Το Newsroom είναι μια τηλεοπτική σειρά του μπουτίκ καλωδιακού δικτύου HBO που προβάλλεται στις Η.Π.Α. και τον υπόλοιπο κόσμο από τον Ιούνιο του 2012, έχοντας ήδη διανύσει δύο επιτυχημένες σεζόν. Το στόρι εκτυλίσσεται γύρω από τον παρουσιαστή ειδήσεων Γουίλ Μακ Αβόι που με αφετηρία αυτήν την εκπληκτική εναρκτήρια σκηνή αφύπνισης αποφασίζει να σταματήσει να είναι ο ουδέτερος άνκορμαν που κερδίζει το κοινό με τη γοητεία του και να γίνει εκείνος ο τύπος που μαζί με τη δημοσιογραφική του ομάδα θα επιδοθεί σε μια σταυροφορία «ηθικής ενημέρωσης» κόντρα ακόμα και στα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του δικτύου που εργάζεται (ή στην ρεπουμπλικανική ιδεολογία του). Εγκέφαλος της σειράς είναι ο σπουδαίος σεναριογράφος Άαρον Σόρκιν (The Social Network, Moneyball, The West Wing και πολλά άλλα σε τηλεόραση και σινεμά) και πρωταγωνιστής ο εξαιρετικός Τζεφ Ντάνιελς. Η σειρά, παρά τα καλά της νούμερα, δέχεται πολύ σκληρή κριτική εντός αμερικάνικου εδάφους. Ο Σόρκιν κατηγορείται ότι μεταφέρει όλες τις Δημοκρατικές του φαντασιώσεις, παρουσιάζοντας μια παραμορφωμένη ρομαντική εικόνα των media πολύ μακριά από την σκληρή πραγματικότητα. Πιθανότατα, οι επικριτές έχουν δίκιο. Εμπειρικά, όμως, δεν ξέρω ούτε έναν νέο συνάδελφο εδώ στην Ελλάδα που να μην την παρακολουθεί με πάθος. Με ζήλεια, καλύτερα. Γιατί βλέπει κάποιες συνθήκες και μεθόδους δουλειάς που ξέρει ότι δε θα ζήσει ποτέ. Εποικοδομητικές συσκέψεις που δεν κοιτάζουν όλοι να την σκαπουλάρουν, εμμονή στη διασταύρωση των ειδήσεων, μεγαλεπήβολα ρεπορτάζ και όχι «τι μπορούμε να κάνουμε να βγει το τεύχος», διακριτοί ρόλοι και ιεραρχία της συνεργασίας κι όχι της ίντριγκας. Αυτό που όλοι ζηλεύουμε, με πλήρη επίγνωση ότι δεν είναι απόλυτα ρεαλιστικό, βλέποντας το Newsroom είναι ένα εργασιακό περιβάλλον που προωθεί την ερευνητική δημοσιογραφία ως «λειτούργημα» (όσο διδακτικό κι αν ακούγεται) και όχι ως τυπική δουλειά 9 με 5.
Καμία σχέση. Οι νέοι δημοσιογραφικοί κανόνες, όχι μόνο στην Ελλάδα της κρίσης αλλά παντού, και η on-line κατεύθυνση αλλάζουν το επάγγελμα κάθε μέρα.
Ο νέος δημοσιογράφος γίνεται «πάροχος περιεχομένου», γεμίζει ηλεκτρονικούς κουβάδες χωρίς πάτο με «ποστάκια ανά ώρα» που αντιγράφει ακόμα κι αν αναφέρουν τέρατα. Όπως, ας πούμε, ότι μια low budget αεροπορική εταιρεία θα προσλάβει σχεδόν 3000 εργαζόμενους για να δουλέψουν σε έναν προορισμό του μεγέθους της χώρας μας. Γίνεται λίγο φωτογράφος, λίγο γραφίστας, όχι για να έχει μια πιο σφαιρική γνώση της δουλειάς του αλλά για να επιβιώσει στο downsizing των θέσεων εργασίας.
Και, φυσικά, η επιτυχία του ή το εμπορικό του εκτόπισμα μετριέται με likes. Ακόμα, κι αν μερικές φορές είναι μέρος των καθηκόντων του να πατάει επανειλημμένα κλικ σε εμπορικά μπάνερ. Γιατί, ξέχασα, «κάνει και λίγο social media». Μια κατάσταση που όπως και να το κάνουμε συνιστά καθετοποίηση της παράνοιας των χρυσών ημερών που οι εκδότες αγόραζαν τα ίδια τα περιοδικά τους για να καρυκεύουν τα δελτία κυκλοφορίας.
