Θανάσης Σαράντος, ηθοποιός, σκηνοθέτης
Η ερώτηση για το «τι φεστιβάλ θέλουμε τελικά;» θα μπορούσε να επεκταθεί κάλλιστα στις ερωτήσεις για το « τι πολιτισμό θέλουμε τελικά;» ή ακόμα και στο ερώτημα για το «τι κοινωνία θέλουμε τελικά;»Ποιος ο ρόλος ενός ελληνικού φεστιβάλ σε μια κοινωνία η οποία πάσχει οικονομικά αλλά κυρίως ηθικά;
Καταρχήν, κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί στα όποια καλά κληρονομήσαμε από το πείραμα Λούκου, ειδικά με την λειτουργία του εργοστάσιου της Πειραιώς ο οποίος πραγματικά τροφοδότησε το φεστιβάλ με νέο και νεανικό κοινό, με παραστάσεις από νέους ‘Έλληνες καλλιτέχνες. Υπήρξε μια στοιχειώδης σύγχρονη αντίληψη στο σχεδιασμό και στην οργάνωση της φεστιβαλικής παραγωγής αλλά και με όλα τα αρνητικά πρόσημα παρακμιακής αντίληψης του παρελθόντος ( π.χ : δημιουργία αυλής ευνοούμενων καλλιτεχνών περί της διεύθυνσης και των διαφόρων συμβούλων, αδιαφάνεια στις αναθέσεις και μονοπωλιακά trust ξένων παραγωγών με προκλητικά συνεχόμενες μετακλήσεις).
Παρόλα αυτά το άνοιγμα του Φεστιβάλ με εικαστικό πρόγραμμα για πρώτη φορά, με άνοιγμα νέων χώρων πέρα από το Ηρώδειο και την Επίδαυρο , με ενδιαφέρουσες παράλληλες εκδηλώσεις έφεραν μια πρόσκαιρη αναγέννηση στο Φεστιβάλ η οποία «γέρασε» όμως πρόωρα όμως από την συνεχόμενη ανακύκλωση των ίδιων και των ίδιων προσώπων και από την έλλειψη πραγματικής ταυτότητας. Ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός ακόμα φεστιβάλ ανάμεσα στα τόσα που υπάρχουν στην Ελλάδα τους θερινούς μήνες; Γιατί ο πολίτης πρέπει να πληρώσει μια παραγωγή που θα παιχτεί για 2 παραστάσεις στην Επίδαυρο και θα έχει την δυνατότητα να την παρακολουθήσει ίσως και σε 10 διαφορετικά φεστιβάλ της Αθήνας και της περιφέρειας;
Και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει διαφάνεια στην επιλογή των καλλιτεχνικών προτάσεων ενός δημόσια επιχορηγούμενου φεστιβάλ στην Ελλάδα; Είναι δυνατόν να συμβεί αυτό στην σημερινή ελληνική κοινωνία με τις όποιες παθογένειες της; Αφορά τον κόσμο μια γιορτή πολιτισμού στην μνημονιακή Ελλάδα ή τελικά μόνο μια εκλεκτή ομάδα κάποιων θεατών που τριγυρίζει ναρκισσιστικά γύρω από μια εγχώρια ελίτ καλλιτεχνών;
Και όμως το Ελληνικό Φεστιβάλ οφείλει -από τον ιδρυτικό του καταστατικό- και θα έπρεπε να έχει την αποστολή να επιμορφώνει με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Να ανοίγει τα μάτια, το μυαλό και την ψυχή του θεατή για αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Ειδικά σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία.
Η αυθεντική φυσιογνωμία του ενός φεστιβάλ μπορεί να ενισχυθεί με ετήσιες θεματικές ενότητες που αφορούν πραγματικά τη μεγαλύτερη μερίδα κοινού που στηρίζει το φεστιβάλ . Ναι σε ένα λαϊκό και όχι σε ένα λαϊκίστικο φεστιβάλ.
Η ανάθεση του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή και Δ.Σ. του για 4 χρόνια με την εγγύηση ενός διεθνή διαγωνισμού ίσως να συμβάλλει σταδιακά στην πλήρη απεξάρτηση του φορέα από τον κομματικό παραγοντισμό που ταλανίζει οτιδήποτε δημόσιο.
Η κρατική χρηματοδότηση του φεστιβάλ θα πρέπει να είναι έγκαιρη , απρόσκοπτη παράλληλα με την συμβολή ιδιωτών- χορηγών.
Η μείωση φόρου στους ιδιώτες που επιχορηγούν τον φεστιβάλ μπορεί να λειτουργήσει ανταποδοτικά όπως γίνεται παντού στο εξωτερικό. Η ιδιωτική χορηγία όμως θα πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητη από την καλλιτεχνική διαδικασία.
