Στην Πάτρα του 1895 μια μικρή παραγωγική μονάδα ανοίγει τις πόρτες της, και η Ελλάδα αποκτά κάτι που, με το πέρασμα των δεκαετιών, θα εξελιχθεί σε ένα απ’ τα παλιότερα οινοπνευματοποιεία της Ευρώπης, μια σύγχρονη μονάδα με παραγωγική δυνατότητα υψηλών προδιαγραφών. Τέσσερις γενιές μετά, η εταιρεία ΒΓ Σπηλιόπουλος έχει καθιερωθεί ως ένας απ’ τους πιο σταθερούς κι αξιόπιστους παραγωγούς καθαρού οινοπνεύματος στη χώρα, έχοντας παράλληλα επεκταθεί στην οινοποιία και την αποσταγματοποιία. Και λίγο πριν γιορτάσει τα 120 χρόνια της, η βιομηχανία – ορόσημο της Πάτρας μπαίνει στην αγορά των εμφιαλωμένων ποτών με την 40 41: την πρώτη βότκα που παράγεται εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα.
Συναντάμε τον Γιώργο Σπηλιόπουλο στο Holy Spirit στη Γλυφάδα, την ώρα που ο Xavier Μισαηλίδης, ο έμπειρος bartender πρώτης γραμμής γνωστός και ως “το Χέρι”, ετοιμάζεται να μας συνθέσει ένα cocktail που θα υπογραμμίσει την ικανότητα της 40 41 να αναδεικνύει τις γεύσεις και τις ιδιότητες των υλικών που την αγκαλιάζουν. Μειλίχιος και προσηνής, ο Γιώργος Σπηλιόπουλος δεν έχει ακριβώς την εικόνα του ανθρώπου με το άγχος που θα περίμενες να συνοδεύει την είσοδο ενός καινούριου προϊόντος σε μια πολύ ζόρικη κι αρκετά στριμωγμένη αγορά, όπως αυτή των σκληρών ποτών. Λογικό βέβαια: έχει από πίσω του τη σιγουριά μιας εταιρείας που έχει αντέξει στο πέρασμα 120 ετών.
Αν υπάρχει ένα πράγμα στα ποτά, που μπορεί να γοητεύσει περισσότερο κι απ’ τα ίδια τα ποτά, αυτό είναι οι άγνωστες ιστορίες που κρύβουν πίσω τους. Όταν κρατάς ένα ποτήρι Gin n Tonic ας πούμε, δεν μπορεί οι μικρές του φυσαλίδες να μην σε ταξιδεύουν στις μακρινές βρετανικές αποικίες των Ινδιών, και τους αξιωματικούς της Αυτού Μεγαλειότητας που με το παραδοσιακό βρετανικό ποτό που τους παρείχε απλόχερα η υπηρεσία, εφηύραν ένα απ’ τα διαχρονικότερα μίγματα στην ιστορία της αλκοολοποσίας. Αντίστοιχα, όταν κατεβάζεις ένα σφηνάκι βότκα, αυτό που καίει το στομάχι σου δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από τη θέρμη της Οκτωβριανής Επανάστασης, εξ αιτίας της οποίας ο εξόριστος Vladimir Smirnov εξήγαγε την τεχνογνωσία του εθνικού ποτού της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, από ‘κει στην τότε Πολωνία κι αργότερα στη φωτεινή Γαλλία, ουσιαστικά πυροδοτώντας τη διεθνοποίησή του. Μια εταιρεία με ενάμιση σχεδόν αιώνα ζωής, όπως η ΒΓ Σπηλιόπουλος, σίγουρα θα έχει κι αυτή μια τέτοια ιστορία.
“Στη δική μας περίπτωση, αντίστοιχη ιστορία είχαμε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου”, αφηγείται ο Γιώργος Σπηλιόπουλος, ο δεύτερος που πιάνει το τιμόνι της εταιρείας μ’ αυτό το ονοματεπώνυμο. “Ο παππούς μου, που διηύθυνε τότε το εργοστάσιο, το έκλεισε κι έφυγε για να πολεμήσει στο Ελληνοαλβανικό μέτωπο,” συνεχίζει, “οπότε με την επιστροφή του στην Πάτρα και πλέον με την κάθοδο Ιταλών και Γερμανών στην Ελλάδα, τον φώναξε ο Ιταλός διοικητής και του λέει ‘βάλε μπροστά το εργοστάσιο’ –το οινόπνευμα πέραν των υπολοίπων είναι και καύσιμο, οπότε για ένα στρατό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο προϊόν. Ο παππούς μου μόλις το άκουσε αυτό, έκλεισε το εργοστάσιο κι εξαφανίστηκε στην Αθήνα. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να το βάλουν μόνοι τους μπροστά, κι όταν είδαν ότι δεν μπορούσαν το λεηλάτησαν. Πήραν σωλήνες για να κάνουν πυροσωλήνες, πήραν τα μηχανήματα, το διέλυσαν ουσιαστικά, οπότε απ’ το ‘39-’40 και μετά δεν δούλεψε, μέχρι μετά τα μέσα του 1945 που ξανακατέβηκε ο παππούς μου στην Πάτρα”.
