Ένα απόγευμα στο Σπίτι Bar στο Χαλάνδρι, ο Φοίβος Δεληβοριάς προσκάλεσε μερικούς συνεργάτες, φίλους και δημοσιογράφους, για να ακούσουμε όλοι μαζί τραγούδια που γράφτηκαν από το 2018 έως το 2022, σε μία περίοδο που αλλιώς ξεκίνησε για την ανθρωπότητα και αλλιώς τελείωσε. Το ANIME, το όγδοο κατά σειρά άλμπουμ του και τρίτο στην εταιρεία Inner Ear είναι ένας δρόμος προς τη λύτρωση μέσα από μια δυστοπική κατάσταση, ένα λυρικό χτύπημα σε μια πατριαρχική κοινωνία που ζέχνει, ένα τρυφερό χάδι στις ταραγμένες ψυχές. Με λίγα λόγια, πρόκειται για έναν δίσκο που προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη, χωρίς να χάνει διόλου τη μουσική του ταυτότητα.
Άλλωστε ο Φοίβος είναι άξιος καταγραφέας της πραγματικότητας που βιώνουμε χρόνια τώρα. Κάθε του τραγούδι είναι ένα μικρό χρονογράφημα. Ακόμα και μια εντελώς προσωπική του ιστορία, καταφέρνει να αγγίξει συναισθήματα πολλών, να απευθύνεται σε πλήθος ακροατών και να τους παρασύρει σε όμορφα μουσικά ταξίδια, με επιρροές από πολλές, διαφορετικές μουσικές του κόσμου. Κάτι που συμβαίνει και στο ANIME. Από ένα νανούρισμα μπορεί να περάσει σε έναν fusion οργισμένο ήχο, μετά σε ένα ερωτικό ψιθύρισμα, από εκεί σε μια σύγχρονη καντσονέτα και να καταλήξει σε ένα αφρικανικό τζαζ τέμπο. Θέλει μεγάλο ταλέντο για να το πετύχεις αυτό και φυσικά καταπληκτικούς συνεργάτες.
Για αυτούς του καταπληκτικούς συνεργάτες και τη δημιουργία του δίσκου ΑΝΙΜΕ, της κυκλοφορίας που τόσο περιμένουμε, μας μίλησε ο ίδιος αναλυτικά, με τον δικό του άμεσο τρόπο.
«Ξεκίνησα να γράφω τον δίσκο -τραγουδοποιητικά μιλώντας- το καλοκαίρι του 2018. Είχα σχεδόν τελειώσει τον Φλεβάρη του ΄20, μάλιστα παίζαμε τα οκτώ από τα δέκα τραγούδια στο Κύτταρο ζωντανά σε κάποιες παραστάσεις και το πλάνο ήταν να μπούμε στο στούντιο τον Απρίλιο του ‘20 για να κυκλοφορήσει ο δίσκος το Φθινόπωρο. Ως γνωστόν, όλοι μπήκαμε στα σπίτια μας, όλοι μπήκαμε σε αυτή την περίεργη περιπέτεια η οποία κρατάει μέχρι τώρα και γίνεται όλο και πιο δυστοπική και δυσοίωνη. Παρ’ όλα αυτά, όταν ξεκίνησε το δεύτερο lockdown, είπαμε να μην το αφήσουμε έτσι και ξεκινήσαμε να ηχογραφούμε τη ζωντανή του φάση, μιας και πιστεύω ότι τα τραγούδια πρέπει να ηχογραφούνται ζωντανά. Να έχουν τις ανάσες των μουσικών, να υπάρχουν tapes που γίνονται χωρίς overdubs, με όλους μαζί να δημιουργούν τη βάση του κάθε τραγουδιού. Μπήκαμε στο στούντιο AntArt που βρίσκεται μέσα στα παλιά στούντιο της Φίνος Φιλμ και εκεί που κάποτε ηχογραφούσε ο Χατζιδάκις ή ο Πλέσσας τα soundtracks, κάτω από μια μεγάλη οθόνη με ένα πολύ μεγάλο πιάνο, μπήκαμε ολόκληρο το συγκρότημα και ηχογραφήσαμε τις βάσεις, τον σκελετό των δέκα κομματιών».
