Πατώ το όνομα της στο πληκτρολόγιο: Ειρήνη Λαμπρινοπούλου. Οι πληροφορίες αρχίζουν και στοιβάζονται στην οθόνη. Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Αποφοίτησε το 2021 από το Τμήμα Σκηνοθεσίας της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και έκτοτε εργάζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχει εργαστεί ως βοηθός σε σημαντικές παραστάσεις στη Στέγη, στο Εθνικό και στο Θέατρο Πόρτα.

Κι έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: Γράμμα στον Κάθε Πατέρα (Adapt Festival, Tempus Verum, 2018),  Οι Μελλοθάνατοι ή Zoochosis Under Panopticon (Ωδείο Αθηνών, 2021), Συνελήφθη Μαϊμού που δε Χωρούσε Πουθενά (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας, 2023) και Το Διαβατήριο (Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2023). Τώρα σκηνοθετεί τη Λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα. «Μια ποιητική παράσταση για τη γυναικεία αυτοδιάθεση και το δικαίωμα στην αγάπη», όπως με πληροφορεί το συνοδευτικό έντυπο της παράστασης.

Μια νέα σκηνοθέτρια με ένα ήδη εντυπωσιακό βιογραφικό. Αν τη ρωτήσεις τι είναι αυτό που την εμπνέει καθημερινά σε αυτόν τον χώρο, θα χαμογελάσει γλυκά και θα σου πει «οι φίλες και οι φίλοι που έχω κάνει χάρη στο θέατρο και τα έργα που έχουμε διαβάσει και έχουμε πει ότι θα ανεβάσουμε κάποια στιγμή παρέα».

Ειρήνη Λαμπροπούλου

Στη Λυγερή, που διαδραματίζεται σε ένα μικρό χωριό της Ηλείας, τα Λεχαινά, τον τόπο καταγωγής του Καρκαβίτσα, παρακολουθούμε τον έρωτα της Ανθής Στριμμένου, κόρης εμπόρου, με τον Γεώργιο Βρανά, έναν νεαρό ιδιοκτήτη κάρου. Ο πατέρας της, θέλοντας να εξασφαλίσει την οικονομική του ευμάρεια και τη διαδοχή της επιχείρησής του, αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον δαιμόνιο υπάλληλό του, τον Νικολό. Ο νεαρός Γεώργιος προτείνει στην Ανθή να το σκάσουν και να ξεφύγει από τη μοίρα που της όρισαν, όμως αυτή αρνείται και παντρεύεται τον Νικολό. «Η Ανθή δεν είνε πλέον όχι, η ονειροπόλος ερωμένη του Γεωργίου Βρανά, είνε η θετική σύζυγος, η γυναίκα του Νικολού Πικόπουλου.»

Αναρωτιέμαι πως άραγε συνεργάζεται με τους ηθοποιούς της σε μία τέτοια ιστορία. Αν τους αφήνει να πειραματιστούν σε αυτό το «παλιό» παρελθόν, ή τους κατευθύνει συγκεκριμένα σε μέρη που ίσως δεν έχουν σκεφτεί. Μου απαντά όταν κάνω τη σκέψη ερώτηση. «Είναι ευτύχημα το να μπορείς να πειραματιστείς απρόσκοπτα, με επιμονή, στόχευση, και να μπορέσεις να κυκλώσεις το θέμα σου από διαφορετικές πλευρές, ώστε να εμβαθύνεις ουσιαστικά. Για πάντα, βρίσκω ωφέλιμο το να έχεις ερευνήσει off σκηνές του έργου, να έχεις επενδύσει πολύ σε λεκτικούς αυτοσχεδιασμούς γύρω από την προφορικότητα του κειμένου, να βλέπεις το έργο από διαφορετικά points of view. Όσον αφορά στη Λυγερή μας, οι δύο πρώτες εβδομάδες των προβών μας ήταν πολύ δημιουργικές. Κάθε συνεργάτρια και συνεργάτης της παραγωγής έφερε διαφορετικά υλικά, ώστε να προσεγγιστεί το ζήτημα της επιθυμίας, και της απαγόρευσης, από όσες περισσότερες πλευρές μπορούσαμε. Στη συνέχεια, οι αυτοσχεδιασμοί έγιναν αρκετά πιο στοχευμένοι, τόσο χρονικά όσο και ποσοτικά».