Όταν ο παππούς Γιώργος Σπηλιόπουλος επέστρεψε στην Πάτρα, κι η Ελλάδα σ’ ένα είδος κανονικών ρυθμών, βρήκε απ’ το εργοστάσιό του να λείπει η καρδιά: “τού είχαν πάρει το ατμοκάζανο, και το ατμοκάζανο είναι αυτό που δίνει όλη την ενέργεια σ’ ένα εργοστάσιο, οπότε δεν μπορούσε να βάλει μπροστά. Υπήρχε όμως ένα βρετανικό πλοίο, που είχε χτυπήσει σε μια νάρκη, κι είχε προσαράξει κάπου έξω απ’ τον Αστακό. Τότε, ο παππούς συνεννοήθηκε με τις Αρχές, πήγε και ξήλωσε το καζάνι απ’ το βρετανικό πλοίο, το πήρε στην Πάτρα κι έτσι του ξανάδωσε ζωή”. Με αυτή τη δανεική καρδιά το εργοστάσιο διήνυσε ό,τι είχε απομείνει απ’ τη δεκαετία του ‘40, το ‘50 μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα βίωσε κι αυτό τη βιομηχανική του παλιγγενεσία, και μπορεί μέχρι τα τέλη του ‘80 να ζούσε στο καλούπι του ρυθμιστικού κράτους (“μέχρι το 1990 το οινόπνευμα ήταν είδος υπό κρατικό έλεγχο, με καθορισμένες πρώτες ύλες και τιμές πώλησης”, εξηγεί ο Σπηλιόπουλος), ως το τέλος του ‘90 όμως είχε ήδη εξελιχθεί σε μια δυναμική επιχείρηση με ισχυρούς δεσμούς τόσο στην εθνική, όσο και στη διεθνή αγορά.
“Ως επιχείρηση πουλάμε οινόπνευμα, αποστάγματα, βάση για ποτά όπως απόσταγμα οίνου για brandy και κρασιά, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε ως πρώτη ύλη, είτε τα εμφιαλώνουν οι πελάτες μας για λογαριασμό τους”, λέει ο κος Σπηλιόπουλος, μιλώντας για τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της υπεραιωνόβιας εταιρείας, κι υπογραμμίζει το εντυπωσιακότερο: “αποστάζουμε ελληνικά κρασιά, τα παλαιώνουμε σε δρύινα βαρέλια και τα πουλάμε σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου και της Γαλλίας –δηλαδή στη χώρα που παράγει το κονιάκ, πουλάμε ελληνικό μπράντι”. Γιατί λοιπόν κάποιος με την τεχνογνωσία της παραγωγής και της διαχείρισης της πρώτης ύλης, να μην έχει περάσει τόσα χρόνια στη δική του ετικέτα; “Για χρόνια υπήρχε μια προσήλωση του Έλληνα καταναλωτή στα ξένα brands. Τώρα βέβαια αυτό έχει αλλάξει. Ο κόσμος βλέπει τα πράγματα λίγο διαφορετικά, ανακαλύπτουμε ότι παράγουμε πράγματα στην Ελλάδα τα οποία δεν ξέραμε. Κι υπάρχει κι ένα στοιχείο υπερηφάνειας, ότι φτιάχνουμε στην Ελλάδα μπύρα, φτιάχνουμε βότκα, φτιάχνουμε αυτά που φτιάχνουμε”.
Η έννοια του success story κι η συμμετοχή του καταναλωτή στην ανάδειξη μιας τέτοιας ιστορίας, δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο: “υπάρχει και διεθνώς μια στροφή του κόσμου στο να βρει προϊόντα των οποίων να μπορεί πια να εντοπίζει τον παραγωγό,” συμφωνεί ο Σπηλιόπουλος. “Αυτό ξεκινάει απ’ το κρασί: όλοι θέλουμε να πιούμε ένα κρασί στο οποίο να μπορούμε να επισκεφτούμε όχι μόνο το οινοποιείο αλλά και το αμπέλι. Στην Αμερική έχει ξεκινήσει με τις μπύρες craft και τη μικροζυθοποιία. Εκεί πια, οι craft μπύρες έχουν κατακλύσει την αγορά, γιατί ο κόσμος ταυτίζεται με την μπύρα και τον παραγωγό της. Ξέρει ότι την τάδε παραγωγική διαδικασία την κάνει ο τάδε παραγωγός, και ξέρει ποιος είναι, έχει ένα πρόσωπο να συνδέσει με το προϊόν. Τα ποτά που παράγουν οι μεγάλες εταιρείες, δεν ξέρει κανένας πού παράγονται, ποιος τα παράγει, πώς τα παράγει. Υπάρχει μια τεράστια μηχανή μάρκετινγκ, αλλά στην τελική ποιος είναι αυτός που είναι πίσω από το προϊόν; Δεν υπάρχει, γιατί από πίσω είναι μια πολυεθνική εταιρεία. Εντάξει, μπαίνεις στο internet, βλέπεις ένα πολύ ωραίο μάρκετινγκ, αλλά από πίσω ποια είναι η ψυχή;”.