«Όταν τελείωσε αυτή η πρώτη φάση, συναντήθηκα με τον Δημήτρη Μπούρα από την εταιρεία μου, την Inner Ear και εκείνος μου είπε ότι ο άνθρωπος που μπορεί να με βοηθήσει ώστε να δουλέψουμε αυτό το υλικό, να ηχογραφήσουμε ξανά κάποια πράγματα και να πάρει την τελική του μορφή, έμενε πολύ κοντά μου. Το σπίτι μου βρίσκεται απέναντι από το Α’ Νεκροταφείο. Το μπαλκόνι μου βλέπει τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Αττίκ… είναι μια πρακτική φάση, έχω καλούς και ήσυχους γείτονες και όταν πεθάνω, είμαστε δίπλα. Ο μουσικός και παραγωγός Βασίλης Ντοκάκης, στον οποίο αναφέρομαι, έχει το στούντιό του από την άλλη πλευρά του νεκροταφείου, μας χωρίζουν μερικές ψυχές. Είχα ακούσει τα υπέροχα πράγματα που κάνει και με το συγκρότημά του αλλά και τους δίσκους με τη Nalyssa Green (που για μένα είναι μια όμορφη πρόταση για το πώς μπορεί να ακούγεται η σύγχρονη ελληνική τραγουδοποιία), έτσι στην αναφορά του ονόματός του θέλησα πολύ να ξεκινήσουμε μαζί τη δεύτερη φάση του παιχνιδιού.
Τον Μάιο λοιπόν του ‘21 αρχίσαμε να βρισκόμαστε. Κάναμε πολλή λεπτομερειακή δουλειά, είδα πώς μπορεί ένας δίσκος να έχει ήδη μια φυσιογνωμία αλλά και να μπορεί να ξαναγεννηθεί από τα ίδια υλικά με τα οποία φτιάχτηκε, όταν ένας άνθρωπος είναι ποιητής. Ήμουν πολύ τυχερός και χαίρομαι που, όπως και στο άλμπουμ “Καλλιθέα” στο οποίο συνεργάστηκα με τον Χρήστο Λαϊνά, υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ ανάμεσά μας και στον ελληνικό χώρο. Και είμαι ακόμα πιο τυχερός που η εταιρεία μου τους ανακαλύπτει, τους στηρίζει και τους προτείνει. Με τον Βασίλη ξεκινήσαμε μια πραγματικά πολύ ωραία περιπέτεια και αισθανόμουν πολλές φορές ότι ήμασταν στο Enterprise του Star Trek, γιατί το στούντιό του είναι πάρα πολύ μικρό, σαν πιλοτήριο, στο οποίο μπαίναμε για ώρες και χανόμασταν».
«Ήρθε ο Φώτης Σιώτας και έπαιξε καταπληκτικά πράγματα με το βιολί του. Ο Θοδωρής Ρέλλος από τους Mode Plagal σε ένα κομμάτι που έχει αιθιοπική προέλευση έκανε με το σαξόφωνό του ακριβώς αυτό που θέλαμε, ήρθε ο Τζιμ Σταρίδας με το τρομπόνι του και πολλοί ακόμα που έβαλαν τις δικές τους πινελιές. Φυσικά η πρώτη ύλη δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τους ανθρώπους μου. Εκείνους με τους οποίους είμαστε πλέον 10 χρόνια μαζί. Ο Σωτήρης Ντούβας στα τύμπανα, ο Yoel Soto στο μπάσο, ο Κωστής Χριστοδούλου στα πλήκτρα και ο Κώστας Παντέλης στις κιθάρες. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκε σε αυτό το γκρουπ και η Νεφέλη Φασούλη, η οποία, πέρα από το ότι είναι μια εξαιρετική τραγουδίστρια, είναι και μια εξαιρετική μουσικός. Ένα πρόσωπο με έντονη μουσική ταυτότητα. Οτιδήποτε έκανε, από τον τρόπο που έστηνε τις φωνές στον δίσκο, μέχρι τις μουσικές της ιδέες, την καθιστά ένα πρόσωπο της έμπνευσης αυτού του άλμπουμ. Με αυτή την παρέα, δίπλα στους πεθαμένους, δώσαμε ζωή».
