Γιάννης Αντιόχου: Η αρπαγή της Ευρώπης
«Προσδοκώ πως το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, θα δώσει αβέβαια τοπία, τα οποία θα ιχνηλατήσουμε, είτε για να θυμηθούμε αυτά που έχουν κατατεθεί ως λήθη, είτε για να γνωρίσουμε σαν λαός τα απομεινάρια μας. Φυσικά και πιστεύω πως θα επικρατήσει χάος, πιστεύω στη θεωρία του χάους αλλά πιστεύω και στην ύπαρξη του ελκυστή, και ίσως και κάπου στο βάθος να τον διακρίνω.»
Πάντα πίστευα, σα να επρόκειτο για ιδιαιτερότητα, πως ξεκινώντας από το οικογενειακό μου περιβάλλον και προεκτείνοντας τον εαυτό μου -όποιον τέλος πάντων εαυτό έχει κάποιος ως αυτεπίγνωση- και στη συνέχεια στο κοινωνικό μου περιβάλλον (φιλικό, επαγγελματικό, συντεχνιακό) πως δεν είχα σημαντικούς δεσμούς με τους άλλους. Γενικά θα μπορούσα να θεωρηθώ ως αντικοινωνικός ή ως εστέτ, αφού ως σημεία εγγύτητας για μένα αποτελούσαν κύρια τα αισθητικά κριτήρια που έχω θέσει και ίσως διαμορφώθηκαν από πολλές πολλές νόρμες ή ας τις πούμε ψυχικές φυλακές, που έθεσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου, ορμώμενοι αμφότεροι εκ Κωνσταντινούπολης και Σμύρνης.
Γεννήθηκα όπως χιλιάδες άλλοι Μικρασιάτες στον Πειραιά, μεγάλωσα στον Πειραιά και όταν θέλησα να αντιταχτώ στην χθαμαλή προσφυγική μου οικία, άρχισα να ψάχνω με τον τρόπο που είχα πιο πρόσφορο εκείνη την εποχή, τις περιοχές της Αθήνας, που τα βιβλία ήταν μεταχειρισμένα, οι δίσκοι βινυλίου φθηνοί και σχεδόν κατεστραμμένοι και οι άνθρωποι ακκίζονταν σαν τις τσακμακόπετρες στο Μοναστηράκι, στου Ψυρρή, στην Κωνσταντινουπόλεως ή ακόμα και στη Σόλωνος.
Αποστράφηκα το σπιτικό μου διαλέγοντας να διασχίζω καθημερινά με τον ηλεκτρικό όλο το λεκανοπέδιο, το ανεπτυγμένο λεκανοπέδιο, ξεκινώντας από τις έξι και μισή από τον Πειραιά για να καταλήξω στο Μαρούσι και να ανηφορίσω στη σχολή Αναβρύτων. Καθημερινή περιπλάνηση για μια Ιθάκη της γνώσης που μάλλον εγώ ευτύχησα να βρω.
Κι όπως τα χρόνια περνούσαν και αναλάμβανα την παρουσία του πρώτου γιου στο μικροαστικό μου σπίτι, αισθανόμουν σημαντικός την ώρα που θα ενθουσίαζα την μητριαρχική μας οικογένεια με μουσική από τα αγορασμένα μου βινύλια. Συνεπλήρωνε βέβαια και ο πατέρας, που είχε συλλέξει τα έργα του Θεοδωράκη, όπως άρμοζε άλλωστε μέχρι το 1980 αλλά και του Μάνου Χατζιδάκι, όπως δεν άρμοζε για την μικροαστική μας καταγωγή. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν βλέπετε κάπως εστέτ και επειδή δεν ακούγαμε τότε τα έργα του συνθέτη όπως σήμερα, αυτός ο στέρεος Γκάτσος, με τους υπερρεαλιστικούς του στίχους, ταλάνιζε το μικρόκοσμο μου, αδέλφια, ξαδέλφια, θείους και θείες. Αυτό το πάει έφυγε το τραίνο/ έφυγες και συ/ σε γαλανό νησί/ με κατέταξε σε ένα είδος απροσάρμοστων, που έβγαζαν νόημα. Πόσο ντρεπόμουν που δεν μπορούσα να δικαιολογήσω εκείνη την εποχή τις περίεργες μου έξεις μου.