Η Λυγερή, η πρώτη νουβέλα του κατ’ εξοχήν εκπροσώπου του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία,  παίζεται ήδη στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού. Μια ποιητική παράσταση για το τραύμα και τη διαχρονική καταπίεση των γυναικών, αλλά και μια ωδή στη γυναικεία αυτοδιάθεση, το δικαίωμα στην αγάπη, την αποδοχή και τη συγχώρεση. Σκέφτομαι τα έργα που η νέα αυτή σκηνοθέτρια έχει ανεβάσει. Σαν να αναπνέουν μέσα στον ίδιο μικρόκοσμο. Ξεκινώ από αυτό.

Στο βιογραφικό σου φαίνεται μία προτίμηση στην εξερεύνηση κοινωνικών θεμάτων. Πιστεύεις ότι το θέατρο έχει τη δύναμη να αφουγκράζεται και να συνομιλεί με την κοινωνία; Ίσως περισσότερο από άλλα μέσα; Η τέχνη, σε οποιαδήποτε της μορφή της, έχει τη δύναμη να επικοινωνεί όταν είναι ειλικρινής. Ό,τι κι αν παράγεται, ενέχει πολιτική θέση, είτε είναι πρόδηλη, εσκεμμένη, είτε απουσιάζει. Σε κάθε τι εμπεριέχεται η θέση της/του δημιουργού, είτε απέναντι στην κοινωνία, είτε απέναντι στην ύπαρξη, τη ζωή την ίδια. Το θέατρο έχει το ατού να είναι παρόν, ζωντανό, γυμνό και να πρέπει να συνδιαλέγεται κάθε μέρα, αλλιώς στερείται νοήματος. Από μόνο του αυτό, η εμμονή στη θέση, η αλλεπάλληλη επανατοπόθετηση σε μία προσωπική πίστη, δε μπορεί παρά να συνομιλεί με την κοινωνία. Όταν όλα τρέχουν, αλλάζουν ακαριαία και κάποιοι άνθρωποι, ένας θίασος ηθοποιών, μία καλλιτεχνική ομάδα που έχει συμβάλλει για τη δημιουργία αυτής της παράστασης, έρχονται εδώ, μπροστά σου, σου ζητάνε να κλείσεις για λίγο το κινητό, να ακούσεις κάτι που ίσως δεν είχες σκεφτεί, να σκύψεις πάνω από μία πληγή που δεν είχες δεχθεί ότι είχες, επικοινωνούν, γιατί ανοίγουν διάλογο. Δέχονται τα μουρμουρητά, τα αγκομαχητά, τα βαριέμαι, τα τι είναι αυτά, τα δεν είναι θέατρο αυτό και συνεχίζουν να παίζουν. Στέκονται με πίστη στην ιστορία που υπηρετούν. Δεν είναι επαναστατικό αυτό;

Ειρήνη Λαμπροπούλου

Τελικά γιατί σκηνοθεσία και όχι κάτι άλλο; Το θέατρο ξεπήδησε ως ανάγκη επικοινωνίας στην εφηβεία, περίπου στα δεκαπέντε. Έτσι, ξεκίνησα σε ένα θεατρικό εργαστήριο, το «Εξ Αρχής» με καθηγήτρια την Ελένη Τσακάλου και λίγο αργότερα έγινα μέλος της «Grasshopper Youth» υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Σοφίας Βγενοπούλου. Βρήκα στους ανθρώπους που γνώρισα, δασκάλους και δασκάλες και συμμαθητές/τριες, στις πρόβες, στα μεγάλα κείμενα που για πρώτη φορά διάβαζα, στον σεβασμό και την επιμονή για τη λεπτομέρεια, ένα δεύτερο σπίτι, έναν χώρο για ερωτήσεις που κι ας μην είχαν απάντηση μπορούσαν τουλάχιστον να εισακουστούν.

Και η σκηνοθεσία πότε ήρθε; Αρκετά αργότερα. Μάλλον ως λογική προέκταση. Δεν θα μπορούσα να με δω ως performer για όλη μου τη ζωή. Η σκηνοθεσία μου επιτρέπει να βρίσκομαι στον χώρο του θεάτρου με μία ιδιότητα πιο εποπτική, να επιλέγω κείμενα που με έχουν αγγίξει και να συναντιέμαι με ανθρώπους που ο καθένας από το δικό του μετερίζι θα τα αναπλαισιώσει και θα θέσει προσωπικά ερωτήματα.