Μόνο ψέματα
Είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψα. Μας άρεσε τόσο πολύ που είχαμε αποφασίσει να το πούμε μαζί με τη Νεφέλη σε ένα παγκάκι στην πλατεία Βαρνάβα και να το πάρει ο Δημήτρης Μακρής που είναι πραγματικά ο ψυχοπομπός του δίσκου, βασικός μου συνεργάτης σε όλες τις δουλειές μου τα τελευταία χρόνια και ήταν κάθε μέρα δίπλα μας σε όλη τη διαδικασία της παραγωγής του δίσκου. Μου παίρνει λίγο καιρό πάντα μετά την κυκλοφορία ενός άλμπουμ για να αρχίσω να γράφω πάλι. Η όρεξη λοιπόν μού ήρθε το καλοκαίρι του ‘18, είχαμε την Ταράτσα του Φοίβου για δεύτερη χρονιά και πηγαίναμε μετά την παράσταση στο Κεραμείο ή σε μπαράκια στο Παγκράτι που ξενυχτούσαν. Εκεί άρχισα πάλι να γίνομαι απών. Να κλείνομαι σαν στρείδι, ένας άνθρωπος που ακούω τις συζητήσεις των άλλων αλλά δεν μπορώ να συμμετέχω γιατί μέσα μου καίγομαι. Αυτό είναι πάντα ένα σημάδι ότι θέλω να γράψω κάτι. Σε αυτές τις συζητήσεις, κάποιος μου έλεγε να δω τον πρώτο και τον δεύτερο κύκλο από μία σειρά στο Netflix αλλά να αγνοήσω τον τρίτο, άλλοι μου έλεγαν για τις σχέσεις τους, άλλος για μια πρώην του, άλλος για μια νυν του και όλα αυτά μου έμοιαζαν υπέροχα ψέματα. Ότι όλοι κάτι κρύβουμε, ότι όλοι ζούμε μια ζωή φτιαγμένη από μία ηχηρή πραγματικότητα αλλά κάτι μέσα μας δεν λέγεται ποτέ και καλύπτεται πάντα από ψέματα. Όταν βρέθηκα για διακοπές, 15αύγουστο βράδυ στην Τήνο, σε ένα δωματιάκι που είχαμε νοικιάσει με τη γυναίκα και την κόρη μου, ακούγαμε το πανηγύρι του χωριού με νησιώτικα και “ροβόλα τα ροβόλα τα, τα γίδια και τα πρόβατα” κι εγώ στην κιθάρα μου, στον δικό μου κόσμο, έβγαζα ακόρντα που θύμιζαν Paul Simon, James Taylor και Decemberists. Αυτό το τραγούδι λοιπόν ήταν το πρώτο λάκτισμα και στο άλμπουμ θα ακούσετε τη στουντιακή του μορφή.
Απόψε είμαι κοντά σου
Βγήκε έναν μήνα ακριβώς πριν σκάσει ο κορωνοϊός στην Ελλάδα. Πρώτες μέρες του 2020 και κάπως μου ήρθε και έπαιζα στην κιθάρα μια μελωδία που μου θύμιζε πολύ ένα τραγούδι παλιό της Ελένης Δήμου, το “Ψεύτρα Ζωή”. Σε μουσική Μιχάλη Καπούλα και στίχους Μαριανίνας Κριεζή. Αυτό το τραγούδι πάντα το αγαπούσα και κάπως έπαιζα στην κιθάρα κάτι που ήξερα ότι του έμοιαζε, το άλλαζα διαρκώς αλλά εξακολουθούσε να του μοιάζει. Μάλιστα ήμουν σε δίλημμα για το αν αυτή τη μελωδία που τόσο μου αρέσει έπρεπε να την κρατήσω τόσο κοντά στην πηγή της έμπνευσής μου ή όχι. Αποφάσισα τελικά να το κάνω γιατί πιστεύω πολύ στα κλεισίματα ματιού. Επίσης πιστεύω ότι δεν είναι ωραίο να αντιγράφεις πράγματα, είναι ωραίο να παίρνεις πράγματα που σου αρέσουν πάρα πολύ και να τα βάζεις μέσα στον δικό σου κόσμο.