Κι έτσι έμαθα να κρατιέμαι λίγο πίσω και να είμαι και συνεσταλμένος και ντροπαλός γεμίζοντας πιθανώς αυτή τη σκιά που μας φοβίζει στο σκοτάδι με περιεχόμενα. Καλά, κακά δεν με ενδιαφέρει και πολύ πια να βγάλω συμπέρασμα. Και φθάνοντας σε αυτήν την κρίσιμη ηλικία των δεκαπέντε, τότε που κάτι συμβαίνει στα αγοράκια και συγκρίνουν τον εαυτό τους με τη ρώμη του πατέρα τους, αποφάσισα να γίνω λίγο πιο απτός, κάνοντας βόλτες ατέλειωτες στην Κηφισιά, καπνίζοντας μέσα στην υγρασία του χειμώνα, από το Άλσος ως το κτήμα Συγγρού, τσιγάρα Camelκαι ξερνώντας κάπου στις 8:40 για δυο τρεις μήνες συνεχόμενα, στα πόδια του αγάλματος του Ανδρέα Συγγρού, ακριβώς έξω από το κτίριο του Κλασικού, τον Πύργο όπως λέγαμε τότε.
Και τότε ο Σκιαδάς, φιλόλογος ήτανε, μας έδωσε την Οκτάνα, διάβασα για να μη μακρηγορώ, το Πολλές Φορές Την Νύκτα, το έχω πει κι άλλοτε αυτό, κι όταν έφθασα στο σημείο: «Είναι την νύκτα ελεύθεροι οι δρόμοι. Των Αθηνών ο ουρανός, ο πάντα σχεδόν ανέφελος, ολοένα φαίνεται να μεγαλώνει, να ψηλώνει. Θαρρείς και πληθαίνουν τ’ άστρα και οι μακρινοί αστερισμοί μοιάζουν με τηλαυγή διαμάντια σε μαυροκύανο βελούδο καρφωμένα. Είναι η σιγή παράξενη – σαν μια βαθειά σκηνή, ή σαν γιγάντειονηχείον, απ’ όπου εκπορεύεται ο ήχος και όλες της νύκτας οι φωνές γίνονται πιο δυνατές, πιο καθαρές μέσα απ’ αυτό το βάθος…» κι ύστερα έκλεισα το βιβλίο, το ξανάνοιξα και είδα τον δανδή Ανδρέα Εμπειρίκο με το αναμμένο του τσιγάρο, κι είπα πως θέλω κι εγώ να αντικρίσω αυτόν τον νυχτερινό ουρανό της Αθήνας και να προσηλωθώ στο γιγάντειο ηχείο, είπα πως θέλω να γίνω ποιητής γιατί μάλλον ο ποιητής θα έχει μια αίσθηση ανώτερη για να μπορεί να υφαρπάζει το λογισμό έστω και μόνο τον δικό μου.