Έχεις εργαστεί σε πολλές και διαφορετικές παραγωγές, τόσο θεατρικές όσο και κινηματογραφικές. Πώς συνδέονται αυτά; Ποια είναι τα στοιχεία τελικά που φέρνεις από τον κινηματογράφο στη σκηνοθεσία θεάτρου και αντίστροφα; Δεν το έχω σκεφτεί. Η αλήθεια είναι ότι στον κινηματογράφο βρίσκομαι με το ένα πόδι έξω. Νιώθω και λίγο παρείσακτη, οπότε τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα. Σημειώνω ό,τι μπορεί να μου χρησιμέψει μελλοντικά, από οδηγίες που ακούω στο set, μέχρι την αλλαγή μιας λέξης στο σενάριο που εν τέλει όντως φωτίζει διαφορετικά μια ολόκληρη συνθήκη. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι φέρνω στ’ αλήθεια στο θέατρο στοιχεία που έχω κλέψει από την εμπειρία μου στο σινεμά – ή τουλάχιστον συνειδητά. Κυρίως, τα «κινηματογραφικά υλικά» που μπορεί να επιλέξω, π.χ. ατμόσφαιρα, γραμμικότητα αφήγησης, πιο εσωστρεφή υποκριτική γραμμή, τα δανείζομαι από την μέχρι τώρα αγάπη μου για τις ταινίες και τον θαυμασμό μου προς κάποιους/ες σκηνοθέτες/ριες. Σε σχέση με τα στοιχεία του θέατρου προς τον κινηματογράφο, μου είναι οικείο να διακρίνω τις σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες, να διαβάσω μία σκηνή (κορυφώσεις, συμβάντα, συνθήκη) και να δημιουργήσω ένα πλαίσιο που οι ηθοποιοί θα μπορέσουν να αυτοσχεδιάσουν.

Τι σε τράβηξε στη Λυγερή, σε αυτή την τόσο κλασική νουβέλα του Ανδρέα Καρκαβίτσα; Ο συγγραφέας -τόσο σπουδαίος και όχι τόσο μελετημένος-, η γλώσσα του -σκωπτική και ποιητική ταυτόχρονα, με εμμονή στη λεπτομέρεια-, η θέση του στην ιστορική συγκυρία -μία χώρα στο ημίφως, το 1830, που ψάχνει τρόπους να αναστυλωθεί, που θέλει να πιστεύει ότι εγκυμονεί νέες ιδέες, και μία νεαρή γυναίκα που, ενώ θέλει να πάει στο φως, ρίχνεται διαρκώς στο σκοτάδι. Και ασφαλώς, το γεγονός ότι η ιστορία από μόνη της είναι ειλικρινής, πάρα πολύ πραγματική και σπαρακτική.

Βρίσκεις κάτι το επίκαιρο σε αυτή την «παλιά» ιστορία; Το ζήτημα της προσωπικής αυτοδιάθεσης, είτε προβάλλεται μέσω του θεσμού του συνοικεσίου, είτε της δημόσιας διαπόμπευσης και της ηδονοβλεπτικής κοινωνίας, παραμένει όντως επίκαιρο, καθότι καίριο. Στη διάρκεια της ανάγνωσης της Λυγερής, αισθανόμουν διαρκώς -τηρουμένων των αναλογιών- ότι εγώ, η μητέρα μου, η θεία μου, η γιαγιά μου, οι φίλες μου, είμαστε όλες Ανθές. Είμαστε αυτό το κορίτσι που ενώ πόθησε, ενώ αισθάνθηκε, δεν είχε το δικαίωμα στην προσωπική επιλογή. Αισθανόμουν πως συνομιλώ με μία παλαιότερη εκδοχή μου, που διαρκώς με ρωτούσε: «Τι θα κάνεις; Εσύ θα συμβιβαστείς με τις επιλογές των άλλων ως δικές σου;».

