Η συγκινητική ιστορία του Pete Paphides που μίλησε στον Θεοδόση Μίχο με αφορμή την αυτοβιογραφία του, ένα συναρπαστικό βιβλίο γεμάτο ποπ κουλτούρα, νεανική αγωνία και νοσταλγία των μεταναστών γονιών του για την πατρίδα που άφησαν κάποτε πίσω τους.
Μεγάλωσε στην Καβάλα, έμαθε το ραπ στο Μαϊάμι, προσκύνησε στο Μάτσου Πίτσου, έκανε το «μπαπ» και κατέκτησε την Αθήνα. Στα 21 του νιώθει «ένας σύγχρονος ρεϊβάς, ένας σημερινός fashionable χίπης», όπως είπε στη Ζωή Παρασίδη.
Στην πρώτη του πρόσληψη έκανε κουμπότρυπες, η παρθενική του δουλειά για περιοδικό έγινε καταλάθος, από τα club των 80s βρέθηκε στη μόδα που όριζε το Κολωνάκι. Έχει τη φήμη του νοσταλγού αλλά δεν θέλει να επιστρέψει πίσω.
Η μόνη αγωνία της καταξιωμένης συγγραφέως, που μιλάει στον Θεοδόση Μίχο με αφορμή το τελευταίο της μυθιστόρημα, Μπαρόκ, είναι να πειστεί ο αόρατος αναγνώστης που στέκεται πίσω και δεξιά της ενώ γράφει, ότι οι λέξεις της είναι φυσικές και αναγκαίες.
Έχει διδαχθεί γαλλικές τεχνικές κι όμως προσπαθεί να μας μάθει πώς να φτιάχνουμε περίπλοκα γλυκά απλά. Ο «εθνικός μας ζαχαροπλάστης» αποφάσισε ότι θα δοκιμάσει κάτι καινούριο, διαφορετικά δεν θα ξαναέβγαινε στην τηλεόραση.
Αυτός είναι ο τίτλος που ο ίδιος ο συγγραφέας διάλεξε για τη συνέντευξη που παραχώρησε στον Θεοδόση Μίχο με αφορμή το νέο του συνταρακτικό βιβλίο, «Ολομόναχος». Διαβάζοντας θα καταλάβετε τι ακριβώς εννοεί.
Είναι αυτό που επέτρεψε στη δημοσιογράφο και θεατρική συγγραφέα να ολοκληρώσει, μετά το θάνατο της μητέρας της, το σπαρακτικό πεζό «Δέντρα, πολλά δέντρα», αποφεύγοντας την ευκολία του μελό και την παγίδα της αδιέξοδης αυτοαναφορικότητας.
Ούτε για το πώς μεγάλωσε, ούτε για το πώς ζει στην Αθήνα, ούτε για το πώς είναι να τα παρατάς όλα για να γράψεις, ούτε για το πώς είναι με το ένα χέρι να μεγαλώνεις ένα παιδί ενώ με το άλλο αυτομαστιγώνεσαι γιατί δεν βρίσκεις την επόμενη σωστή λέξη.