Αδιαφορώντας για βιτρίνα και μαρκίζα, ο Πειναλέων κρύβεται χρόνια τώρα πίσω από τα δέντρα της οδού Μαυρομιχάλη, στο νούμερο 152 και μέσα στην καρδιά ενός από τα ομορφότερα νεοκλασσικά κτίρια της Αθήνας.
To 1975 o Αντώνης Φιτσιάδης, μαζί με την αγαπημένη του Κλειώ, δημοσιογράφο στην «Αυγή» ξεκινά να γράφει την ιστορία του Πειναλέοντα. Ο Φιτσιάδης έφαγε τα νιάτα του στη φυλακή, όπου είχε μπει επί χούντας. Δυο χρόνια αφού βγήκε, χάρη στην αμνηστία Παπαδόπουλου, αποφάσισε να ανοίξει ένα μαγαζί. Αμέσως, έγινε στέκι και κανονικό σπίτι αριστερών. Η συνταγή, όμως, δεν πρέπει να λειτούργησε, γιατί τρία χρόνια αργότερα, είναι ο Βασίλης Τσιπίδης και ο Μακάριος Αβδελιώδης που αναλαμβάνουν το μαγαζί συνεταιρικά. Φίλοι οικογενειακοί, οι δυο τους το κρατάνε παρέα μέχρι το 1980, όταν ο Βασίλης «σπάει» και πάει στην οδό Διδότου για να ανοίξει το θρυλικό μπαράκι του Βασίλη. Ο Μακάριος δεν εγκαταλείπει και ο χρόνος μοιάζει να τον δικαιώνει.
«Στα 26 μου χρόνια, βουτάω μόνος στην επιχείρηση. Ε, και το 1988 είχα την τύχη και την σοφία, ίσως, να αγοράσω όλο το κτίριο, το οποίο και ξεκίνησα σιγά σιγά να επισκευάζω. Ερείπιο ήταν: έβαζες μια πρόκα κι έπεφτε ο τοίχος! Με πολλά ζόρια το συντηρήσαμε. Με βοήθησαν και οι μαστόροι που είχαν ξεκινήσει να έρχονται από τα Βαλκάνια τότε. Κάθε καλοκαίρι έκανα μόνος μου λίγα πράγματα, αλλά ήρθε κι ένα καλοκαίρι που το πήρα απόφαση. Με την πολύτιμη βοήθεια ανθρώπων το έφτιαξα για τα καλά, χτίζοντας και γκρεμίζοντας. Το όνομα έμεινε, φυσικά. Παρμένο από το θρυλικό σκίτσο του Μποστ, με την Ελλάδα τη φτωχή και τα δυο της κουτσούβελα: την Ανεργίτσα και τον Πειναλέοντα. Κάποια στιγμή, ο Μποστ είχε περάσει από εδώ και είχε χαρεί με το όνομα. Καθόλου δεν τον πείραξε που δεν τον είχε ρωτήσει κανείς!»
Ο Μακάριος Αβδελιώδης, αδελφός του σκηνοθέτη Δήμου Αβδελιώδη, είχε ανέκαθεν την ευτυχία μες στο μαγαζί του να συναντά καλλιτέχνες, διάσημους και μη και, φυσικά, φοιτητές των Εξαρχείων. Δεν επικρατεί μέσος όρος ηλικίας εκεί μέσα: συνυπάρχουν νέοι και γέροι, οικογένειες και παρέες, γιατί από ένα σημείο και μετά, παύει κανείς να αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μια ταβέρνα. Εδραιώνεται σταδιακά η αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο σαλόνι ενός σπιτιού και γνωριζόμαστε με τους καλεσμένους του οικοδεσπότη. Τα τραπέζια αλλάζουν διάταξη, οι καρέκλες πηγαινοέρχονται, τα ποτήρια σηκώνονται και τσουγκρίζουν εξ αποστάσεως. Η κλισέ φράση «γινόμαστε όλοι μια παρέα» ταιριάζει γάντι.«Θα σχολάσω πάντα μετά τις δύο, κοιμάμαι γύρω στις 4, ξυπνάω κατά τις 12. Πίνω έναν καφέ και οργανώνω τη μέρα. Μια δυο φορές τη βδομάδα έχει δυνατά ψώνια και τις υπόλοιπες μέρες κάποια συμπληρώματα. Τα μαγειρέματα αρχίζουν γύρω στις 5-6 το απόγευμα και, καμιά φορά, από το μεσημέρι, ανάλογα με τις ανάγκες και τις κρατήσεις. Το μαγαζί δουλεύει βράδυ. Μεσημέρια μόνο τις Κυριακές και τις αργίες. Μου αρέσει που ζω εδώ μέσα… Το’ χω μάθει από τη Χίο, που είχαμε με την οικογένεια ένα μπακάλικο στο ισόγειο του σπιτιού μας. Επικρατεί, φυσικά, η τάση που σε θέλει να αλλάζεις παραστάσεις, αλλά αυτό νομίζω ότι αφορά ανθρώπους που κάνουν άλλες δουλειές, πιο ψυχρές. Εγώ έχω την ευτυχία να ζω το μαγαζί σα να είναι το σπίτι μου. