Πώς άραγε να ξεκινήσεις ένα άρθρο για το Rock ‘n’ Roll; Τι να πρωτοπείς; Ότι πια είναι λίγο παραπάνω από 30 ετών; Ότι είναι ένα από τα μαγαζιά που γίνεται χαμός ακόμα και τις καθημερινές; Ότι είναι ένα από τα λίγα μέρη που δεν χρειάζεται να πεις κάτι άλλο εκτός από το όνομα του για να καταλάβει ο άλλος γιατί μιλάς; Ότι πάλι όλος ο κόσμος συζητά για το ποιοι και ποιες είναι αυτοί και αυτές που κάθονται στα τραπέζια; Ότι επέστρεψε ο Χριστόφορος Πέσκιας στην κουζίνα;
Στη Λουκιανού είχα βρεθεί άλλη μια φορά πριν από 15 χρόνια περίπου, καλεσμένος ενός εξαιρετικού κύριου που είχε πρόσβαση στα κάτω τέσσερα τραπέζια. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είναι πιθανό την ίδια ώρα που τρως λαβράκι να γίνεται δίπλα σου το σώσε. Ήταν ένας καινούριος κόσμος για μένα αφού σαν 20χρονο παιδί πίστευα ότι σ’ ένα μαγαζί ή πας για να φας λαβράκι ή για να χορέψεις, ότι και τα δύο μαζί δεν γίνονται.
Είναι πολλές οι ιστορίες που συνοδεύουν το Rock (το δημοσιογραφικό κλισέ θέλει να γράφεις μετά ότι «έτσι το λένε οι φίλοι»). Το μαγαζί που έμαθε την Αθήνα να βγαίνει, που δεν έβαζε ελληνικά μέχρι να γίνει η άλωση της Κυριακής, όπου έτρωγαν οι κοσμικοί και οι wannabe κοσμικοί, όπου εκεί γνώρισε ο Λάτσιος τη Μενεγάκη, εκεί έτρωγε ο Λαζόπουλος με τη Ντενίση πριν τα σπάσουν, και όπου το τελευταίο βράδυ της αποκριάς όλα τα ποτά ήταν τσάμπα. Και φυσικά η σκληρή «πόρτα» που προσέθετε πολλά στην ήδη μυθική διάσταση του Rock N’ Roll.
Κάποια από αυτά γίνονται, κάποια άλλα όχι. Βρισκόμαστε εξάλλου στο 2018 και η νυχτερινή Αθήνα έχει περάσει από χίλια κύματα. Αυτό δεν σημαίνει πως οι τοίχοι του Rock δεν βαραίνουν από την ιστορία τους. Επιτέλους, μετά από 299 λέξεις ακριβώς, κατάφερα να φτάσω στην ατάκα που ήθελα ώστε να τονίσω πώς όλα έχουν εκεί μέσα μια ιδιαίτερη βαρύτητα, εκτός από το φαγητό. Για να μην παρεξηγηθούμε δεν εννοώ ότι δεν είναι επιπέδου αλλά ότι είναι ανάλαφρο comfort food αλά Πέσκια.
Το μενού χωρίζεται σε τέσσερις απλές κατηγορίες. Σαλάτες και Ορεκτικά, Πάστα και Πίτσα, Κυρίως και Γλυκά. Καταρχάς δεν έγινε επανάσταση, υπό την έννοια, ότι το κλασικό burger με τυρί bacon και τα συναφή παραμένει(15€) και στην παρέα του έρχεται μια εξαιρετική πρόταση με μοσχάρι Wagyu, πράσινη σάλτσα, πατάτες τηγανητές και chunky guacamole (19€).
Νέα προσθήκη είναι και οι πίτσες που ακολουθούν τη ναπολιτάνικη συνταγή με τρία υλικά, αυστηρά. Θα βρείτε τη Margarita, με σπιτική σάλτσα ντομάτας, mozzarella bufala και βασιλικό. Τη Bianca με μανιτάρια, fontina και ρόκα. Τη Salumeria με λουκάνικο και jamon.
Να πάμε λίγο στην αρχή. Από την επιλογή με τις σαλάτες τολμήστε (επιτέλους) την πράσινη σαλάτα με το κάρδαμο και το κατσικίσιο τυρί (14€) και μετά διαλέξτε χώρα. Οι επιλογές είναι από Ιταλία με πιάτα όπως Burrata με ντοματίνια και βασιλικό (14€), tartare τόνου ή το carpaccio μοσχαριού με wasabi (16€). Στο τελευταίο το wasabi είναι καυτερό όσο πρέπει και το ιδιαίτερο του είναι ότι δίνει από εκεί που δεν το περιμένεις μια κρατσανιστή υφή στο carpaccio. Έχει και Μεξικό με Taco, έχει και Κίνα με ψωμάκια bao γεμιστά με χοιρινό.
Πολύ μεγάλο πιάτο είναι το μοσχαρίσιο strip loin (70€) που είναι για δύο άτομα σίγουρα ή και για τη μέση. Μέτρια ψημένο, κόβεται μπροστά σας και ο σεφ το προτείνει ως εξής: βάζετε μια κουταλιά βούτυρο με σκόρδο συν μια επιλογή από κίτρινο αλάτι. Δεν θα το μετανιώσετε. Σε ψάρι κυκλοφορεί σολομός και φυσικά το λαβράκι (21€) όπου όλο το πιάτο μοιάζει με έργο τέχνης. Η γεύση ήταν τόσο καλή που ο συνδαιτυμόνας το έφαγε σε τρεις μπουκιές και δεν προλάβαμε να δοκιμάσουμε. Την επόμενη φορά.
Και γλυκό θα πάρουμε; Φυσικά! Mousse σοκολάτας (10€) με σορμπέ cassis όπως και δήποτε. Και ένα cheesecake (8€) για να σβήσουν όλα γλυκά. Και ένα νεγκρόνι για το τέλος. Μετά τρελός χορός. Φιλάκια!