

Κάθε ιστορία που ερμηνεύει η Emma Smith, την ερμηνεύει σαν να την ξαναζεί μαζί με το κοινό. «Είσαι μόνο τόσο καλή όσο το τελευταίο σου show», της έλεγε ο παππούς της, ο τρομπονίστας που έπαιζε δίπλα στον Benny Goodman, τον Frank Sinatra, τον Sammy Davis Jr., την Barbra Streisand, τον Oscar Peterson και τον Tony Bennett.
Μια φράση που έγινε βίωμα, φιλοσοφία, πυξίδα κι αυτό το αίσθημα σε χτυπάει σαν προβολέας όταν τη βλέπεις να μιλάει για τη δουλειά της, να αναφέρεται στον θεατή που «μπορεί απόψε να χρειάζεται κάτι που θα του τραγουδήσω» ή να θυμάται εκείνη τη νύχτα στο Ronnie Scott’s όπου το κοινό σηκώθηκε όρθιο στη μέση του σετ της, όχι στο τέλος.
Κι όμως, πριν γίνει «talk of the town» στα μεγαλύτερα stages του κόσμου, πριν βρεθεί δίπλα στον Michael Bublé, τον Bobby McFerrin, την ορχήστρα του Quincy Jones, τον Jeff Goldblum και τον Seal, πριν χαρίσει μια θριαμβευτική χρονιά περιοδεύοντας με τους Postmodern Jukebox, η Emma ήταν απλώς το κορίτσι από το Λονδίνο που μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια μουσικών -μητέρα σαξοφωνίστρια και vocalist, πατέρας τρομπετίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής- αλλά και η «αγαπημένη εγγονή» ενός ανθρώπου που κουβαλούσε ολόκληρη την ιστορία της jazz στο όργανο και στη μνήμη του.
Η Emma Smith έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από τις 19 έως τις 26 Δεκεμβρίου, για οκτώ γιορτινές, χριστουγεννιάτικες εμφανίσεις στο Half Note Jazz Club, παρέα με το εξαιρετικό της τρίο: Yonatan Rilkis (piano), Ram Erez (double bass), Yonatan Rosen (drums).

Είναι η στιγμή που το αθηναϊκό κοινό θα γνωρίσει από κοντά μία από τις πιο καθηλωτικές φωνές της σύγχρονης jazz, μια τραγουδίστρια που συνδυάζει glamour άλλης εποχής με τεχνική που χτίστηκε τόσο στο Purcell School όσο και στη Royal Academy of Music, όπου ήταν η πρώτη jazz singer που πέρασε τις πόρτες της εδώ και δώδεκα χρόνια. Η ίδια το λέει ξεκάθαρα: έμαθε να στέκεται ανάμεσα σε μουσικούς, να «ακούει» αρμονικά και ρυθμικά σαν instrumentalist και ταυτόχρονα να λάμπει στη σκηνή «σαν nerd με ball gown, full makeup και τον απόλυτο έλεγχο στο bandstand».
Η καριέρα της απογειώθηκε το 2012, όταν το ντεμπούτο άλμπουμ της The Huntress ανέβηκε στο #1 των iTunes, την ίδια χρονιά που εντάχθηκε στις εμβληματικές Puppini Sisters. Από τότε, το όνομά της συνδέεται με vintage αισθητική, αψεγάδιαστο swing και μια παρουσία που ισορροπεί θεατρικότητα και συγκίνηση. Το άλμπουμ, Bitter Orange, που κυκλοφόρησε φέτος, επιβεβαιώνει πως πλέον δεν είναι «ανερχόμενη» αλλά μια καθιερωμένη, στιβαρή star vocalist.
Και τώρα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα και λίγο πριν τα γενέθλιά της στις 23 Δεκεμβρίου, η Emma έρχεται στην Αθήνα με στόχο να στήσει όχι απλώς συναυλίες, αλλά… πάρτι. Όπως λέει η ίδια, «η jazz ήταν κάποτε party music», κι αυτό θέλει να φέρει στο Half Note: δάχτυλα που χτυπούν ρυθμικά στο τραπέζι, φίλους που γελάνε, κόσμο που φωνάζει requests, και μια ζεστή, φωτεινή ενέργεια που φωτίζει ακόμα και τους πιο «Scrooges» της παρέας.