Όταν το πρωτόπαιξα στο συγκρότημά μου για να το βάλουμε στο πρόγραμμα στο Κύτταρο, άρχισε ο Σωτήρης να παίζει ένα αφρικάνικο σχήμα που του πήγαινε πάρα πολύ για κάποιο περίεργο λόγο. Δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο εγώ άκουγα πάλι πολύ Fela Kuti και το “Graceland” του Paul Simon, μου άρεσε αμέσως πολύ αυτό που άκουσα. Κάναμε μια πρώτη ενορχήστρωση για το Κύτταρο αλλά επί της ουσίας απογειώθηκε από τρεις ανθρώπους. Από τον Βασίλη και τον τρόπο που το ηχογράφησε και έκανε παραγωγή, από τον Κωστή Χριστοδούλου στα πλήκτρα με σαφείς αναφορές στην αιθιοπική τζαζ και βέβαια τον Θοδωρή Ρέλλο που μόνο αυτός θα μπορούσε να παίξει τέτοιο σαξόφωνο. Και βέβαια θεωρώ ότι το τραγούδι ολοκληρώθηκε με το βίντεο που έκανε ο The Boy και βγάλαμε πριν λίγες μέρες στο Youtube. Είχε μία καταπληκτική ιδέα, μέσα στην πανδημιακή Αθήνα, τρεις μπαλαρίνες να χορεύουν μπαλέτο στους δρόμους λες και δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν πίστευα ακριβώς στην προφητική διάσταση του τραγουδιού, πίστευα όμως ότι οι ευαίσθητοι άνθρωποι έχουν μια διαισθητική πλευρά στη φύση τους που πολλές φορές βλέπει κάποια πράγματα. Με αυτό το τραγούδι σκέφτηκα “σταμάτα να γράφεις, μη γράφεις”. Δύο μήνες μετά άρχισε να ξεδιπλώνεται αυτή η νέα ζωή που βιώνουμε όλοι. Βέβαια αν φτάσουμε στο τέλος του τραγουδιού, έχουμε ελπίδα. Ο στίχος με τη μοτοσυκλέτα προέκυψε από την ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κεκάτου “Η απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τον ουρανό” που βραβεύτηκε με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Σε μία σκηνή όπου είναι δύο άντρες αγκαλιά σε μία μοτοσυκλέτα. Ήταν μια πολύ συγκινητική σκηνή και αποφάσισα να εντάξω κάτι αντίστοιχο στο τραγούδι με μια σκηνή Bonnie & Clyde, με έναν άντρα και μία γυναίκα να φεύγουν.
Κάποια παιδάκια
Το έγραψα εμπνευσμένος από ένα παιδικό πάρτυ. Είμαι αναγκασμένος να πηγαίνω σε πολλά τέτοια πια και σε ένα από αυτά που είχα βρεθεί με την κόρη μου, παρακολουθούσα τα παιδάκια, τα οποία έβλεπα σαν ενήλικες που ο καθένας είχε μια διαφορετική ψυχαναλυτική πάθηση. Το απόγευμα γυρίσαμε και διάβαζα την κόρη μου και όπως πάρα πολλά από τα σημερινά παιδάκια, δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Η κόρη μου από την αρχή που κατάλαβε την πραγματικότητα που υπάρχει γύρω της, με τις οθόνες που υπάρχουν παντού, πήγαινε στην τηλεόραση και προσπαθούσε με το χέρι της να κάνει swipe για να αλλάξει εικόνα. Εκείνες τις μέρες συναντήθηκα και με μία από τις πρώτες μου σχέσεις που μου είπε ότι η δική της κόρη έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και κάπως έτσι προέκυψε αυτό το τραγούδι. Ο Βασίλης, επειδή του άρεσε όπως το παίζω με την κιθάρα, επέμενε να το βασίσουμε εκεί. Το τραγούδησα λοιπόν πρίμα βίστα και εκείνος το πήρε και το μεταμόρφωσε. Έφερε τον φίλο του τον Δημήτρη Κούρτη που έπαιξε ακορντεόν και μπαγλαμαδάκι, ήρθε και η Νεφέλη και έβαλε τα φωνητικά και το αποτέλεσμα θυμίζει κάτι από παλιά ιταλική ταινία.
