Όταν σου λέει ο αρχισυντάκτης σου «Λινάρα, θα γράψεις κάτι για την μοναξιά;», δίνοντας σου βασικές οδηγίες, στην αρχή ενθουσιάζεσαι, μετά μιλάς με ενδιαφέροντες ανθρώπους που έχουν κάτι ιδιαίτερο να καταθέσουν στη συζήτηση, ύστερα κάθεσαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή σου και κοιτάς την λευκή οθόνη μέχρι κάποια στιγμή που το παίρνεις απόφαση να καταπιαστείς με ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο του σήμερα, τον άνθρωπο που ανά πάσα στιγμή (μέσω δικτύου) μπορεί να συνομιλήσει με όποιον γουστάρει (ή και δεν γουστάρει, για δουλειά π.χ.) στην άλλη άκρη του πλανήτη, που ταυτόχρονα παραπονείται (δικαίως) ότι όλοι δουλεύουμε σαν τα σκυλιά και δεν μπορούμε να δούμε τους φίλους μας, ή δεν μπορούμε να μείνουμε λίγο μόνοι μας, να βρούμε την ησυχία μας, να βρούμε τον εαυτό μας. Ναι, όλα αυτά συμβαίνουν και συμβαίνουν ταυτοχρόνως. Σύγχυση; Ναι, αρκετή για να επιζητούμε λύση.
Για να επιστρέψω στα βασικά ανοίγω το βιβλίο Οι ρίζες της αρετής, του Matt Ridley που μου έχει ξεμείνει από τα χρόνια του Παντείου. Διαβάζω: «Η ανθρώπινη κοινωνία και ο ανθρώπινος νους εξελίχθηκαν συγχρόνως ως οντότητες αλληλοσυμπληρούμενες. Η ενστικτώδης τάση μας για συνεργασία ούτε κατά διάνοια δεν αποτελεί ένα καθολικό χαρακτηριστικό του ζωικού κόσμου, όπως πίστευε ο Κροτόπκιν. Αντιθέτως, είναι η σφραγίδα της ανθρωπότητας. Είναι αυτό που μας διακρίνει από τα άλλα ζώα». Ζούμε λοιπόν σε ομάδες (οικογένειες), υποστηρίζουμε φανατικά ομάδες (ποδόσφαιρο), αναθέτουμε την οργάνωση της κοινωνίας μας σε ομάδες (κόμματα) μόνο και μόνο επειδή εξελικτικά αυτό αποδείχθηκε πιο σοφό καθώς μας εξασφαλίζει, σε έναν βαθμό, την επιβίωση μας; Αν είναι αποκλειστικά ένα πρακτικό ζήτημα τότε γιατί η αίσθηση του να είναι κανείς μόνος μπορεί να γίνει από ενοχλητική έως και αφόρητη ως συναίσθημα;
Ασφαλώς δεν έχουν όλοι την ίδια ανάγκη να βρίσκονται μαζί με άλλους ανθρώπους. Το παρατηρώ γύρω μου. Υπάρχουν άνθρωποι που η βασική τους επιδίωξη είναι να δημιουργήσουν οικογένεια, να φτιάξουν δηλαδή τη δική τους ομάδα, κι αυτό μοιάζει να απορροφά κάθε στοιχείο της ατομικότητας τους, υπάρχει και άλλοι που βρίσκονται στο άλλο άκρο και επιλέγουν να ζουν μόνοι και να συναναστρέφονται με λίγους ή και ελάχιστους ανθρώπους. Γεγονός είναι πως στην ελληνική κοινωνία το μεγαλύτερο άγχος των γονιών είναι πότε θα αποκατασταθούν τα παιδιά τους, ισχύει και για τα αγόρια, ενώ η δήλωση μιας γυναίκας «δε θέλω να αποκτήσω παιδιά» προκαλεί φάτσα τύπου «τι δεν πάει καλά με αυτήν;». Στην ελληνική κοινωνία η πρωταρχική ομάδα, είναι η οικογένεια, οπότε μιλάμε για μικρή, πολύ μικρή (πλέον) ομάδα αφού σταδιακά από εκτεταμένη έχει γίνει πυρηνική.