Μεγάλωσες σε ένα σπίτι γεμάτο καταξιωμένους μουσικούς, αλλά συχνά έχεις αναφέρει τον παππού σου, που έπαιξε με θρύλους όπως ο Benny Goodman και ο Frank Sinatra, ως καθοριστική επιρροή. Ποιο είναι το μάθημα που σου έδωσε και εξακολουθεί να διαμορφώνει τον τρόπο που προσεγγίζεις μια εμφάνιση σήμερα;
Ο παππούς μου μού έμαθε ότι «είσαι μόνο τόσο καλή όσο το τελευταίο σου live», και αυτή η αρχή με ακολουθεί κάθε μέρα. Μου ενστάλαξε την ιδέα ότι κάποιος στο κοινό μπορεί να έχει απελπισμένη ανάγκη να ακούσει κάτι που πρόκειται να τραγουδήσω, να του δώσει ελπίδα, να τον παρακινήσει να επικοινωνήσει με κάποιον που του λείπει ή απλώς να τον απαλύνει με κάποιον τρόπο. Μου υπενθύμιζε επίσης ότι κάπου στο βάθος μπορεί να κάθεται ένας μελλοντικός μάνατζερ ή ένα δισκογραφικό στέλεχος και να αποφασίζει αν αξίζω το ρίσκο. Πίστευε στο να εμφανίζεσαι σαν επαγγελματίας, ανεξάρτητα από το τι σου φέρνει η ζωή, και να προσφέρεις μια όμορφη παράσταση σε ανθρώπους που ξόδεψαν τα χρήματά τους για να βρίσκονται εκεί. Με τον καιρό, αυτό το μάθημα έγινε κάτι βαθύτερο για μένα. Δεν αφορά απλώς τον επαγγελματισμό, αλλά το να τιμάς την ανταλλαγή ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό, να κρατάς έναν χώρο που μπορεί να μετακινήσει κάτι μέσα σε κάποιον — έστω και ελάχιστα. Αυτή η αίσθηση ευθύνης με κρατάει προσγειωμένη και εμπνευσμένη κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή.
Το να ενταχθείς στις Puppini Sisters τόσο νέα σήμαινε ότι μπήκες σε μια ήδη παγκοσμίως αναγνωρισμένη φωνητική ταυτότητα. Ποια καλλιτεχνική μετατόπιση χρειάστηκε να κάνεις για να ενσωματωθείς σε ένα τρίο με τόσο ισχυρή αισθητική;
Το να μπω στις Puppini Sisters τόσο μικρή απαιτούσε να μάθω να αφήνω τη δική μου ατομική φωνή να υπηρετεί κάτι μεγαλύτερο από εμένα, κάτι που παραμένει μέχρι σήμερα μια ταπεινή και καθοριστική εμπειρία. Αντιμετωπίζω το παίξιμο με ένα τζαζ τρίο που τεχνικά συνοδεύει εμένα, με την ίδια νοοτροπία. Είμαστε μία φωνή. Το τρίο έχει τόσο ορισμένο ήχο και τόσο ακριβή μουσική αρχιτεκτονική, που έπρεπε να αποβάλω κάθε ένστικτο φωνητικής «κυριαρχίας» και να μάθω απόλυτο μπλέντ, ισορροπία και πειθαρχία. Ήταν ένα από τα καλύτερα σχολεία που θα μπορούσε να έχει ένας νέος τραγουδιστής: ακόνισε τα αυτιά μου, το timing μου και την ικανότητά μου να παίζω ως μέλος μουσικής ομάδας. Μου έμαθε επίσης πώς να κάνω scat με 320 bpm φορώντας κορσέ και δωδεκάποντες γόβες.
Έχεις εμφανιστεί παντού, από το Royal Albert Hall μέχρι τα πιο μικρά jazz clubs. Υπήρξε μια στιγμή πάνω στη σκηνή που σκέφτηκες: «Αυτή είμαι ως καλλιτέχνις»;
Ναι. Υπήρξε μια στιγμή στο Ronnie Scott’s, το δικό μου jazz club, σε μία από τις πρώτες μου εμφανίσεις εκεί, όπου ένιωσα ότι όλα ευθυγραμμίστηκαν. Θυμάμαι να νιώθω απόλυτα μέσα στη στιγμή, απόλυτα στο σκοπό και στη δύναμή μου, ενώ ταυτόχρονα συγκινήθηκα βαθιά από το κοινό καθώς ξέσπασε σε χειροκροτήματα και σηκώθηκε όρθιο στα μισά του σετ μου. Προφανώς, αυτό δεν είναι συνηθισμένο. Ένιωσα τόσο καθαρά ότι ήμουν ακριβώς εκεί που έπρεπε. Αυτή η αίσθηση με ακολουθεί κάθε φορά. Κάποιες παραστάσεις κυλούν πιο «σε ροή» από άλλες, αλλά εκείνη η στιγμή έθεσε τον πήχη για μένα. Προσπαθώ να φτάνω σε εκείνο το επίπεδο συγχρονισμού και ευθυγράμμισης κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή.