Ο Λωτοφάγος
Φτιάχτηκε εξ’ ολοκλήρου στο στούντιο του Βασίλη. Είναι το τελευταίο που έγραψα λίγο πριν παραδώσουμε τη δουλειά για mastering. Του το έπαιξα πυρετωδώς με πάρα πολλή χαρά και είναι ένα τραγούδι για τον άντρα που αλλάζει. Που επιτέλους ξεχνάει τα διάφορα βαρίδια του. Υπάρχουν τρία τραγούδια για αυτό που ονομάζουμε πατριαρχία μέσα στον δίσκο και αυτό είναι το πρώτο. Είναι ένα πολύ ρυθμικό τραγούδι. Μάλιστα όταν το άκουσε ο Βασίλης μού είπε να βάλουμε “αυτά τα τύμπανα” που είχαν οι Zombies στο “Time of the Season” και μου άρεσε πολύ η ιδέα. Θυμάμαι που είχα μια διένεξη με τον Χατζιδάκι όταν ήμουν μικρός. Εκείνος μου έλεγε “μη γράφεις για πράγματα του παρόντος, να γράφεις για πράγματα που υπάρχουν στους αιώνες. Εμείς με τον Γκάτσο γράφουμε για το φεγγάρι, τα πουλιά, τα παιδιά, για πράγματα που δεν άλλαξαν ποτέ μέσα στον ρου της ανθρωπότητας” κι εγώ ήθελα να του αποδείξω ότι αν βάλεις στους στίχους το όνομα μιας εταιρείας ή τη λέξη mp3 ή πράγματα που υπάρχουν τώρα μέσα στη ζωή μας, η ποιητική ματιά είναι αυτή που το κάνει να ακούγεται αιώνια και όχι το αντίστροφο. Οπότε το τραγούδι ξεκινά με αναφορά στο Spotify για να συνεχίσω αυτή μου την παράδοση και για να εκβιάσω και το Spotify λίγο (γέλια).
Ένα Σάββατο που μοιάζει Κυριακή
Αρκετά κομμάτια από τον δίσκο είναι βασισμένα στην κιθάρα. Εκτός από μένα έχουν παίξει και ο Βασίλης και ο Δημήτρης Σιάμπος διάφορες κλασικές και ακουστικές κιθάρες. Το τραγούδι αυτό το έγραψα όταν είχαμε πάει να παίξουμε στον Μύλο στη Θεσσαλονίκη με τα παιδιά και είχα φτάσει νωρίτερα εγώ, έτσι πέρασα πολλές ώρες κάνοντας βόλτες. Θυμήθηκα όσα είχα ζήσει στη Θεσσαλονίκη, διάφορες ιστορίες ωραίες. Έκανα τη βόλτα στην περιοχή που έχει πολλές εκκλησίες και παρατηρούσα την πόλη καταρημαγμένη από την οικονομική κρίση, χωρίς να έχει ξεσπάσει ακόμα η πανδημία και ένιωθα ότι μεγαλώνω και ότι η Θεσσαλονίκη που έχω αγαπήσει αλλάζει μαζί με μένα. Αυτή λοιπόν είναι μία βόλτα ένα Σάββατο, που στα μάτια μου έμοιαζε με Κυριακή, στη Θεσσαλονίκη του σήμερα.