Έτσι κατάφερα ίσως την δυσπροσαρμοστικότητά μου να την επικαλύψω με αυτήν την αχλή της δημιουργίας και συνέχισα να ζω την οριζόντια ζωή μου με τις χαρές της νεότητας. Και δοκίμασα κάθε δυνατή ευτυχία και κάθε δυνατή δυστυχία, αντιτασσόμενος στα εξωτερικά γεγονότα της γενιάς μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Η δεκαετία του 1990, (1988) είχε ήδη χωνέψει τις αλλαγές του σοσιαλισμού, ο κομμουνισμός είχε αρχίσει να δοκιμάζεται, αφού ακόμα θυμάμαι σαν σήμερα, πόσο της μόδας ήτανε να χαρίζουμε την ογκώδη Περεστρόικα του Γκορμπατσώφ, δώρο Χριστουγέννων. Θυμάμαι πως τότε τοποθέτησα τον τόμο δίπλα στο Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, μια έκδοση από παλαιοβιβλιοπωλείο, υπερηφανευόμενος στη δωροθετούσα θεια μου, πως έπρεπε να το διαβάσει και εκείνη. Βέβαια ψευδόμουν ασύστολα, όσες φορές και αν επιχείρησα να το διαβάσω, δεν κατάφερα να περάσω τις πενήντα σελίδες, αλλά ψευδόμουν και στις φίλες μου από την ΚΝΕ, αυτές τότε με τις μακριές indieφούστες, τα χίλια πλεγμένα κορδόνια στους καρπούς, τις εσπαντρίγιες και τα ταγάρια, που καπνίζαμε κρυφά πίσω από το κτίριο του παλαιού οικοτροφείου στα Ανάβρυτα. Παρόλα αυτά κάτι τσίμπησα έστω και σαν πληροφορία, αλλά κύρια άρχισα να συνευρίσκομαι κυριολεκτικά και μεταφορικά με την αριστερή θέση και άποψη περί ζωής και τέχνης. Σήμερα μπορώ να πω και περί ψυχής.
Στα θεάματα και κύρια στα ακούσματα της εποχής ήταν, εκτός από την αναμονή για να δούμε αυτή την μισή ώρα βιντεοκλίπ σε μια εκπομπή που λεγόταν Μουσικόραμα, εξαιρετικές συνθέσεις, έντεχνες λαϊκές του ανατέλλοντα Σταμάτη Κραουνάκη και της ευφυούς και ταλαντούχου Λίνας Νικολακοπούλου. Ο δίσκος Μαμά Γερνάω και το Κυκλοφορώ και Οπλοφορώ, Τάνια Τσανακλίδου και Άλκηστις Πρωτοψάλτη αντίστοιχα, έφθειρε εκείνη την εποχή καμιά δεκαριά βελόνες πικάπ και αναπαράχθηκε σε εκατοντάδες κασέτες που συνήθιζα να δωρίζω.
Συνέβαινε βλέπετε κάτι εξαιρετικό, ήταν η εποχή που οι μεγάλες και αφηρημένες έννοιες, είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου να αποδομηθούν, για να γίνουν χειροπιαστό κτήμα των ανθρώπων της εποχής. Αν μη τι άλλο, μπήκαμε σε αυτό που λέω, εποχή του ευφυολογήματος. Κι έτσι ανέτειλε η ποίηση του ευφυολογήματος, αυτή η ατάκα που κάνει τον άνθρωπο να πιστέψει πως κατέκτησε το πανθομολογούμενον, αλλά στην πραγματικότητα, απλώς πληροφορήθηκε.
Ξέρετε δεν κατηγορώ κανέναν, απλά διατυπώνω μερικές παρατηρήσεις γιατί θέλω κάπως να προστατευθώ. Είναι κι αυτός ο Ιούνιος της εκπνοής που μας έχει τσακίσει, είναι και ο Ιούλιος που έρχεται. Πάντα θα θυμάμαι τον Ιούλιο, γιατί το 1974, την επιστράτευση, δεν θα μου την ξεκαρφώσει κανείς από το μυαλό. Πέντε ετών ήμουν και θυμάμαι σαν σήμερα να λέει η γιαγιά μου δίπλα στο επιτραπέζιο Philips ραδιόφωνο, απευθυνόμενη στην μητέρα μου: «Σοφία γιατί παίζει κλασική μουσική και δημοτικά τραγούδια όλη την μέρα;». Μετά θυμάμαι να τρέχουμε να προλάβουμε τον πατέρα μου που έφευγε για την Κύπρο από το εξοχικό μας και να υποβαστάζω την τυφλή γιαγιά μου σε έναν ατελείωτο ποδαρόδρομο.
