Κωνσταντίνος Μίχος, χορογράφος
Τι ωραία θα ήταν αν μέσα στο ρήγμα που δημιουργήθηκε με τον Φάμπρ και τον τρόμο των καλλιτεχνών για την περικοπή του καλοκαιρινού κεφαλικού δώρου, κυριαρχούσε η ανεξέλεγκτη λιβιδική έκρηξη του εμφυλίου που πήγε να ξεπεταχτεί στην Σφενδόνη… Aλλά αμέσως πλάκωσαν οι κοτζαμπάσηδες του πολιτισμού….
Πώς να μιλήσω για το φεστιβάλ; Δεν πηγαίνω πια συχνά, καμιά παράσταση του δεν επεδίωξε ούτε κατάφερε να με συνοδέψει στα χρόνια της κρίσης.Τι να προτείνω; Είδαμε «μεγάλους» καλλιτέχνες (“εισαγωγές-μεταποιήσεις”;), ανοίγματα στην κοινωνία με ανάπηρους (για να δικαιολογηθεί η πολυτελής μανιέρα των υπολοίπων παραστάσεων), προβληματισμό για τον δημόσιο χώρο (για να έχουμε Λόγο όταν τον ξεπουλήσουμε), εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά (και σκυλιά)…Γεμίσαμε πτυχιούχους πολιτιστικών σπουδών διορισμένους διαχειριστές Νομικών Προσώπων, που καταλογογραφούν και τροχίζουν όσα εφηύραμε ονειρευόμενοι, προκειμένου, ερήμην μας, να εξυπηρετήσουν έναν μηχανισμό συναίνεσης μέσω της κατανάλωσης τέχνης. Το να πηγαίνω στο Φεστιβάλ είναι σαν να πηγαίνω σε συνάντηση των Μένουμε Ευρώπη. Πήγα εχτές στην συζήτηση για το μέλλον του Φεστιβάλ (μαζεύω παντού υλικό, για το τελευταίο έργο μου πήγαινα σε συναντήσεις εταιρειών για τα ΕΣΠΑ) κι έκατσα πίσω, ντρεπόμουν μην με δουν. Το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ένα έθιμο ετεροπροσδιορισμένης αισιοδοξίας 10.000 (;) θεατών: έχουμε πλούσιο Ευρωπαϊκό φεστιβάλ άρα είμαστε καλά.Όμως σταμάτησα να πηγαίνω όταν ο μελιστάλαχτος Γ. Λούκος επανέλαβε σε συνέδριο στο Γαλλικό Ινστιτούτο την τότε κυβερνητική ρητορική, ότι η Χ.Α. και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τα δυο άκρα – μόλις είχε γίνει υπουργός πολιτισμού ο Τζαβάρας.
Σταμάτησα να πηγαίνω όταν έγινε αβάστακτη η υστεροβουλία της πολιτικής περί νέων δημιουργών, που στην πραγματικότητα αποτελεί το πρόσχημα της αφομοίωσής τους και ενδυναμώνει την βιασύνη των ίδιων αυτών να ενσωματωθούν. Δεν πηγαίνω πια να δω, σαν άλλοθι πολιτικοποίησης, σκηνογραφικές επικαιροποιήσεις κλασικών έργων, καταλόγους καθημερινότητας και αφασικό χορό.Δεν πηγαίνω ούτε στο Φεστιβάλ, ούτε στην Στέγη, δεν μπορώ να ανασάνω στο οικοσύστημα τους, δεν αφορούν ούτε εμένα, ούτε τους γύρω μου, ούτε καν αυτούς που συμμετέχουν στις παραστάσεις, είναι μόνο ένα έσοδο ή ένα νομιμοποιητικό θαυμαστικό στο βιογραφικό τους.
Παραφράζοντας τον Αντόρνο, όπως δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς, δεν μπορεί να γίνει τέχνη μετά τον ΣΥΡΙΖΑ: Οι υπουργοί του παριστάνουν πως παίζουν στα δάχτυλα τον Μαρξισμό και άνθρωποι που απαγγέλλουν με στόμφο Γάλλους αριστερούς φιλοσόφους γράφουν τους λόγους των πολιτικών του. Τι νόημα έχει η τέχνη των περίτεχνων συσχετισμών μπροστά στην βία της συναίνεσης;
Μην στρουθοκαμηλίζουμε, το Φεστιβάλ θα έχει πάντα μια φανερή πολιτική χρήση: όποιος βάζει χρήματα, τα ζητάει πίσω. Η διαφορά του από την Στέγη, όπου π.χ. όταν παρουσιάστηκε η ρατσιστική χορογραφία “Can we talk about this?” σχεδόν κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, είναι ότι στο Φεστιβάλ μπορείς να βρίσεις τον διευθυντή ή να ελπίσεις να παραιτηθεί, αν δεν σε εμποδίσει το λίπος των αμοιβόμενων ψιθύρων. Αυτό είναι το μόνο που ελπίζω, έναν αυτοθυσιαζόμενο πυρπολούμενο διευθυντή.
Δεν έχω τίποτα άλλο να προτείνω, όπως δεν πρότεινα καμία δική μου παράσταση. Δεν θα χαρίσω με το έργο μου κοινωνική συνένωση σε αυτό το δίκτυο που με κλέβει, που προσπαθεί να με πνίξει αισθητικά, πολιτικά και κοινωνικά. Άλλωστε, στο Φεστιβάλ πηγαίνει η κοπέλα που χώρισα, δεν πάει η κοπέλα που αγαπώ.