Άγρια Ορχιδέα
Άκουγα συνέχεια Sex Pistols εκείνη τη μέρα και χάζευα στα σόσιαλ μίντια. Έβλεπα λοιπόν διάφορα σάπια πράγματα, τα περισσότερα από αυτά με μια κεκαλυμμένη χυδαιότητα αντρίλας από διάφορους που τα έγραφαν ή τα αναπαρήγαγαν και όπως πήρα την κιθάρα κάπως μου βγήκε η αίσθηση των Sex Pistols. Είχα δει και ένα όνειρο, πώς είναι οι πίνακες του Νταλί με τα λιωμένα ρολόγια; Εγώ έβλεπα δύο όρχεις με φτερά να πετούν πάνω από την πόλη. Κάπως απελπισμένοι. Ολόκληρη η μπάντα έχει κάνει καταπληκτική δουλειά εδώ όπως και ο Σιώτας που παίζει βιολιά με παραμορφώσεις και λούπες και φυσικά η τελική δουλειά του Βασίλη.
Αταίριαστο
Λέγεται “Αταίριαστο” και είναι τρυφερά αταίριαστο με το προηγούμενο τραγούδι. Ένα κομμάτι πολύ προσωπικό μιας και από μικρός αισθανόμουν αταίριαστος με όλα. Πάντα κάπως η φύση μου με έκανε να αισθάνομαι άβολα απέναντι σε όποια δεδομένη συνθήκη και προσπάθησα χιουμοριστικά να το κάνω τραγουδάκι αυτό. Ακολουθεί την παράδοση τραγουδοποιών όπως ο Βασίλης Νικολαΐδης ή ο Georges Brassens και το έπαιξα κιθάρα-φωνή κατευθείαν. Έβαλε ο Κωστής Χριστοδούλου ένα φανταστικό πληκτράκι και μετά το πήρε ο Βασίλης και το έκανε καταπληκτικό με διάφορα samples, ακόμα και από ορχήστρες που κουρδίζουν.
Ο ποιητής και το ποίημα
Μιλάει για όλη αυτή την οργή που αισθανόμαστε όταν είναι ένα γράψουμε ένα τραγούδι ή ένα ποίημα ή κάτι άλλο και όλο δεν τελειώνει, κάτι δεν ταιριάζει, μας βγάζει την πίστη. Μιλάει για τη διαρκή πάλη μας με την έμπνευση, με τη μούσα μας. Η παραγωγή με ενθουσιάζει. Ο Κωστής Χριστοδούλου το πήγε προς Λος Άντζελες μεριά, ο Σιώτας έβαλε κάτι απίστευτα βιολιά και ο Σταρίδας έπαιξε ένα τρομπόνι επίσης απίστευτο. Μου αρέσει πολύ ο ήχος του και μου θυμίζει πολύ την ταινία “Collateral” που είναι ο Tom Cruise και ο Jamie Foxx σε ένα ταξί στο νυχτερινό Λος Άντζελες.
Ελένη Τοπαλούδη
Με είχε συγκλονίσει η ιστορία αυτή. Πριν τη δίκη ακόμα, διάβαζα τις μαρτυρίες και τις καταθέσεις και είχα μείνει έκθαμβος με τα φρικτά πράγματα που έγραφαν για την Τοπαλούδη διάφοροι σχολιαστές στο YouTube, διάφορες εφημερίδες κίτρινες κτλ. Κάτι το οποίο πλέον το βλέπουμε σαν καθημερινότητα. Μια κοινωνία όπου το θύμα δέχεται επίθεση από πάρα πολλούς ανθρώπους. Αυτό είναι κάτι που με συγκλονίζει. Θέλησα λοιπόν να γράψω ένα τραγούδι γι’ αυτό έτσι έγραψα όλους τους στίχους κατά τη διάρκεια μιας πτήσης από Αθήνα για Κύπρο που πηγαίναμε για συναυλία. Καθώς το φανταζόμουν μουσικά, σκέφτηκα κάποια τραγούδια του Fabrizio de Andrè, όπως το “Canzone di Marinella” που μιλάει για μια κοπέλα που πνίγηκε και άρχισα να το μελοποιώ κατά αυτόν τον τρόπο. Έχει και λίγο Σμυρνέικη ρίζα η μελωδία. Την προβάραμε μια ολόκληρη μέρα με τη Νεφέλη και κάπου στη μέση έχει μια ανατολίτικη αναφορά στο “Because” των Beatles. Ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσω τις ισορροπίες στο τραγούδι αυτό. Ήθελα να αναφέρω το όνομα της Ελένης γιατί πιστεύω ότι πρέπει να μιλάμε δυνατά για τα θύματα. Μπορεί η δίκη να έφερε το αποτέλεσμα το επιθυμητό (αν και βλέπω ότι προσπαθούν να το ανατρέψουν), όμως πιστεύω ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι κάτι που θα δικάζεται για πάντα σε μια δομή σαν τη δική μας και πιστεύω ακόμα ότι τέτοια τραγούδια που λένε τα πράγματα με το όνομά τους, καμιά φορά μπορεί να είναι και πιο ισχυρά.