Απ’ το κρασί και τη μπύρα όμως, ως το σκληρό ποτό και τη βότκα, υπάρχει μια απόσταση βαλαντίου κατ’ αρχήν, και καταναλωτικής συνείδησης στη συνέχεια. Αυτό είναι που κάνει και πιο δύσκολη την είσοδο σε μια αγορά τόσο κορεσμένη από μαρκετινίστικες τακτικές. Ο πρώτος παραγωγός βότκας στην Ελλάδα όμως, είναι αισιόδοξος: “νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μάζα καταναλωτών οι οποίοι έχουν αρχίσει και αποκτούν συνείδηση σε ό,τι αφορά το τι πίνουνε. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια το νούμερο ένα ποτό είναι το ουίσκι. Πλέον ο Έλληνας στο ουίσκι έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη συνείδηση του τι πίνει, και γι’ αυτό υπάρχουν και κάβες με πολύ μεγάλη εξειδίκευση: στη χώρα μας βρίσκεις ετικέτες που σε μαγαζιά στο Λονδίνο μπορεί να μην τις βρεις. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή πια ο Έλληνας έχει αποκτήσει συνείδηση. Αυτό έχει αρχίσει τα τελευταία χρόνια να διαχέεται και στα άλλα ποτά, όπως η βότκα, το gin και το ρούμι. Ο Έλληνας ψάχνει πια το τι πίνει”.
Η αφύπνιση του καταναλωτή είναι διπλό στοίχημα για την 40 41, αφού ο παραγωγός δεν ποντάρει μόνο στην ελληνικότητα του προϊόντος, αλλά και στην υψηλή ποιότητά του, όπως την εγγυώνται οι δεκαετίες της τεχνογνωσίας που αποστάζονται μέσα στο μπουκάλι της: “Εμείς ξεκινήσαμε φτιάχνοντας ελληνικό καθαρό οινόπνευμα”, διευκρινίζει, “όμως όταν φτιάχνεις καθαρό οινόπνευμα, φτιάχνεις και βότκα, δεδομένου ότι η βότκα, ως ορισμός προϊόντος είναι ακριβώς αυτό: αραιωμένο καθαρό οινόπνευμα. Η δουλειά μας είναι το καθαρό οινόπνευμα κι η παραγωγική μας διαδικασία, μέσα από πολλά χρόνια τεχνογνωσίας κι εμπειρίας, μάς έχει δώσει τη δυνατότητα να παράγουμε ένα οινόπνευμα το οποίο είναι τέλειο, απόλυτα καθαρό. Το να φτιάξεις όμως ένα ούζο για παράδειγμα, σημαίνει να χάσεις όλα τα στοιχεία του οινοπνεύματος, γιατί θες ένα απόσταγμα που να έχει πολλή γεύση και πολύ άρωμα, αυτό είναι το ούζο. Η πεμπτουσία του δικού μας προϊόντος, του οινοπνεύματος, είναι η απόλυτη καθαρότητά του. Η έλλειψης κάθε ξένης γεύσης και μυρωδιάς εκτός της χαρακτηριστικής φινέτσας του καθαρού οινοπνεύματος. Οπότε ξεκινάμε από το πιο δυνατό ατού που έχουμε ως παραγωγή. Κι η τελική του έκφραση στην καθαρή του μορφή, είναι η βότκα μας”.
“Μια από τις λίγες βότκες που έχουν την ικανότητα να βγάζουν αρκετή λιπαρότητα για να νιώθεις γεμάτη την υφή στο στόμα σου”, προσθέτει ο Xavier Μισαηλίδης, ο οποίος μας περιμένει με ένα υπέροχο Normandie στο μπαρ. Η μακριά επίγευση της 4041 σού δίνει το χρόνο να αναλογιστείς τη μακρά παράδοση που φέρνει αυτή η βότκα σου ποτήρι σου, και προσφέρει και στον Xavier το σώμα που χρειάζεται το κοκτέιλ του, για να προλάβει ο αναζωογονητικός συνδυασμός των αρωματικών bitters με τη γλυκόξινη μίξη των λικέρ μήλου κι αχλαδιού να στήσουν στους γευστικούς σου πόρους μια μικρή επανάσταση –σαν αυτήν που προβλέπεται να φέρει κι η 4041 στις νυχτερινές σου προτεραιότητες. Ή και στο σπιτικό σου μπαρ, με τη συνταγή που μοιράστηκε μαζί μας ο Xavier, για το τέλειο Normandie.
Normandie cocktail με vodka 4041
50ml 4041 vodka
15ml Calvados apple brandy
10ml liquer αχλάδι
10ml φρέσκο λεμόνι
3 dash αρωματικά bitters
αποξηραμένο μήλο και κανέλα για γαρνίρισμα