Τώρα πια δεν έχει σημασία, η γιαγιά μου πέθανε, ο πατέρας μου πέθανε, η μητέρα μου μεγαλώνει τα δικά μου τρία παιδιά και η μικρότερη κόρη μου με σπρώχνει να πάω στην τράπεζα για να πάρουμε τα πεντακόσια ευρώ που έχουν απομείνει από την μισθοδοσία μου. Θέλει να πάμε στο AllouFunPark γιατί πιστεύει με αυτά που ακούει από τον τηλεκαραγκιόζη των έξι, πως θα κλείσει το λούνα παρκ ή πως τα όποια χρήματα κι αν υπάρχουν ή όποιο νόμισμα κι αν υιοθετηθεί, αν υιοθετηθεί άλλο νόμισμα, δεν θα έχει καμία αξία. Θέλω να γελάσω κατά βάθος, ή να της εξηγήσω πως υπήρχε πριν από το Allou το Ροντέο στην Ποσειδώνος. Η ίδια γλυκιά ανάμνηση για το παιδί που ήμουν εγώ τότε.
Όπως και να το κάνουμε, η δυσκολία όλων αυτών που συμβαίνουν από το 2009 με δυστυχεί. Κύρια όμως με δυστυχεί η ποίηση, αυτή η ποίηση της ατάκας και του ευφυολογήματος, που θα αποδειχθεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από μια δυνητική πληροφορία που εμφορείται από σημαντική θέση και ασήμαντη αντίθεση.
Δεν είμαι πνευματικός άνθρωπος για να αρθρώσω τη θέση μου ή την αντίθεσή μου και δεν θέλω να κριθώ ως τέτοιος. Είμαι ένας μεσαίος άνθρωπος με παρελθόν, παρόν και ελπίζω και μέλλον. Ναι ελπίζω στο μέλλον, που θα εμφορείται από τις ανακαλύψεις της φυσικής, της χημείας, των μαθηματικών, της βιολογίας αφού αυτή τη στιγμή μου φαντάζουν σαν οι μόνες χρήσιμες επιστήμες. Δεν γίνεται σε μια χαοτική κατάσταση να μην εμφανιστεί ο ελκυστής, δεν γίνεται κανένα σύστημα να χάσει την ομοιοστασία του, όπως επίσης δεν γίνεται, όταν εξαντλείται εντελώς ένα σύστημα, μια οργάνωση, αν αξίζει να διατηρηθεί, να μην υπάρξει αυτή η ανώτερη βούληση που θα του προσδώσει ενέργεια και πάλι. Κι αν δεν υπάρχει μια ανώτερη βούληση, σίγουρα υπάρχουν ανώτερες διάνοιες, κι εννοώ ανθρώπινες, που μπορούν να επαναμαγεύσουν και δώσουν μία σπίθα επανάστασης και να το επανασυστήσουν.
Έτσι προσδοκώ πως το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, θα δώσει αβέβαια τοπία, τα οποία θα ιχνηλατήσουμε, είτε για να θυμηθούμε αυτά που έχουν κατατεθεί ως λήθη, είτε για να γνωρίσουμε σαν λαός τα απομεινάρια μας. Φυσικά και πιστεύω πως θα επικρατήσει χάος, πιστεύω στη θεωρία του χάους αλλά πιστεύω και στην ύπαρξη του ελκυστή, και ίσως και κάπου στο βάθος να τον διακρίνω.
Πιστεύω πως στα σαράντα πέντε μου, επιτυχώς μέχρι σήμερα εργαζόμενος, χρειάζομαι να υιοθετώ ξανά το οκτάωρο για να μπορέσω να διαβάσω τους άλλους ποιητές, να δω κάποια θέατρα, να ζήσω με τα παιδιά μου, να ανοίξω ξεκούραστος το σπίτι μου, στρώνοντας αυτά τα υπέροχα τραπεζομάνδηλα στη μεγάλη τραπεζαρία του σπιτιού και να ξαναβάλω μουσικές εξαίσιες στους καλεσμένους μου.
Αισθητιστής όντας, εμπιστεύομαι το ξεκούραστο και διάφανο πρόσωπο του σημερινού πρωθυπουργού και πραγματικά νιώθω ανεπαρκής να δικαιολογήσω κάποιους φίλους, που ως σύγχρονοι είλωτες, αντιγράφουν πληρωμένα άρθρα στις περίτρανες εφημερίδες.