Ειρήνη Λαμπροπούλου

Η Λυγερή εστιάζει στη θέση της γυναίκας σε μία πατριαρχική κοινωνία του 1896. Πόσο εύκολο ήταν να τη φέρεις στο σήμερα; Ποια είδους σκηνοθετική γραμμή επέλεξες;  Η ανάγκη μου ήταν να γεφυρώσω τις δύο εποχές, το 1830 και το 2024, δημιουργώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της νεότερης γενιάς και της μεγαλύτερης. Από τις πρώτες μας συζητήσεις με την Ειρήνη Μουντράκη, η οποία έκανε τη διασκευή, αποφασίσαμε να αποφύγουμε την ηθογραφία και να εμμείνουμε στη γλώσσα του συγγραφέα, την καθαρεύουσα, ως μία γέφυρα με το παρελθόν. Στη συνέχεια, όλα τα διαλογικά κομμάτια, που φανερώνουν τις σχέσεις των ηρώων, τα μεταφέραμε στο σήμερα μεταφράζοντας τα στη δημοτική, προσθέτοντας εξωκειμενικό υλικό, που είτε δημιουργήθηκε από αυτοσχεδιασμούς κατά την διάρκεια των προβών είτε είχε προ-αποφασιστεί. Πρόθεση ήταν να δημιουργηθεί μία σύνθεση ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική, το παλιό και το σύγχρονο, την κοινωνία και το άτομο, δραματουργώντας το πρωτότυπο πάντα με στόχευση την ανάδειξη συγγενειών γύρω από το ζήτημα της επιθυμίας, της αυτοδιάθεσης του κάθε ατόμου και των κοινωνικών αγκυλώσεων. Επέλεξα μία γραμμική αφήγηση, μία αναπαράσταση των γεγονότων, ώστε όλα να συμβαίνουν σε παρόντα χρόνο μέσα από την αφήγηση, που έχει μορφή κουτσομπολιού, και των διαλογικών σκηνών, που είναι πιο συναισθηματικά φορτισμένες.

Τι σε ώθησε να υιοθετήσεις τη χρήση ενός «κολάζ μνήμης» ως μέθοδο αφηγηματικής προσέγγισης; Το ίδιο το έργο, που είναι μια μνήμη, μια βύθιση στο παρελθόν. Ο Καρκαβίτσας ξεκινάει να το γράφει το 1889 και τοποθετεί την ιστορία του κάπου στο 1830. Γράφει για κάτι που συντελέστηκε και χάθηκε, έναν δικό του έρωτα που δεν μπόρεσε να ζήσει. Τα πράγματα πλέον δεν μπορούν να αλλάξουν από την τελική τους μορφή: το πηγάδι του χωριού γκρεμίστηκε και έγινε δρόμος, η ανεμελιά της Ανθής χάθηκε, η τρυφερότητα του πρώτου έρωτα εκτοπίστηκε και η αγνότητα των συναισθημάτων ανήκει σε έναν μαγικό χρόνο «Τότε που ακόμη μπορούσα… Τότε που ήμουν νέα…». Επί σκηνής, μία εκ των αφηγητών αναμοχλεύει το παρελθόν (της), βλέπει ζωντανά τα πράγματά να παίρνουν άσχημη τροπή και η ίδια να μην μπορεί να τα αλλάξει.

Όταν κάποιος δουλεύει με ένα τόσο κλασικό κείμενο, πώς καταφέρνει να το φέρει στο σήμερα χωρίς να χαθεί η ουσία του; Νομίζω πως πάντα το κέντρο σε κάθε ανέβασμα πρέπει να είναι το κατά πόσο εμπλέκεται προσωπικά η/ο κάθε δημιουργός με την κεντρική θεματική, αν βρίσκει σε αυτήν κάτι πυρηνικό, που έχει ανάγκη να ερευνήσει και να συζητήσει. Αν υπάρχει αυτή η προσωπική αναμέτρηση, τότε τα θέματα, είτε αφορούν κοινωνικά ζητήματα είτε υπαρξιακά αδιέξοδα, θα φανερωθούν ως επίκαιρα. Έγκειται στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία της/του κάθε δημιουργού το κατά πόσο θα επιλέξει να παρέμβει στο έργο για να αναδείξει ό,τι την/τον κεντρίζει και την/τον προκαλεί.

Υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή; Νομίζω πώς δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστον εγώ δεν την έχω ανακαλύψει ακόμη. Προσωπικά, επιλέγω μια ενδιάμεση περιοχή που δεν γκρεμίζει τελείως το ύφος του πρωτότυπου κειμένου, με αυτοσχεδιαστικές λεκτικές προσθήκες σε σκηνές, αναπνοή, γραμμική έκθεση των περιστατικών και μία μεγάλη δραματουργική τομή – είτε στη μέση είτε στο τέλος της παράστασης, που συνδέει την εποχή του κειμένου με το δικό μας ιστορικό και πολιτικό παρόν. Κυρίως, όμως, επαναδιαπραγματεύομαι διαρκώς την πρώτη μου παρόρμηση και επιστρέφω στην προσωπική μου εμπλοκή.

