Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη, αλλά δεν είμαστε σίγουροι πότε. Κάθε βιογραφία του ξεκινάει με τη μόνη αξιόπιστη πηγή: Τα ληξιαρχικά αρχεία που αναγράφουν την ημερομηνία 17 Δεκέμβρη 1770 ως ημέρα της βάπτισής του, η οποία τότε συνήθως γινόταν μια ημέρα μετά τη γέννηση. Η μουσική έρεε στις φλέβες της οικογένειάς του, με τον πατέρα και τον παππού του να ασχολούνται με τη μουσική, αλλά κανένας να μην έχει διακριθεί στη σύνθεση.
Ωστόσο, ο πατέρας του Γιόχαν, αντιλήφθηκε το μεγάλο μουσικό ταλέντο του γιου του και πίστεψε ότι θα μπορούσε να γίνει κι αυτός ένα παιδί-θαύμα, όπως στην περίπτωση του Μότσαρτ. Έτσι, η μουσική εξάσκηση για το μικρό Λούντβιχ ήταν μέσα στην ημερησία διάταξη και στις 26 Μαρτίου 1778, ο επτά ετών Μπετόβεν έδωσε το πρώτο του δημόσιο κονσέρτο. Ο πατέρας του μάλιστα, είχε δηλώσει πως το παιδί ήταν έξι ετών και, ως εκ τούτου, ο Μπετόβεν σε όλη του τη ζωή θεωρούνταν νεώτερος απ’ότι πραγματικά ήταν. Η πρώτη του σύνθεση κυκλοφόρησε στην ηλικία των 12, με τίτλο “9 παραλλαγές σε Ντο ύφεση για πιάνο”, ενώ είχε ήδη αρχίσει να συναναστρέφεται και με άλλους μουσικούς πέραν του πατέρα του. Ένας από αυτούς, ο Γκότλομπ Νίφε, είχε αναγνωρίσει το σπάνιο μουσικό ταλέντο και τόνισε πώς ο Μπετόβεν είχε όλα τα φόντα για να γίνει ο νέος Μότσαρτ.
Σταδιακά, ο Μπετόβεν άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από την επίδραση του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε χρόνιο πρόβλημα με το αλκοόλ και παραμελούσε τις υποχρεώσεις του προς τα τρία παιδιά του. Ο Λούντβιχ όμως, εκτός από ικανότερος συνθέτης, γινόταν πολύ πιο υπεύθυνος άνθρωπος, αναλαμβάνοντας ουκ ολίγες φορές τη φροντίδα των άλλων δυο μικρότερων αδερφών του. Το 1787, ο Πρίγκηπας Μαξιμιλιανός Φράντζ έστειλε τον Μπετόβεν στην κοιτίδα του πολιτισμού και της μουσικής, τη Βιέννη, όπου δέσποζε η μορφή του Μότσαρτ. Η γνωριμία μεταξύ των δυο ανδρών έγινε, αλλά είναι άγνωστο τι ακριβώς ειπώθηκε μεταξύ τους. Ο μύθος λέει πάντως, ότι ο Μότσαρτ έλεγε στους συνομιλητές του,να μην ξεχάσουν το όνομα του Μπετόβεν γιατί θα το ακούνε συχνά στο μέλλον. Τα κείμενα είναι αμφιβόλου αυθεντικότητας, πάντως ο Μπετόβεν πράγματι επισκέφθηκε τη Βιέννη για να διδαχθεί από τον Μότσαρτ, ωστόσο την ίδια χρονιά, το αγαπημένο του ίσως πρόσωπο, η μητέρα του αρρώστησε πολύ σοβαρά και πέθανε στις 17 Ιουλίου 1787. Την ευκαιρία για μουσικές σπουδές άρπαξε πέντε χρόνια αργότερα, όταν ξαναπήγε στη Βιέννη και έμαθε δίπλα στον Χάυδν, το Σαλιέρι και τον Άλμπρεχτσμπέργκερ. Το ταλέντο του και η επιδεξιότητά του, εντυπωσίασε και κέρδισε την προσοχή ολόκληρης της πόλης. Κατάφερε να γεφυρώσει με το ύφος του το κλασικό και το ρομαντικό, ιδιαίτερα στην περίοδο της Βιέννης, δημιουργώντας μελωδίες που κατάφεραν να δαμάσουν το “θηρίο” της μουσικής και να οδηγήσουν την τέχνη της στο υψηλότερο επίπεδο.
Ωστόσο, το χειρότερο για τον ίδιο ήταν προ των πυλών. Γύρω στο 1796, σε ηλικία μόλις 26 ετών, ξεκίνησε το μόνιμο πρόβλημα με την απώλεια ακοής και τις εμβοές που τον ταλαιπωρούσαν. Λέγεται μάλιστα ότι μέχρι το 1814 είχε χάσει τελείως την ακοή του, χωρίς ωστόσο να σταματήσει ποτέ να γράφει μουσική, αν και έφτασε αρκετές φορές κοντά στην αυτοκτονία μην αντέχοντας την αδυναμία ακρόασης της μουσικής. Σημειολογικά, το γεγονός της κώφωσης του Μπετόβεν, αποτελεί τρόπον τινά ειρωνεία. Και πώς δε θα μπορούσε άλλωστε, όταν ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς έφτασε να χάσει την ακοή του, μπορώντας μεν να παράγει, αλλά όχι να απολαμβάνει τη δύναμη της μουσικής. Γενικότερα όμως, έπασχε από προβλήματα υγείας σε όλη του τη ζωή και αυτό ήταν ένα που θα του στοίχιζε τη ζωή στις 26 Μαρτίου 1826. “Έφυγε” αφήνοντας μέσα σε μόλις 20 χρόνια (1800-1824) τις 9 Συμφωνίες του -μεταξύ άλλων-που τον κατέταξαν όχι μόνο στο πάνθεον της κλασικής μουσικής, αλλά και σε εξέχουσα θέση μέσα σε αυτό, όντας για πολλούς ο κορυφαίος συνθέτης στα χρονικά.