Δεν λέω, ίσως αυτό το σημείο παρεκτρέπει και δρα αρνητικά στο σημείωμά μου. Ξανασκέφτομαι και λέω: ο φόβος των ανθρώπων, ο φόβος για κάτι άγνωστο δεν σε έχει κάνει ποτέ εσένα να κάτσεις στα αυγά σου; Να πεις πως δεν αισθάνεσαι ασφαλής για να δοκιμάζεις αυτό το άγνωστο. ΟΧΙ όμως, δεν κακίζω κανέναν, όλοι μπορούν να έχουν τη γνώμη τους… ούτε πρόκειται να επαναστατήσω και ξέρετε γιατί; Γιατί είμαι πεπεισμένος πως σε ένα άρρωστο σύστημα όπως είναι αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση, η λύση θα έλθει εντελώς φυσικά.
Αν είμαστε μόνο εμείς το γαγγραινώδες, σηπτικό μέρος, θα μας αποκόψουν. Επειδή όμως δεν είμαστε μόνο εμείς, ίσως φέρουμε έστω μερικά αντισώματα έναντι στη φλεγμονή, αργά ή γρήγορα λοιπόν, μέσα σε μανθάνουσες οργανώσεις, θα μεταγράψουμε το παράδειγμά μας.
Με ρωτάνε μετά το ΟΧΙ τι; Και απαντώ μετά το ΟΧΙ θα αναμετρηθούμε με τα πάρα πολλά ΝΑΙ. Τα ΝΑΙ θα τα πούμε για να ζήσουμε επαρκώς συμφιλιωμένοι, αναγκαστικά συμφιλιωμένοι, αλλά ξέρετε δεν πιστεύω πως μας αξίζει η αντανάκλαση χυδαίων πολιτικών προσωπικοτήτων, οι οποίοι επιχαίρουν την κατάντια της χώρας. Δε νομίζω πως χρειάζεται να πω για ποιους μιλώ, δεν είναι και της φύσης μου να σηκώνω τον δείκτη της γλώσσας. Μόνο το ΟΧΙ το αρθρώνω λέγοντας πως δεν είναι δυνατόν να ζήσω κι άλλη εξαθλίωση. Κι αν αυτό μεταγράφεται και στα λοιπά που υπονοούν οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι, συνεχίζω να λέω ΟΧΙ στην εξαθλίωση.
Αλλά ίσως τελικά να μας αξίζει να μην έχουμε μπριοσάκια γεμιστά με ολόφρεσκα λαχανικά, να βγαίνουμε από το σπίτι μας και επειδή έχουμε μάθει να ζητιανεύουμε για προσοχή, να την πληρώνουμε από 1,20 μέχρι και 3,00 ευρώ για να την αγοράσουμε από το γειτονικό μας καφέ. Γιατί όσο κι αν αγοράζεις την προσοχή, αυτή στο τέλος θα εκλείψει.
Γιατί ίσως μας αξίζει να βάλουμε ένα τέλος στις αέναες παρουσιάσεις βιβλίων σε όλη την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, εκεί που όλοι σας έχετε βρεθεί, αλλά αγνοείται το έργο του συγγραφέα. Κι όμως άπαντες παρόντες, αναρτημένες φωτογραφίες στα social media, αλλά κανείς δεν πιάνει καν από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου το παρουσιαζόμενο έργο. Μέχρι πότε άραγε μπορεί να συμβαίνει αυτό; Και συμβαίνει δυστυχώς σε κάθε έκφανση του κοινωνικού μας βίου.
Παραδώσαμε τις ζωές μας αμαχητί, ούτε καν που καταλάβαμε τι παραδώσαμε. Κι αυτό βέβαια δεν έχει συμβεί σε μια δεκαετία, αλλά δυστυχώς για ορισμένους ίσως από εμάς τους Έλληνες, να είναι οδυνηρό. Θεωρώ αδύνατο να μην εκφράζεται η λαϊκή κυριαρχία και αν εκφράζεται, τούτο με απόλυτα δοκησίσοφο τρόπο να μεταγράφεται σε λαϊκισμό.