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και πολύ ταξιδιάρης, μου αρέσουν τα στέκια, μου αρέσει να είμαι κοντά στους ανθρώπους μου. Φυσικά, αν μου δοθεί η ευκαιρία θα πάω κι εξωτερικό και σε κάποιο νησί και παντού. Είμαι ικανοποιημένος πολύ με αυτό που κάνω, όμως, και το γουστάρω. Έχω κουραστεί για αυτό το μαγαζί. Να το διαμορφώσω έτσι που να κρίνω πως είναι σωστό. Ο στόχος είναι να το συντηρώ έτσι, κάτι που δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Αλλάξανε, μωρέ και τα πράγματα. Παλιά τρώγαμε με το κουταλάκι τις καλές ταβέρνες, τα αυθεντικά ρεμπετάδικα. Κλείναμε από δω και πηγαίναμε Ρεπορτάζ, Στοά των Αθανάτων και μας έπαιρνε ως το πρωί…σα να ταξιδεύαμε ήταν! Αυτές οι εποχές περάσαν ανεπιστρεπτί. Ακόμα, βέβαια, με την πρώτη ευκαιρία θα πάω σε ένα από τα καλά μαγαζιά, στο κλασικό Δίπορτο ας πούμε, στη Βαρβάκειο. Και είμαι φίλος με πολλούς ταβερνιάρηδες. Πλέον, όμως, είμαι εδώ μέσα όλη μέρα σχεδόν. Θέλω να είμαι παρών. Να σερβίρω, να πω ένα τραγούδι κι εγώ, να μιλήσω με τον κόσμο. Αλλιώς, δεν θα λειτουργεί το μαγαζί όπως θέλω, αν λείπω. Δεν σου κρύβω, όμως, ότι από πέρσι άρχισα να κάνω σχέδια για να την κοπανήσω. Να πάρω μια μικρή σύνταξη και να γυρίσω Χίο μόνιμα, να φτιάξω ένα καλύβι σε ένα χωράφι που έχω πάνω από τη θάλασσα, χωρίς ρεύμα και τέτοια. Έτσι όμως, όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση με τον υπαρκτό σοσιαλισμό δεν ξέρω αν θα πρέπει να διεκδικώ μια σύνταξη που θα’ ναι ελεημοσύνη, ή να κάθομαι εδώ και να το παλεύω όσο μπορώ και στέκομαι. Άσε που έχω γερά γονίδια και δε φοβάμαι! Η μητέρα μου έφυγε στα 92 όρθια! Το ιδανικό για το μέλλον του μαγαζιού θα ήταν να βρεθεί κάποιος άνθρωπος, άξιος συνεχιστής αυτής της λογικής και του πνεύματος. Τώρα πώς και τι, θα δούμε…»
Ο Μακάριος Αβδελιώδης δεν έχει παιδιά. Τα ανίψια του τον βοηθάνε με τον Πειναλέοντα όσο μπορούν. Ο Γιάννης Αβδελιώδης, ειδικά, πρωταγωνιστής στα μικράτα του στην ταινία του πατέρα του «Το Δέντρο που πληγώναμε», σερβίρει σε τακτική βάση ολόκληρο το μαγαζί. Μες στην κουζίνα, δυο νέα παιδιά, ο Γιώργος και η Κατερίνα, αναπαράγουν τις συνταγές του Μακάριου και σερβίρουν πυρετωδώς στα πιάτα, για να χορτάσουν όλοι στην ώρα τους. Το κλίμα είναι χαλαρό και αυθόρμητο. Ενώ το μαγαζί δουλεύει ρολόι, κανείς δεν μοιάζει αγχωμένος, ακόμα και τις δύσκολες μέρες.«Από τη στιγμή που με λένε Μακάριο, οφείλω να είμαι ευτυχής. Είμαι ολιγαρκής, φτιάχνομαι από μια στιγμή, από κάτι αυθόρμητο, από ένα χαμόγελο ενός παιδιού. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν αισιοδοξώ είναι η Ελλάδα. Η κατάσταση είναι παρανοϊκή σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον κόσμο τον κυβερνά μια μειοψηφία που διαχειρίζεται σχεδόν όλον τον πλούτο. Οι πολιτικοί κάνουν απλή διαχείριση. Για μένα, πια, πολιτική είναι η στάση και η άποψη του καθενός. Είναι δύσκολο να τους νικήσουμε, όσο ενωμένοι και να είμαστε, αλλά πάντα θα έχουμε ο ένας τον άλλο, αρκεί να το θελήσουμε. Και βέβαια, μπορούμε να έχουμε όλα αυτά που αγαπάμε. Αν σκεφτούμε καλά, αυτά τα πράγματα είναι κυρίως δωρεάν.»