Όταν ξεκινάμε να δουλεύουμε σε ένα project που προετοιμάζουμε για καιρό, ίσως και ανακαλύπτουμε νέα πράγματα, που ίσως μάλιστα δεν φανταζόμασταν. Εσύ, τι είδους ομοιότητες ή διαφορές ανακάλυψες μετά, ανάμεσα στο τότε και το σήμερα, που ίσως δεν είχες σκεφτεί από πριν; Το πρωτότυπο έργο αναφέρεται συχνά σε έννοιες όπως η τιμή και η αγνότητα. Σήμερα αυτές οι έννοιες ακούγονται παρωχημένες, κι αν όχι, η δυναμική τους δεν έχει την ίδια απήχηση σε ένα αστικό θεατρικό κοινό. Οπότε προσπαθήσαμε να ενισχύσουμε κυρίως το εξωτερικό βλέμμα της κοινωνίας, την παραβίαση που δημιουργούν τα μάτια όταν λειτουργούν ως μέσο επιβολής πάνω στο σώμα και τη βούληση του ατόμου, φαινόμενο που, ακόμα και σήμερα, δεν έχει αλλάξει. Το male gaze κυριαρχεί παντού, από τον δημόσιο χώρο και τις παρενοχλήσεις λ.χ. στον δρόμο και το εργασιακό περιβάλλον, μέχρι τον ιδιωτικό χώρο, το σπίτι, την οικογένεια. Κυρίως, όμως, ανακαλύψαμε ότι συχνά ο τρόπος που αφηγούμαστε τις ζωές και τις επιθυμίες των άλλων ερήμην τους, ακόμα έχει την αίσθηση του κουτσομπολιού. Σαν να βρισκόμαστε όλες και όλοι έκθετες/οι στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είτε είμαστε σε μεγαλουπόλεις, είτε σε χωριά. Απλώς αυτό το κουτσομπολιό παίρνει άλλη μορφή, διαφορετική από εκείνη του πηγαδιού της ιστορίας του Καρκαβίτσα όπου οι γυναίκες του χωριού κουτσομπολεύουν πλένοντας τα ρούχα τους και γεμίζοντας τις στάμνες τους τη μοίρα της κεντρικής ηρωίδας.

Ειρήνη Λαμπροπούλου

Στην παράσταση εξερευνάς τη διττή ανάγνωση της ιστορίας: είτε ως ωδή στον συμβιβασμό, είτε ως ελεγεία στην αποδοχή. Πώς αντιμετώπισες αυτή τη διττότητα στην αφηγηματική δομή; Η διαφορά ανάμεσα στην αποδοχή και τον συμβιβασμό είναι πολύ ρευστή, οριακά αδιόρατη. Πρακτικά το ερώτημα που τίθεται είναι αν επί της ουσίας υπάρχει επιλογή σε μία επιβεβλημένη συνθήκη, σε έναν γάμο που μια γυναίκα δεν επέλεξε, φερ’ ειπείν. Κι αν όχι, αν μπορεί να δημιουργήσει επιλογές, να βρει ψήγματα ελευθερίας εντός ενός πνιγηρού πλαισίου, ώστε να μπορέσει να υπάρξει, γιατί αλλιώς η ζωή δεν αντέχεται. Μπορείς, άραγε, να μάθεις να συνυπάρχεις με τις επιλογές των άλλων -εκείνων που σε περιόρισαν- και τέλος να τις βαφτίσεις δικές σου;  Παρ’ ότι στο ανέβασμά μας δεν συμπεριλαμβάνεται αυτούσιο το τέλος της νουβέλας του Καρκαβίτσα, που αποτελεί και τον βασικό συντελεστή αυτής της ανάγνωσης, αυτές οι ποιότητες εσκεμμένα φανερώνονται εξ αρχής στους χαρακτήρες. Διαρκώς παλεύουν ανάμεσα στα όρια του κοινωνικά σωστού και κατακριτέου, της συνειδητής επιλογής, της άβουλης υπακοής ή της γκρίζας ζώνης μεταξύ τους. Το διασκευασμένο τέλος της παράστασης είναι μία διερώτηση για το ποια είναι τα όρια του συμβιβασμού, από ποιον εν τέλει ορίζεται και αν μπορούν να γκρεμιστούν.

