slider

Όταν το 1992 η Rasiha, μια φίλη Τουρκοκύπρια που είχα γνωρίσει στις σπουδές μου στη Μόσχα, δε θα συνέχιζε στο πανεπιστήμιο και θα επέστρεφε στην Κύπρο, σκάρωσα τα πιο κάτω στιχάκια:

«Κολομβία, Μογγολία, Άγιος Μαυρίκιος / Επιτέλους! / οποιαδήποτε χώρα σ’ αυτόν το πλανήτη / μπορούσε να ήταν η πατρίδα σου. / Έτσι, θα είχαμε ελπίδα / κάποτε να συναντηθούμε. / Έτυχε όμως να είσαι από την Κύπρο, / για αυτό ποτέ δε θα βρεθούμε…»

Αν τα θυμήθηκα είναι για αυτό το απόλυτο ποτέ στον τελευταίο στίχο, δεν ήταν ποιητική άδεια, δεν ήταν στιγμιαία υπερβολή, ήταν μια πεποίθηση ριζωμένη μέσα μου. Η Rasiha κατοικούσε σε απόσταση μιας ώρας και κάτι από εμένα, όμως ήταν αδύνατο να συναντηθούμε, κατοικούσε σε έναν τόπο απροσπέλαστο για μας. Η κατεχόμενη Κύπρος, η Κερύνεια, η Αμμόχωστος,  ήταν περισσότερο στη σφαίρα του μύθου, μια άλλη χώρα, η χώρα του Ποτέ. Ποτέ δε θα πηγαίναμε εκεί, ποτέ δε θα τα βλέπαμε αυτά τα μέρη, το status quo ήταν ακλόνητο και το Κυπριακό είχε εδραιωθεί στη συνείδησή μας ως ένα μόνιμα άλυτο πρόβλημα, χαμένο μέσα σε συνομιλίες και έγγραφα.

Τελειώσαν οι σπουδές, γυρίσαμε πίσω, το τείχος του Ποτέ, τουλάχιστον όσον αφορά την επαφή με τους φίλους, είχε κάποια μικρά ρήγματα (Λήδρα Πάλας, Πύλα), όμως ακόμα και αυτές οι συναντήσεις δε μας γέμιζαν με αισιοδοξία για κάποια οριστική λύση.

Η εμφάνιση το 2002 για πρώτη φορά ενός ολοκληρωμένου σχεδίου λύσης και η συζήτηση που προκάλεσε ήταν ουσιαστικά το πρώτο σοβαρό πλήγμα στην ιδέα αυτού του Ποτέ. Ασχέτως τι πίστευε ο καθένας μας (δίκαιο το σχέδιο ή άδικο) πρώτη φορά μπήκε τόσο έντονα στη ζωή μας η πιθανότητα μιας λύσης, εμφανιστήκαν χάρτες, χρονοδιαγράμματα, αναλύσεις, ακόμα και απορίες του τύπου «αν στην “άλλη” Κύπρο οδηγούν στα αριστερά ή δεξιά του δρόμου», πρώτη φορά φτάναμε τόσο κοντά, πρώτη φορά μπαίναμε σε μια νέα εποχή, στα χρόνια του ΙΣΩΣ.  Ίσως βρεθεί μια λύση, ίσως λυθεί το πρόβλημα, ίσως γυρίσουμε… Ίσως!

Τα οδοφράγματα άνοιξαν το 2003 και βρεθήκαμε να σεργιανούμε μπερδεμένοι, συγκινημένοι, στη χώρα του Ποτέ.  Τα κάστρα της Ρήγαινας ήταν μπροστά μας αληθινά, όπως και το Μπέλλα Παΐς μιας παλιάς συμμαθήτριας που πάντα καμάρωνε για την καταγωγή της και είχε τόσο δίκαιο, η Σαλαμίνα, οι Σόλοι, ο Απόστολος Αντρέας, τα αντικρίζαμε ίδια σαν τις καρτποστάλ τους και ενώ το ζούσαμε δεν το πιστεύαμε, δεν ήταν εύκολο να συνηθίσουμε τα νέα δεδομένα, αποχαιρετούσαμε (έτσι πιστεύαμε) τη χώρα του Ποτέ και αρχίζαμε σκέψεις για το μέλλον, ήμασταν τόσο σίγουροι, κάτι θα γινόταν και σύντομα, βρήκαμε και τους φίλους Τουρκοκύπριους και ακούσαμε με έκπληξη τους γονείς τους να μας μιλούν άπταιστα ελληνικά (κυπριακά) έστω και με λεξιλόγιο τριάντα χρόνων παλιότερο. «Εχαρήκαμεν πολλά που ανοίξασιν οι στράτες…»

Το 2004 ψηφίσαμε όπως ψηφίσαμε (είχα θέση τότε, και μάλιστα έντονη, σημασία δεν έχει πια), ο κόσμος αποφάσισε, το αποτέλεσμα όμως, αλλά κυρίως η διαχείριση του μετά, δεν ήταν απλώς ένα ακόμα ΟΧΙ, ήταν η επιστροφή στο Ποτέ, στη σιγουριά της στασιμότητας, σε μια ψεύτικη ηρεμία.