Μια έγκυρη και ανεξάρτητη καλλιτεχνική επιτροπή αλλά με περιορισμένη θητεία ενός μόνο χρόνου τόσο για τις ξένες όσο για τις ελληνικές προτάσεις θα ενισχύσει την διαφάνεια.
Το Φεστιβάλ οφείλει ν’ αναγγέλλει εγκαίρως με πρόσκλησή του μέσω του τύπου για νέες προτάσεις προς κάθε ενδιαφερόμενο και με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και με τον λεπτομερή οικονομικό απολογισμό του.
Το Φεστιβάλ οφείλει να αξιοποιεί πλουραλιστικά με τις επιλογές του όλο το καλλιτεχνικό δυναμικό και όχι ν’ ανακυκλώνει αυτιστικά τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα. Κατά την γνώμη δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η συνεχόμενη συμμετοχή στο φεστιβάλ σε καλλιτέχνες (Έλληνες και ξένους) αν δεν έχουν συμπληρωθεί 2 τουλάχιστον έτη από την προηγούμενη παραγωγή τους.
Να υπάρξει πρόβλεψη να συμπεριληφθούν και αξιόλογες προτάσεις και από ομάδες της περιφέρειας που έχει παραμεριστεί προκλητικά. Και γιατί όχι ένα τροχόσπιτο με μια παραγωγή σε πόλεις της περιφέρειας ανά την Ελλάδα που στενάζουν από τους τηλεοπτικούς αστέρες και τα θεάματα της αρπαχτής.
Τα μοναδικά αρχαία μνημεία μας να αξιοποιηθούν στο Φεστιβάλ με στοχευμένες παραγωγές ανά χώρο. Κανείς δεν είναι εναντίον της εξωστρέφειας αλλά με στόχο.
Να αποκτήσει πραγματικά διεθνή χαρακτήρα το Φεστιβάλ Επιδαύρου και να λειτουργεί αποκλειστικά με ένα παγκόσμιο φεστιβάλ αρχαίου δράματος και όχι με το ρεπερτόριο σουπερμάρκετ από Μολιέρο ως Μπέκετ που επικράτησε στην Επίδαυρο τα τελευταία χρόνια. Επιτέλους δεν είναι όλοι οι χώροι για όλα. Ας γίνει σεβαστή η ιδιαίτερη ιδιομορφία του θεάτρου της Επιδαύρου . Ας δοθεί περισσότερος χρόνος για δοκιμές στο αρχαίο θέατρο όπως γινόταν στο παρελθόν. Η πλειονότητα των ξένων παραγωγών που παίχτηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια στην Επίδαυρο έγιναν για να παιχτούν σε κλειστούς χώρους. Η ηχητική ψείρα στην Επίδαυρο δεν σώζει την κατάσταση.
Η συμμετοχή των κρατικών θεάτρων και της Λυρικής Σκηνής δεν θα έπρεπε να αποτελεί πανάκεια για το Ελληνικό Φεστιβάλ. Να εντάσσονται στο πρόγραμμα βάσει της ποιοτικής αξιολόγησης των προτάσεων τους και όχι από τον «θεσμικό» τους ρόλο.
Τέλος, ενδιαφέρει το φεστιβάλ μας να μπορεί να πραγματοποιεί έστω και μια μερική απόσβεση των εξόδων μέσω πραγματικών συμπαραγωγών . Γιατί θα πρέπει ένας δημόσιος οργανισμός στην Ελλάδα να μπαίνει πάντα μέσα εις βάρος του απλού πολίτη που το χρηματοδοτεί αδρά μέσω των φόρων;
Εν ολίγοις κατά πόσο ο κάθε ιδιώτης παραγωγός που τυγχάνει δημόσιας επιχορήγησης μέσω του Φεστιβάλ -εφόσον το καταχρεωμένο κράτος έκοψε τις επιχορηγήσεις- μπορεί να ανεβάζει μια παράσταση για 5 μέρες στο Ελληνικό Φεστιβάλ και στην συνέχεια να την επαναλαμβάνει στο δικό του θέατρο του για 2 και 3 συνεχόμενες σαιζόν χωρίς καν να αποδίδει μέρος των εσόδων στο κρατικό φορέα που τον ενίσχυσε; Το ίδιο ισχύει και για ξένες παραγωγές μεγάλων θεάτρων που ενώ έκαναν πρεμιέρα με την συμβολή του Ελληνικού Φεστιβάλ συνεχίζουν με επιτυχία τις παραστάσεις τους εντασσόμενες σε ρεπερτόριο που παίζεται για χρόνια.
Ας πάρουμε θάρρος με τα λόγια του Κουν:« Mόνος ο καθένας μας είναι ανήμπορος. Μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε. Πρέπει να πιστεύουμε σε θαύματα για να υπάρξουν θαύματα».