Ο χαρακτήρας της Ανθής περνά από σημαντικές αλλαγές στη διάρκεια της ιστορίας. Αυτή η μετάβαση από την ερωτευμένη νέα στη μητέρα και σύζυγο τι είδους δυσκολίες παρουσίασε; Οι δυσκολίες αφορούν κυρίως στη δραματουργία και τη διασκευή του πρωτότυπου έργου. Στη δική μας παράσταση δεν ήταν πρόθεση να επικεντρωθούμε στη μεταμόρφωση της Ανθής από ερωτευμένη νέα, σε σύζυγο και κυρίως μητέρα σε παρόντα χρόνο μέσω της αναπαράστασης ή των διαλογικών σκηνών. Αντίθετα, θέλαμε να δημιουργήσουμε μια σύνδεση ανάμεσα σε δύο εποχές και δύο γενιές και να φανερώσουμε το πώς το τραύμα κληροδοτείται, το πώς αυτή η ιστορία δεν ανήκει μόνο στην Ανθή, αλλά και στη μητέρα της, τη γιαγιά της, και τις γυναίκες που έζησαν πριν από εκείνη. Έτσι, επιλέξαμε οι αλλαγές στην ταυτότητα μιας γυναίκας, από νέα σε σύζυγο και ύστερα σε μητέρα, να φανερωθούν μέσω ενός μονολόγου της γυναίκας που έρχεται χρόνια μετά να αναμετρηθεί με τις επιλογές που της επιβλήθηκαν και τις επιθυμίες που της στερήθηκαν.

Η Λυγερή μπορεί να ιδωθεί και ως μια ιστορία γυναικείας αυτοδιάθεσης. Πώς αποτυπώνεται η ανάγκη της γυναίκας για αυτοδιάθεση σε έναν κόσμο που η μοίρα της ορίζεται από τους άλλους; Ως μία διαρκή απόπειρα να ανασάνει.

Υπάρχει κάποια από τις σκηνοθεσίες σου που να θυμάσαι με λίγο περισσότερη αγάπη; Το Τούνελ του Ερνέστο Σάμπατο, που ήταν η διπλωματική μου εργασία. Την αγάπησα για διάφορους λόγους, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα. Ο Θοδωρής Βράχας και η Δανάη-Αρσενία Φιλίδου, συμφοιτητές μου τότε στο Τμήμα Υποκριτικής, μου άνοιξαν απλόχερα την καρδιά τους και το μυαλό τους,  μου εμπιστεύτηκαν το ταλέντο τους και εργαστήκαμε από κοινού πάνω στη διασκευή του έργου.  Ο Νικόλας Λαμπάκης, ο Γιώργος Φασουλάς, ο Γιώργος Παύλου, ο Σπύρος Μπόσγας, ο Θοδωρής Λαμπρόπουλος, ο Ανδρέας Μαυρίδης, ο Νίκος Μαζιώτης, ο Άλκης Καζαμίας και ο Αλέκος Γιαγκούσης προστέθηκαν αργότερα στην ομάδα μας, ως ένας χορός αντρών, και στήριξαν απόλυτα την ιδέα μας, σαν να ήταν εκεί από τις πρώτες πρόβες. Τέλος, η  Θωμαΐς Σταυριανού-Ζυμαρίτου, συνεργάτρια και στην παραγωγή της Λυγερής, ήταν η τελευταία που επισκέφτηκε τις πρόβες και επιμελήθηκε την κίνηση της ομάδας, αλλά από νωρίς, συζητούσαμε πάνω στις θεματικές του έργου και ήταν πάντα ένα εξωτερικό αυτί και βλέμμα που εμπιστευόμουν απόλυτα. Είχαμε άγνοια, περίσσιο θάρρος και πάντα έναν ώμο να στηριχτούμε,  που συχνά τα νοσταλγώ.

Η Λυγερή, Εθνικό Θέατρο, Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών
ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ»
Στο πλαίσιο του Αφιερώματος στο Νεοελληνικό Έργο
Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή & Κυριακή | 21.00 , Σάββατο | 18:00 & 21:00
Διάρκεια: 95 λεπτά
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr και στο 2107234567