Τον πρώτο χρόνο της Athens Voice (τόσο παλιά που δυστυχώς δεν υπάρχει πουθενά on-line) ο Σπύρος Πέγκας, νυν αντιδήμαρχος πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, είχε γράψει ένα άρθρο με τίτλο: «Δημοσιογράφος, ο μεγάλος χαμένος της μεταπολίτευσης». Ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον χρονικό της μετεξέλιξης του (μεγαλο)δημοσιογράφου στην Ελλάδα της διαπλοκής κατά σειρά σε επαγγελματία εκτελεστή συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, επιχειρηματία, παράγοντα,. Αυτής της πορείας που γέννησε τον κλασικό αφορισμό «Αλήτες Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι», ο οποίος από το 2008 κι έπειτα έχει εξελιχθεί σε πανάκεια απαξίωσης. Στα «Απλά Δολοφονικά Μαθηματικά» που δημοσιεύσαμε στην Popaganda λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν σκοπεύαμε να δείξουμε με το δάχτυλο ηθικούς αυτουργούς. Ποιοι είμαστε να το κάνουμε, άλλωστε; Θέλαμε να δείξουμε ότι η μικροπολιτική εξυπηρέτηση συμφερόντων που συνεπάγεται η υιοθέτηση της χρυσαυγίτικης γλώσσας από πολιτικούς και δημοσιογράφους, μπορεί να συντελέσει στα ολέθρια αποτελέσματα. Λίγους μόνο μήνες μετά, ήρθε το Φαρμακονήσι, η πολύπλευρη τραγωδία με τα 12 θύματα (ανάμεσά τους 9 παιδιά) της περασμένης Πέμπτης.
Ακολουθούν τα πρωτοσέλιδα των τριών δημοφιλέστερων και – όχι τυχαία – φιλοκυβερνητικών εφημερίδων την προηγούμενη Παρασκευή.
Κι αυτό είναι το μνημειώδες απόσπασμα από το βραδινό δελτίο ειδήσεων του MEGA, το βράδυ της ίδιας ημέρας.
Στην πρώτη περίπτωση, «Καθημερινή», «Τα Νέα» κι «Έθνος» αφιερώνουν στα πρωτοσέλιδά τους συνολικά 24 λέξεις στο συμβάν, θαμμένες στο κάτω αριστερά μέρος της πρώτης. Η ίδια υποβάθμιση του θέματος συνέβη πάνω κάτω και στα αντίστοιχα πρωτοσέλιδά του Σαββατοκύριακου. Η λέξη «ντροπή» συνόδευσε αυτή τη διαπίστωση πολλές φορές αυτές τις μέρες. Η λέξη «απογοήτευση» είναι όμως πιο ταιριαστή.
Γιατί όσοι έχουμε μεγαλώσει διαβάζοντας αυτές τις εφημερίδες (συν την «Ελευθεροτυπία») και γίναμε αρκετά έμπειροι – άρα προσγειωμένοι – αναγνώστες έτσι ώστε να τις φιλτράρουμε μέσα από το δεδομένο ότι πορεύονται αγκαλιά με την εξουσία, τώρα πρέπει να δεχθούμε ότι πια θέμα «γραμμής της εφημερίδας» δεν είναι η ερμηνεία της είδησης αλλά ακόμα και η αναφορά της.
Αν δεν εντοπίζετε την παραμικρή διαφορά με τις αθλητικές οπαδικές εφημερίδες που αγνοούν επιδεικτικά τις επιτυχίες των απέναντι, είναι γιατί πια δεν υπάρχει. Μόνο που εκεί η άρνηση της πραγματικότητας είναι μέχρι και χαριτωμένη, εδώ πρέπει να δεχθούμε ότι υπογραφές όπως ο Μητσός, ο Ξυδάκης, ο Μπουκάλας λειτουργούν οριστικά ως άλλοθι στην καταλυτική επικράτηση της υστερίας των δύο άκρων. Πρέπει να δεχθούμε ότι μπορεί να ξεσηκώνεται το δημοσιογραφικό σύμπαν για ένα σκίτσο, ότι μπορεί να μαθαίνουμε κάθε λεπτομέρεια για το Άρλεκιν του βαψομαλλιά τρομοκράτη, ότι μας ενδιαφέρει κάθε τηλεφώνημα που κάνουν μεταξύ τους οι «58», αλλά η αναφορά στο χαμό 12 ανθρώπων είναι «πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας».
Στη δεύτερη περίπτωση, η ταιριαστή λέξη είναι «αηδία». Γιατί αυτό το τηλεοπτικό απόσπασμα είναι το αποκορύφωμα του αμοραλισμού ως προαπαιτούμενου μιντιακής επιβίωσης. Το σιχαμένο «προφανώς πνίγονται» είναι η προέκταση του θράσους με το οποίο ο αρμόδιος Υπουργός Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης διέκρινε «παρέμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης στα εσωτερικά της χώρας μας».
Στο ουτοπικό σύμπαν του Newsroom ο Γουίλ Μακ Αβόι ήδη θα είχε επιρρίψει ευθύνες στην υπογραφή της συνθήκης του Δουβλίνου (ακόμα κι αν χρειαζόταν να στρέψει τα βέλη στον untouchable Κώστα Σημίτη), θα είχε σημειώσει τον εγκλωβισμό της χώρας όσον αφορά το μεταναστευτικό με τις γνωστές ακροδεξιές συνέπειες στην πολιτική ατζέντα, θα είχε παραγγείλει έρευνα σχετικά με τις φρικτές καταγγελίες για τους λιμενικούς (όχι μόνο τις τωρινές αλλά μερικές ντουζίνες που γίνονται κάθε χρόνο). Στο δυστοπικό μιντιακό σχήμα της σύγχρονης Ελλάδας, ο δημοσιογράφος είναι ο μεγάλος χαμένος και της κρίσης γιατί όλο και πιο συχνά ταυτίζεται με τον πωρωμένο ανώνυμο που κάνει μακάβρια σχόλια περί «τροφής για τα ψάρια» στα sites του μίσους.