Οι λόγοι των περισσότερων πολιτικών μας είναι μεταγραφή του Λυσία, του Πρωταγόρα, των σοφιστών γενικά, χωρίς να περιέχουν ούτε μια σπίθα πνεύματος, παρά μια γλώσσα απισχνασμένη από τις υπερωρίες του γλυψίματός τους. Χρειάζεται μια έμπνευση, ένα ενεργειακό απόθεμα για να μπορέσει ο ηγέτης να ενδυναμώσει τον λαό.
Ξέρετε, δε νομίζω πως έχουμε δει ακόμα πολλά, αλλά διαισθητικά το λέω, πως μάλλον μπορούμε να ζήσουμε για όποιο καιρό με τα λίγα ή και με τα ελάχιστα, γιατί μάλλον είναι κρίμα να σκλαβώσουμε τα παιδιά μας σε μια ανέχεια διαρκείας, εκτός κι αν θέλουμε όλοι εμείς, που κάναμε λάθος, που δεν αντιδράσαμε, που βολευτήκαμε, που ζήσαμε τον μύθο μιας καλύτερης κοινωνίας, να θεωρηθούμε η μαύρη σελίδα, ενός αιώνα που μπήκε με τις καλύτερες προοπτικές, αλλά τελικά απέτυχε γιατί είχε ξύλινα και ευτυχώς κοντά ποδάρια.
Οργίζομαι που η κόρη μου ανησυχεί αν θα την σφάξουν οι τζιχαντιστές, οργίζομαι που δεν έχω την επάρκεια και τον χρόνο να ελέγξω όσο μπορώ τουλάχιστον την πληροφορία που λαμβάνει καθημερινά. Είμαστε όλοι μας τόσο υποκριτές, τόσο ψεύτες, που μας αρέσει κιόλας η αντίδραση του εκάστοτε δημοσιογράφου που εκποιεί τα βασανιστήρια των ανθρώπων στην γιγαντοοθόνη της ανθρωπότητας, την ώρα που συνεσταλμένα λέει «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά». Κι όμως, όχι είναι δυνατόν, αλλά πλέον θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό και οικείο για όλους μας.
Οργίζομαι να ξέρω πως έχω τη δυνατότητα με την διευθυντική θέση που έχω να προσλάβω το γιο μου, αλλά να πληρώνεται με 500 ευρώ, γιατί το έχω συνομολογήσει ως διοίκηση, το επιβάλλω για να κρατήσω τη θέση μου και να μπορώ να ταΐσω την οικογένεια μου.
Οργίζομαι που κάποιοι που ήρθαν να μου ζητήσουν δουλειά, απαίτησαν δουλειά χωρίς υποχρεώσεις, γιατί ήταν γνωστοί μου. Σαφώς και τους απομάκρυνα από το περιβάλλον μου.
Οργίζομαι πραγματικά που βλέπω αριστερούς ή δεξιούς με ευκολία στο πενάκι, να αγωνίζονται να πάρουν θέση υπερ ή κατά, αλλά στις ζωές τους είναι πολύ δυστυχισμένοι, αφού αγοράζουν προσοχή όπως ο καθένας μπορεί. Αγοράζουν ενδιαφέρον, αγοράζουν κι αγάπη.
Οργίζομαι που έχει καταλυθεί το κράτος πρόνοιας και οι δομές του, αυτές που η Ευρώπη προσπορίζεται, εξαιτίας της ηλιθιότητας κάποιων που δεν βρέθηκαν ή δεν θα βρεθούν ποτέ σε θέση αδυναμίας, αφού μπορούν να αγοράσουν φροντίδα, υγεία και πρόνοια με τα χρήματά μας.
Οργίζομαι που για πολλούς η φουστανέλα στέκεται εμπόδιο να εισέλθουν στα σαλόνια με τα κοστούμια από κασμίρι, γιατί πιστεύω ακράδαντα το ίδιο με τον Μάνο Χατζιδάκι: «Εγώ πιστεύω σ’ εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει διαφορές».