Μπαλάντα
Τέλειος τίτλος για αναζήτηση στο Google, δεν θα βγάλει κανένα άλλο τραγούδι με αυτόν (γέλια). Μιλάει για τους τροβαδούρους που εδώ και αιώνες περιπλανώνται με μια κιθάρα και μιλούν για κάποιο πρόσωπο που αγαπούν πάρα πολύ. Οι τροβαδούροι ως κίνημα βγήκαν λίγο πριν τον Μεσαίωνα. Ονομάζονταν το Τάγμα των Καθαρών, ένα τάγμα θρησκευτικό, κάτι σαν αίρεση. Στις περιπλανήσεις τους τραγουδούσαν για την Παναγία “Ω αμάραντο ρόδο, ω Δέσποινα” κτλ. Αυτοί λοιπόν εξελίχθηκαν στους τροβαδούρους που με ένα λαούτο ή μια κιθάρα περιπλανιόντουσαν και πλέον τραγουδούσαν για μια γυναίκα που ποτέ δεν είχαν δει, μια αρχόντισσα, μια λαίδη, με σκοπό της ζωής τους να φτάσουν στο παλάτι της και να την αντικρίσουν. Από αυτούς τους ανθρώπους βγήκε αυτό το είδος τραγουδιού που αγαπάμε πολύ και αναστήθηκε, ας το πω έτσι, στη Γαλλία τη δεκαετία του ‘50 με τον Brassens, τον Brel και άλλους και αργότερα με τον Bob Dylan στην Αμερική, τον Leonard Cohen στον Καναδά, τον Fabrizio de Andrè, τον Lucio Dalla και τον Lucio Battisti στην Ιταλία και εδώ με τον Σαββόπουλο και που παιδιά και εγγόνια αυτού του είδους είμαστε κι εμείς. Αυτό το τραγούδι λοιπόν μιλά για όλους αυτούς τους ανθρώπους ή ακόμα και για μένα. Όταν ακούσαμε το τελευταίο ορχηστρικό του τραγουδιού που είναι ουσιαστικά η έξοδος από τον δίσκο, ο Κωστής είπε ότι του θύμισε κλείσιμο ταινίας γιαπωνέζικου Anime, που τελειώνει συνήθως πολύ ρομαντικά με βιολιά. Μου άρεσε πολύ λοιπόν η λέξη αυτή για τίτλος του άλμπουμ. Είναι ένας δίσκος που ακούει ψυχές, που αφουγκράζεται τον εσωτερικό κόσμο γύρω από όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν και φανερά και από κάτω. Είτε μιλάμε για ένα έγκλημα που διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα, είτε για μια πατριαρχία που σαπίζει ή για την καθημερινή ζωή μας, τις σχέσεις μας, τα ψέματα που λέμε μεταξύ μας και όλα αυτά. Οι γιαπωνέζοι λένε anime το κινούμενο σχέδιο γιατί εμψυχώνει το σκίτσο, αποκτά ψυχή και αρχίζει και κινείται. Παίρνουν τη λατινική λέξη anima που σημαίνει ψυχή και βγαίνει από τον άνεμο, την πνοή, την ανάσα.
Info: Ο δίσκος ΑΝΙΜΕ θα κυκλοφορήσει στις 6 Μαΐου από την Inner Ear, σε ψηφιακές πλατφόρμες, CD και χρωματιστό βινύλιο. Το artwork ανήκει στον Γιώργο Παπαδάκη.