«To πρωτοδιάβασα στο κολλέγιο. Με το περιεχόμενό του, την αίσθηση του χιούμορ και την αντιπαράθεση των εικόνων, ο Μπάροουζ άνοιξε μια τεράστια πόρτα στα αμερικανικά Γράμματα. Ήταν μια επίθεση στη Δεξιά, συντηρητική, μέση Αμερική. Δε νομίζω πως μπορούσες να συνεχίσεις να την παίρνεις στα σοβαρά, αν το διάβαζες.
Δεν είναι για κανονικούς ανθρώπους. Πηγαίνει απ’ τον ένα πλανήτη στον άλλον χωρίς να στο πει. Είναι ένας ονειρικός κόσμος. «Δεν υπάρχουν κανόνες εδώ» – αυτός είναι ο κανόνας του. Έχει αηδιάσει με ένα συγκεκριμένο είδος γραφής και αυτή είναι η απάντησή του. Καταπιάνεται με επικίνδυνα πράγματα και δεν χαζολογάει. Ή μάλλον χαζολογάει – κι αυτό το κάνει χειρότερο. Να η κακή επιρροή: Έχω γνωρίσει ανθρώπους που μιμούνται αυτά που ο Μπάροουζ έκανε στην πραγματική του ζωή και λένε «ξέρεις τώρα, Μπάροουζ». Η ανάγνωση του «Γυμνού δείπνου» μπορεί να κάνει τους ανθρώπους πιο δυνατούς, πιο έξυπνους, πιο ανεκτικούς, πιο αστείους. Μπορεί επίσης να τους κάνει πιο άγριους και πιο φανατικούς. Δεν μπορώ να φανταστώ πως γίνεται να μην επηρεαστεί από αυτό ένας άνθρωπος που γράφει. Την ίδια στιγμή, κανείς δεν μπορεί να το πλησιάσει. Αν σου αρέσει, δεν έχεις να πας πουθενά αλλού παρά στον Μπάροουζ για να βρεις λίγο ακόμα.
Σφετερίστηκα σίγουρα κάποιες ιδέες του, όπως τα “cut-ups”. Kαι φυσικά το περιεχόμενο. Έτσι, μου ήταν εύκολο να γράψω το “Walk on the wild side” και το “Heroin”. Μπορούσε να γράψει για τα πάντα και με έναν τρόπο ο σουρεαλιστικός κόσμος του ήταν πολύ πιο ρεαλιστικός από τον κόσμο των άλλων, κάτι που εκτίμησαν οι πανκ της Νέας Υόρκης, μαζί με τα ρίσκα που πήρε για να το κάνει. Θέλω να πω, πώς ο τύπος αυτός μεταμορφώθηκε από αυτό που ήταν σε El Hombre; Πώς διάολο πηγαίνει από το Σημείο Α στο Σημείο Χ; Πρέπει να του κάνουν άγαλμα».