Έχεις συνεργαστεί με την ορχήστρα του Quincy Jones, τον Michael Bublé, τον Jeff Goldblum, τον Seal και πολλούς άλλους. Ποια συνεργασία σε δυσκόλεψε με τον πιο απροσδόκητο τρόπο;
Η συνεργασία με τον Michael Bublé ήταν η πιο απροσδόκητη πρόκληση, επειδή γινόταν μέσω των Puppini Sisters, και επρόκειτο να βγούμε ζωντανά στην τηλεόραση. Δευτερόλεπτα πριν βγούμε live στο Graham Norton Show για να τραγουδήσουμε το διάσημο «Jingle Bells» της συνεργασίας μας, εκείνος μου… τράβηξε την περούκα. Το βρήκε ξεκαρδιστικό. Ευτυχώς, οι άλλες δύο Puppini Sisters ήξεραν να επανατοποθετούν περούκα με ταχύτητα φωτός, οπότε η στιγμή ήταν περισσότερο αστεία παρά τραγική. Αλλά, σοβαρά, με δίδαξε να προσεγγίζω αυτή τη μουσική με χιούμορ και ταπεινότητα, κάτι που κράτησα από τότε και με βοηθά να μην παίρνω τον εαυτό μου υπερβολικά σοβαρά, αλλά να εστιάζω στο να προσφέρω χαρά και διασκέδαση στο κοινό.

Με τον Jeff Goldblum. Photo ©Monika Jakuboska
Από τη Royal Academy of Music στον κόσμο του retro jazz glamour, είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Πώς βοήθησε ή δυσκόλεψε η κλασική εκπαίδευσή σου τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής σου ταυτότητας;
Είμαι πολύ ευγνώμων και τιμημένη που εκπαιδεύτηκα τόσο στο Purcell School of Music -ένα οικοτροφείο για μουσικούς, σχεδόν σαν το Hogwarts για τον Harry Potter- όσο και στη Royal Academy of Music. Ήμουν η πρώτη jazz τραγουδίστρια που φοίτησε ποτέ στο Purcell και η πρώτη jazz τραγουδίστρια μετά από δώδεκα χρόνια που έγινε δεκτή στο προπτυχιακό πρόγραμμα jazz της Royal Academy. Τεράστια τιμή, αλλά σήμαινε ότι έπρεπε να «ράψω» μόνη μου το πρόγραμμα και την πορεία μου. Κατέληξα να σπουδάζω περισσότερο με οργανοπαίκτες παρά με τραγουδιστές, και αυτό νομίζω είναι το θεμέλιο της καλλιτεχνικής μου ταυτότητας. Είμαι περήφανη που μπορώ να σταθώ ισάξια δίπλα σε μουσικούς σε όλο τον κόσμο, κατανοώντας πλήρως το αρμονικό και ρυθμικό υπόβαθρο των ενορχηστρώσεων, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζομαι με έναν vintage, glamorous τρόπο που μου δίνει χαρά. Δεν βλέπω γιατί δεν μπορώ να είμαι ένα nerd με ball gown και full makeup και ταυτόχρονα να δίνω τις οδηγίες στο bandstand. Για χρόνια ένιωθα ότι έπρεπε να είμαι είτε το ένα είτε το άλλο. Μετά από δέκα χρόνια επαγγελματικής πορείας από τότε που αποφοίτησα, νιώθω ότι αυτό είναι πια το καλλιτεχνικό μου identity.
Η περσινή θριαμβευτική περιοδεία με τους Postmodern Jukebox σε έφερε μπροστά σε τεράστια και πολύ διαφορετικά κοινά. Τι σου έμαθε αυτή η εμπειρία για τη σχέση του σύγχρονου ακροατή με τη jazz και τη νοσταλγία;
Αυτή η περιοδεία μού έδειξε ότι ο κόσμος πεινάει για νοσταλγία, αλλά τη θέλει σερβιρισμένη με φρεσκάδα και προσωπικότητα. Το κοινό ανταποκρίθηκε όχι μόνο στις ενορχηστρώσεις αλλά και στη θεατρικότητα, το χιούμορ και την αίσθηση κοινής χαράς. Μου απέδειξε ότι η jazz δεν είναι καθόλου τόσο «ειδική» ή niche όσο μερικές φορές λένε. Όταν παρουσιάζεται με καθαρότητα, γοητεία και λίγη λάμψη, γίνεται απόλυτα προσιτή ακόμη και σε ανθρώπους που δεν έχουν μπει ποτέ σε jazz club. Με δίδαξε ότι η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο νομίζουμε.