Ο φίλος Παναγιώτης Μιχαήλ, το 2005 νομίζω, αποτύπωσε αυτό το γενικό αίσθημα της εποχής σε μια καίρια εικαστική του παρέμβαση. Τοποθέτησε στη Λευκωσία (και στις δύο πλευρές) πινακίδες (τύπου τροχαίας) με τη φράση ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ / REMEMBER ME / HATIRLA BENI. Πέραν όποιας άλλης πιο προσωπικής σημειολογίας, ένιωσα βλέποντάς το ότι πια τα απόλυτα συνθήματα τύπου ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ή ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ξεθώριασαν στο χρόνο και απέμεινε ένα απλό ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ, παρακλητικά να το απευθύνει το ένα κομμάτι της μοιρασμένης πόλης στο άλλο μισό, εμείς στους Τουρκοκύπριους και αντίστροφα, η πατρίδα σε όλους μας.

Τώρα ήρθε (πάλι) η ώρα της Λήδρας. Για χρόνια μαδούσαμε τη μαργαρίτα, θα ανοίξει, δε θα ανοίξει· τούτη τη φορά θα διαψευστεί ο (δικαιολογημένα) δύσπιστος φίλος που εργάζεται κάπου εκεί. Το άνοιγμά της δεν είναι βέβαια η λύση. Υπάρχουν πολλά να γίνουν, κυρίως από τους πολιτικούς μας που ελπίζω να είναι τούτη τη φορά πιο έτοιμοι, πιο σίγουροι, πιο διορατικοί. Ας μην είμαστε όμως συνειδητά απαισιόδοξοι.  Αυτό που θα πετύχει το άνοιγμα της Λήδρας, και δεν είναι καθόλου λίγο, είναι να μας απομακρύνει από το Ποτέ και να μας σπρώξει ξανά προς τη λογική του Ίσως.

Και όπως ανοίγουν οι στράτες και συναντιόμαστε ξανά με τους Άλλους και όπως και εμείς και οι Άλλοι βρίσκουμε τα οστά των νεκρών μας σε ομαδικούς τάφους ή πετάμενα σε πηγάδια μιας αμαρτωλής σιωπής, ας αρχίσουμε να ζούμε (με) την προοπτική μιας διευθέτησης, ώστε πιο έτοιμοι από την προηγούμενη φορά να μπούμε στη διαδικασία ενός νέου σχεδίου, κυρίως να γκρεμίσουμε στερεότυπα και προκαταλήψεις — όχι το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα ψυχολογίας αλλά έχει και αυτή τη σημασία της. Και από το ίσως… ίσως πάμε ένα βήμα πιο μπροστά, τουλάχιστον μάθαμε ποτέ να μη λέμε ποτέ… Ίσως λοιπόν!

YΓ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 2008 στο περιοδικό Υστερόγραφο που κυκλοφορούσε με την εφημερίδα ο Φιλελεύθερος και αναφέρονταν στην τότε «κινητικότητα» (όρος αγαπημένος των πολιτικών) και τις όποιες ελπίδες γεννούσε για επίλυση του Κυπριακού, η εκλογή ενός νέου προέδρου και η προοπτική του ανοίγματος του οδοφράγματος στην οδό Λήδρας. Εκφράζει όμως και γενικότερα τα σκαμπανεβάσματα που βιώναμε τόσα χρόνια.