Η κοινωνία πιέζει για κοινωνικοποίηση, τίποτε πιο λογικό από αυτό. Επίσης, τίποτα πιο καταπιεστικό από αυτό. Δεν είναι λίγες εκείνες οι φορές στη ζωή μας που συγχρωτιστήκαμε με άλλους ανθρώπους, παρόλο που δεν είχαμε τη διάθεση, μόνο και μόνο για να αποδείξουμε στους άλλους και στον εαυτό μας, ότι δεν είμαστε μονόχνοτοι, μουντρούχοι, ακοινώνητοι με άλλα λόγια. Ο συγγραφέας Πάνος Τσίρος θυμάται «Προσωπικά ένιωθα πάντα ότι υπάρχει ένας καταναγκασμός που εκφράζεται ως “πρέπει να είσαι μαζί με άλλους”, “πρέπει να είσαι αποδεκτός”, “πρέπει να βγαίνεις έξω πολύ, ΠΟΛΥ”. Για παράδειγμα αν οι φίλοι σου διαπιστώσουν ότι έχεις μείνει για ένα διάστημα μέσα στο σπίτι τρομάζουν, αμέσως σκέφτονται τι συμβαίνει, αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Ενώ μπορεί στην πραγματικότητα να θέλει κάποιος να ανασυγκροτηθεί. Μπορεί κάποιος να περνάει καλά στην μοναξιά του. Νομίζω ότι οι άλλοι σου επιβάλλουν ένα υποχρεωτικό κοινωνικό πρόσωπο, στο οποίο πρέπει να ανταποκρίνεσαι. Με αυτή τη λογική το να είσαι κοινωνικός δηλώνει ψυχική υγεία». Είναι πράγματι η επιλογή της μοναξιάς μια επιλογή που μπορεί να οδηγήσει σε ψυχική αστάθεια ή είναι μια αίσθηση που μας δημιουργεί το κοινωνικό σύνολο για να μας σπρώξει προς το μέρος του; Ο ψυχίατρος-παιδοψυχίατρος Παναγιώτης Γεωργίτσης διατυπώνει κάποιες σκέψεις «Όταν κανείς επιδιώκει να είναι συνεχώς με κάποιον άλλον όχι γιατί επιθυμεί να ανταλλάξει κάτι δημιουργικό αλλά επειδή δεν αντέχει να είναι μόνος του τότε είναι πιθανόν να υπάρχει εσωτερικό κενό και να αποτελεί ένδειξη ότι το άτομο δεν έχει καταφέρει να εγγράψει μέσα του τις σχέσεις που έχει ζήσει π.χ. τις οικογενειακές. Συχνά κανείς προσπαθεί να επιλύσει αυτό το πρόβλημα επιδιώκοντας τη συναναστροφή με τον άλλον, προσοχή, τον όποιον άλλον όχι κάποιον που έχει επιλέξει. Από την άλλη στις επώδυνες καταστάσεις, ακόμη και οι αυτόνομοι χαρακτήρες, έχουν την ανάγκη να μοιραστούν αυτό που αισθάνονται και να το συζητήσουν. Και πράγματι αυτός που είναι αυτόνομος, έχει χτίσει δηλαδή μια ασφαλή θέση για τον εαυτό του επιτυγχάνει να συνδέεται καλύτερα με τους άλλους όταν το επιθυμεί».
η μοναξιά είναι η απόσυρση από την μάχη, είτε μόνιμα είτε για ένα διάστημα, είτε γιατί κουράστηκες και είναι μια ενσυνείδητη ανάπαυλα είτε γιατί δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα.
Η μοναξιά δεν ορίζεται ψυχιατρικά ενώ δεν έχει το ίδιο νόημα για όλους. Μπορεί το λεξικό να ορίζει ως μοναξιά «την κατάσταση εκείνου που είναι ή ζει μόνος χωρίς συντροφιά ή γενικά επικοινωνία με άλλους ανθρώπους» αλλά για τον κάθε ένα από εμάς η μοναξιά έχει τις δικές της αποχρώσεις. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Βασίλης Ραΐσης λέει πως «η μοναξιά σαν συνθήκη νομίζω ότι υπάρχει παντού. Υπάρχει η αντίληψη ότι ο άνθρωπος κάπως γεννιέται και σιγά σιγά συναντάει τους άλλους, κάποια στιγμή μπορεί να παρατηθεί από αυτό και να μείνει μόνο στον εαυτό του. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Νομίζω ότι από τη στιγμή που γεννιέσαι είσαι συνεχώς σε μια διαδικασία να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και τους άλλους ταυτόχρονα και όσο ανακαλύπτεις τους άλλους τόσο ανακαλύπτεις και τον εαυτό σου. Νομίζω ότι η μοναξιά είναι η απόσυρση από την μάχη, είτε μόνιμα είτε για ένα διάστημα, είτε γιατί κουράστηκες και είναι μια ενσυνείδητη ανάπαυλα είτε γιατί δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Βέβαια η μοναξιά δεν έχει μόνο αρνητική χροιά. Ο καθένας έχει το δικαίωμα για ένα διάστημα να αποσυρθεί από το ρίσκο της σύγκρουσης με την πραγματικότητα. Επίσης, η μοναξιά δεν είναι αρνητική στις περιόδους της δημιουργίας. Όταν κάποιος δημιουργεί έχει την ανάγκη να παγιώσει τη θέση του απέναντι στον κόσμο και να εκθέσει τη θέση του αυτή κι εκεί δεν υπάρχει χρόνος για αμφισβήτηση». Είναι αλήθεια αυτό. Στους καλλιτέχνες, ειδικά εκείνους που καταπιάνονται με ατομικές δημιουργικές δραστηριότητες όπως η συγγραφή, η ζωγραφική, ή η γλυπτική, η κοινωνία δικαιολογεί την απομόνωση και συμπληρώνει ο Βασίλης Ραΐσης «Σε έναν φίλο μας που είναι εμμονικά μοναχικός θα του πούμε ‘ξεκόλλα’, σε έναν δημιουργικό άνθρωπο δε θα το κάνουμε αυτό γιατί βλέπουμε ότι μέσα από την εμμονή του αυτή παράγει έργο. Τώρα αν τυχαίνει να είσαι φίλος ενός δημιουργικού ανθρώπου θα πρέπει να βρεις τη λύση του προβλήματος». Όντας σε αυτή την κατηγορία ο Πάνος Τσίρος ισχυρίζεται «Ο συγγραφέας πρέπει να κλειστεί σε τέσσερις τοίχους για να γράψει. Δεν γίνεται αλλιώς. Βέβαια η συγγραφή είναι μια κίνηση προς τον κόσμο, έστω και με τους δικούς της όρους. Άρα αν και φαντάζει μοναχικό σπορ είναι μια από τις σπουδαιότερες μορφές κοινωνικοποίησης».
Η συνέχεια του ρεπορτάζ στην επόμενη σελίδα.