Το νέο σου άλμπουμ Bitter Orange περιλαμβάνει τόσο πρωτότυπα όσο και standards. Όταν διασκευάζεις ένα κλασικό κομμάτι, ποιος είναι ο κανόνας σου για το πόσο μπορείς να το «τεντώσεις» χωρίς να του χαλάσεις την ψυχή;
Ο κανόνας μου είναι απλός: δεν αλλάζω ποτέ ένα standard με τρόπο που να θολώνει την συναισθηματική του αλήθεια. Μπορώ να το ξαναδουλέψω αρμονικά, να το αναδιαμορφώσω ή να παίξω με το τέμπο, αλλά ο πυρήνας του τραγουδιού πρέπει να παραμένει άθικτος. Προσπαθώ να αποκαλύψω μια νέα γωνία της ειλικρίνειάς του, παρουσιάζοντάς το μέσα από το δικό μου προσωπικό φακό. Κι αν η αφήγηση νιώθω ότι είναι ειλικρινής, τότε ξέρω ότι έχω την καλύτερη πιθανότητα να αγγίξω, να συγκινήσω ή να εμπνεύσω το κοινό — που είναι και ο στόχος μου κάθε φορά που ανοίγω το στόμα μου.
Τραγουδάς από τα 14 σου. Αν μπορούσες να μιλήσεις στην έφηβη εκδοχή του εαυτού σου που έκανε τα πρώτα της βήματα σε big-band σκηνές, τι θα της έλεγες για τη μακρά πορεία μιας jazz καριέρας;
Θα της έλεγα ότι η εικόνα της καριέρας που ονειρεύεται στα 14 είναι απλώς η πόρτα, όχι ο προορισμός. Θα την καθησύχαζα ότι το ταξίδι είναι εκεί όπου κρύβεται η πραγματική ιστορία και ότι πρέπει να απολαύσει κάθε δευτερόλεπτο. Θα της έλεγα ότι για εκείνη η επιτυχία θα χτιστεί αργά και ότι δεν πρέπει να απογοητεύεται που δεν έρχεται αμέσως. Αντίθετα, να παρακολουθεί με θαυμασμό τη στιγμή που η φαντασία γίνεται πραγματικότητα. Και θα της θύμιζα να προστατεύει τη χαρά της γιατί αυτό είναι το ένα πράγμα που κανείς δεν μπορεί να σου κατασκευάσει και είναι αυτό που σε κουβαλά μέσα στις δεκαετίες.
Αν μπορούσες να ταξιδέψεις στο χρόνο για ένα βράδυ και να παίξεις με οποιαδήποτε jazz μπάντα οποιασδήποτε εποχής (λάμψη, καπνός, σμόκιν και όλα) πού θα πήγαινες και τι θα τραγουδούσες πρώτα;
Θα ήθελα να βρεθώ με το Oscar Peterson Trio ή τη Count Basie Big Band και να τραγουδήσω κάτι σαν το “I Could Write a Book” ή το “Too Close for Comfort”. Αυτή είναι η εποχή στην οποία ανήκει η ψυχή μου και νομίζω ότι θα ένιωθα απόλυτα σαν στο σπίτι μου. Μου σηκώνεται η τρίχα ακόμη και μόνο που το πληκτρολογώ.
Η σειρά των εμφανίσεών σου στο Half Note συμπίπτει με τις γιορτές, μία περίοδο φορτισμένη με συναίσθημα, τελετουργίες και μνήμες. Τι εύχεσαι να πάρει μαζί του το κοινό φεύγοντας από τα χριστουγεννιάτικα shows σου στην Αθήνα;
Οι οκτώ εμφανίσεις μου για το ντεμπούτο μου στο Half Note την εορταστική περίοδο δεν είναι μόνο για τα Χριστούγεννα, είναι και τα γενέθλιά μου στις 23 του μήνα. Σκοπεύω να κάνω πάρτι. Η jazz κάποτε ήταν είδος για πάρτι και θέλω ο κόσμος να χτυπά ρυθμικά τα πόδια, να κάνει παλαμάκια, να γελάει με φίλους, να φωνάζει τραγούδια που θέλει να ακούσει και πραγματικά να περνάει υπέροχα. Θέλω να είναι τόσο αξέχαστο, που να απαιτήσουν να επιστρέφω κάθε χρόνο, χαχα. Αλλά πραγματικά, είμαι και ενθουσιασμένη που μοιράζομαι τη σκηνή με τρεις μουσικούς που είναι σαν αδέρφια μου. Έχουμε τόση χημεία πάνω στη σκηνή, που μπορούμε να κάνουμε ακόμη και τους πιο μίζερους Scrooges να φωτίσουν από γιορτινή χαρά.