Από τότε έχουν αλλάξει πολλά και τίποτε δεν έχει αλλάξει. Καινούριος πρόεδρος, κούρεμα καταθέσεων, οικονομική κρίση, νέος γύρος συνομιλιών, στασιμότητα από τη μια, «κινητικότητα και προοπτικές» από την άλλη που προσφέρει η ύπαρξη του φυσικού αερίου και η «ενεργός ανάμειξης του διεθνή παράγοντα». Μόνο που φαίνεται πως έχει παρέλθει η εποχή του Ίσως. Έχουμε γίνει άραγε απαισιόδοξοι, σοφότεροι ή ρεαλιστές; Ούτε κοιτάζουμε (η πλειοψηφία τουλάχιστον) προς την «άλλη πλευρά» της πατρίδας, είναι πάλι μακριά από την καθημερινότητά μας. Η ζωή δυσκόλεψε, η κρίση έχει φέρει πολλούς στα όρια αντοχής τους και σε έναν αγώνα επιβίωσης. Με αυτά ασχολούνται, λογικό είναι. Αυτό που ίσως πλανιέται είναι μια αίσθηση πως η οικονομία (η ανάγκη δηλαδή) θα φέρει και μια λύση. Είναι σαν να προχωρούμε και να αναμένουμε από κάποιους άλλους να έρθουν και ως δια μαγείας (ή μάλλον ως δια οικονομίας και φυσικού αερίου) να λύσουν τα πάντα. Αλλά υπάρχουν μάγοι; Και είναι μάγοι ή μαθητευόμενοι μάγοι;

Οι πολίτες, όπως δείχνουν και οι εκλογές, φαίνεται να απέχουν. Οι πολιτικοί μας το πιο ριζοσπαστικό που σκεφτήκαν για τα σαράντα χρόνια από την εισβολή και τη διχοτόμηση είναι ένα «υπερκομματικό αντικατοχικό συλλαλητήριο» στο Προεδρικό Μέγαρο. Άρα μήπως όχι τυχαία είναι σαν να μπήκαμε πια στην εποχή μιας αδιαφορίας; Ο χρόνος, λένε κάποιοι, ο χρόνος όλα τα λύνει. Μόνο που ο χρόνος θα βάζει κάθε τόσο μπροστά μας κάποιες επιλογές. Και θέλοντας και μη θα είμαστε σχεδόν πάντα σε μια εποχή αποφάσεων (και των όποιων συνεπειών τους). Ακόμα και όταν θα αποφασίζουμε να μην αποφασίζουμε. Και η «απέναντι» πατρίδα μας θα μας γίνεται όλο και πιο αγνώριστη και μακρινή.

Ο Αντώνης Γεωργίου γεννήθηκε το 1969. Σπούδασε Νομικά στη Μόσχα και εργάζεται ως δικηγόρος στη Λεμεσό. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού λόγου, τέχνης και προβληματισμού Άνευ (Λευκωσία). Έχει εκδώσει τα βιβλία: Πανσέληνος παρά μία (ποιήματα, Γαβριηλίδης 2006), Γλυκιά bloody life (διηγήματα, Το Ροδακιό 2006, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, Κύπρος) και Ένα αλπούμ ιστορίες (Το Ροδακιό 2014).

Ο Παναγιώτης Μιχαήλ είναι εικαστικός και επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο Frederick. Ζει και εργάζεται στην Κύπρο. Έργα του παρουσιάζονται στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Το έργο «Να με θυμάσαι» παρουσιάστηκε στην ομαδική έκθεση The Leaps of Faith, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2005 στη νεκρή ζώνη και στην πόλη της Λευκωσίας, σε επιμέλεια Κατερίνας Γρέγου και Erden Kosova. Όπως αναφέρει η κ. Γρέγου, το μήνυμα με τη μορφή κειμένου που φέρνουν οι πινακίδες είναι μάλλον πιο αμφίσημο, και μπορεί να ερμηνευτεί τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Οι λέξεις «Να με θυμάσαι» εμφανίζονται γραμμένες σε τρεις γλώσσες, ελληνικά, τουρκικά και αγγλικά, αντιπροσωπεύοντας έτσι τις τρεις δυνάμεις με τη μεγαλύτερη επιρροή στο νησί. Αν και το έργο παίζει με την αρχέτυπη ελληνοκυπριακή δήλωση «Δεν ξεχνώ» και την τουρκοκυπριακή «Δε θα ξεχάσουμε» (την εθνοτική βία μεταξύ των δύο κοινοτήτων κατά την περίοδο 1963-1967), οι λέξεις μπορούν να προσλάβουν διαφορετική σημασία για διαφορετικούς λόγους, ανάλογα με την προσωπική προοπτική του θεατή. Ο Erden Kosova σημειώνει ότι οι οδικές πινακίδες έστεκαν σαν σύμβολα μιας χρήσης της μνήμης ο χαρακτήρας της οποίας είναι εποικοδομητικός και προοδευτικός. Έρχονταν έτσι σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τη μνήμη οι εθνικιστικές ιδεολογίες ως στοιχείο που αναπαράγει το αμοιβαίο μίσος.

cover_georgiou_08.indd