αυτό απαιτεί μεγάλη δύναμη. Στον «Χιονοπόλεμο» σημειώνει «έκτοτε τα δόκανα του χρόνου, όλα κόψανε και από ένα κομμάτι» και στο ομώνυμο «Ο Χάρτινος Χρόνος Τέλειωσε» θυμάται: «Έτσι πιάνω και θυμάμαι/ εκείνη τη νύχτα που μαζεύαμε/ βόμβους σιωπής από το στόμα σου/ ή τότε που πάτησα μία ακίδα μέσα στο χρόνο/ – πάει καιρός που ξεχάστηκε αυτό –/ κι εκείνος τρύπησε σαν να ’τανε χαρτί ˙»
Απαιτεί μεγάλη δύναμη να αποδεχτείς και πόσο μάλλον να αποτυπώσεις στο καλλιτεχνικό σου έργο τις πληγές που σου αφήνει ο χρόνος. Τόσο τις προσωπικές όσο και τις συλλογικές πληγές. Γιατί ο Γιάννης, συνολικά στο έργο του, ποτέ δεν ξεχνά το συλλογικό.
Και τέλος, φτάνουμε στην τρίτη λέξη, την –με κάποιο τρόπο– συλλογική.
Το λιμάνι
Ξαναγυρνώντας στην αρχή, και μιλώντας ως φίλη, θέλω να πω ότι οι φίλοι είναι η οικογένεια που επιλέγουμε. Είναι το λιμάνι μας. Και περνώντας τα χρόνια, τα κύματα χαράζουν τους βράχους, σμιλεύουν το σκυρόδεμα και αφήνουν αποτυπώματα, ίχνη. Τόσα που γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι μας. Και κάποια τέτοια ίχνη, λίγοι ή πολλοί, ή καλύτερα οι πολύ τυχεροί, θα βρούμε μέσα στο ποιητικό έργο του Γιάννη. Από τον αρκτικό κύκλο μέχρι τη μικρούλα Αμοργό, η γεωγραφία δεν μπορεί παρά να είναι γεμάτη αναπαραστάσεις θαλάσσιων τεράτων και τρικυμιών.
Γιατί όπως σημειώνει και ο ίδιος «στο τέλος της μέρας»,
«το λιμάνι παραμένει ένας τόπος των μύθων».