Δεν κατανοώ διόλου τους φόβους πολλών, πως δεν πρέπει να αποκοπούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να αποκοπούμε. Θα μου αντιτάξετε το νόμισμα. Δηλαδή το νόμισμα μάς κάνει Ευρωπαίους; Ή τα ταξίδια ή το γελοίο Erasmus που πλανιέται στα τηλεπαράθυρα, ακόμα και στη βουλή κι αυτός που το εκστόμισε χρησιμοποιεί άρθρο σε αιτιατική και το ουσιαστικό σε ονομαστική. Μα δεν βλέπετε την κατάντια μας, είναι δυνατόν να αρθρώνει ο θιασώτης του Erasmusτο σύμφυρμα «τον χωροφύλαξ και τον αστυφύλαξ»;
Δεν ξέρω αλλά νομίζω πως αν δεν τελειώσει αυτή η εφτάψυχη ή χιλιόψυχη Ελλάδα, δεν θα καταφέρουμε να απαλλαγούμε από την μετριότητα. Γιατί το αρχαιοελληνικό «μέτρον άριστον» έγινε μια μετριότητα στα πάντα. Κύρια στις ματιές και στα αγγίγματα των ανθρώπων, στις αγκαλιές και στα κλάματα, και σίγουρα στις οριζόντιες ζωές μας.
Ίσως τελικά να είμαι απελπισμένος, αν και δεν είμαι. Το ξέρετε πολλοί από εσάς που διαβάζετε την ποίησή μου, πως όταν δεν έχω να μιλήσω σωπαίνω. Κάθομαι τότε παράμερα και παρατηρώ. Δεν μιλώ, ούτε καν συνομιλώ. Παρατηρώ και όταν φθάσει αυτή η φάση της κύησης αρχίζω να γεννώ τα ποιήματά μου.
Περισσότερο πρέπει να ομολογήσω, πως είμαι πεπεισμένος ότι πολύ κάθισα μέχρι τώρα, πέρασα το μισό της ζωής μου κι είναι η ώρα να σας παρακινήσω, αφού έχω πολλές τύψεις, γιατί δεν αντέδρασα όπως έπρεπε μέχρι σήμερα. Όσοι αισθάνεστε το ίδιο, δεν χρειάζεται άλλο να σταθμίζετε αναβολές και αρνήσεις. Κι αυτό νομίζω πως είναι η ποίηση για όλους μας. Μια συλλογική ενσυναίσθηση και όχι μια ακόμα ατάκα, ένα ακόμη ευφυολόγημα, που ξέρετε, δεν είναι γνώση, αλλά πληροφορία και η πληροφορία, δυστυχώς έχει αποδομήσει τη γνώση μας.
Κι αν ακόμα είναι σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, να ξέρετε πως πάντα η Ευρώπη θα γοητεύεται από την κορμοστασιά και την μυϊκή δύναμη του Έλληνα Δία, πάντα εκείνη θα ιππεύει τον Ταύρο και μέχρι το τέλος των αιώνων, αυτός θα την αρπάζει τρέχοντας αστραπιαία. Ας προσέξουμε, αν και απεύχομαι αυτή την δυστοπία του μύθου, σε λίγο μην ακούσουμε τα κλάματα της Ευρώπης.
Ο Γιάννης Αντιόχου είναι ποιητής, μεταφραστής. Είναι κάτοχος MBA και ΜSc της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Το τελευταίο του βιβλίο Εκπνοές κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Γιάννης Αντιόχου / Χρήστος Αστερίου / Σοφία Νικολαΐδου / Χρίστος Κυθρεώτης / Μάρτυ Λάμπρου / Νικόλας Περδικάρης / Κωνσταντίνος Πουλής / Βαγγέλης Ραπτόπουλος / Βασίλης Ρούβαλης / Νίκος Σαββάκης / Νικόλας Σεβαστάκης / Ελεωνόρα Σταθοπούλου /Δημήτρης Στεφανάκης / Άρης Σφακιανάκης / Δημήτρης Σωτάκης / Θωμάς Τσαλαπάτης / Γιάννης Υφαντής / Κώστας Χατζηαντωνίου