Η μουσική ας πούμε, η οποία παίζει βασικό ρόλο σε ένα μαγαζί σαν τον Πειναλέοντα. Δεν θα ακούσει κανείς μόνο ρεμπέτικα και λαϊκά, αλλά και παραδοσιακά και έντεχνα τραγούδια. Ο αγαπημένος του Μακάριου, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, τραγουδά συχνά μέσω των ηχείων του μαγαζιού, από τα οποία ακούμε και Νίκο Παπάζογλου, Χαΐνηδες και Μελίνα Κανά. Όταν, όμως, μπαίνουν στο μαγαζί παρέες μουσικών, τα ηχεία σωπαίνουν. Μελωδίες που δεν περνούν από καλώδια, αλλά βγαίνουν απευθείας από τα όργανα.
«Πάντα, εδώ μέσα υπήρχε μουσική. Μπορώ να σου πω ότι δεν έχει ακουστεί τόσα χρόνια ένα σκουπίδι, αλλά ούτε και σωστό τραγούδι με λάθος εκτέλεση. Γιατί ένας Μάρκος τραγουδισμένος από μια Άντζελα είναι σκυλάδικο. Πάντα, υπάρχουν οι παρέες που έρχονται και παίζουν μεταξύ τους, ξεσηκώνοντας βέβαια, τις περισσότερες φορές όλο το μαγαζί. Τις Τετάρτες, συνήθως, έρχεται ο Βασίλης με την κιθάρα κι ο Νικόλας με το βιολί και τις Παρασκευές ο Θανάσης και ο Κωνσταντής με κιθάρες και μπουζούκια. Φυσικά, τους συνοδεύουν φίλοι τους με άλλα όργανα: από ακορντεόν, μέχρι κλαρίνο. Η σχέση μας είναι φιλική, όχι επαγγελματική. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσες μέρες συμβαίνουν πράγματα παντελώς απρόβλεπτα εδώ μέσα. Έρχονται άνθρωποι και αλλάζουν το σκηνικό. Όπως για παράδειγμα, ήρθε μια Κυριακή ένας κιθαρίστας σαν καπετάνιος στη μορφή, με εξαιρετική φωνή κι είχε και δυο μπουζούκια και δυο όμορφα κορίτσια τραγουδίστριες. Τι τραγούδι, τι χορός… Πιστεύω στο αυθόρμητο και λειτουργεί πολύ εδώ μέσα. Η μουσική όμως, από πάντα, βρισκόταν σε δεύτερο πλάνο, υποστηρικτικά. Τον πρώτο λόγο τον έχει η παρέα και το φαγητό.»
Η Ελένη Ψυχούλη, παλιά θαμώνας ως φοιτήτρια, ήρθε φέτος μια μέρα τυχαία στο μαγαζί, και δοκίμασε την κουζίνα του. Σε λίγες μέρες, ο Μακάριος Αβδελιώδης ήταν καλεσμένος της στην εκπομπή «Chef στον Αέρα» (ΣΚΑΙ). Είναι λογικό, γιατί τα πιάτα του Πειναλέοντα δεν είναι τα συνηθισμένα του απλού μαγειρείου. Δεν είναι απλά μπριζόλες, κεφτεδάκια, πιλάφια και σαλάτες. Είναι το σιγανό ψήσιμο των κρεάτων. Είναι η ζύμωση του κιμά με ολόφρεσκα και αναπάντεχα μυρωδικά, που μπορεί να συναντήσεις συχνότερα σε ρεστοράν, παρά σε ταβέρνες. Είναι το ρόδι μες στη σαλάτα, το ζυμωτό ψωμί ολικής άλεσης, το μαστέλο, οι πατάτες κομμένες στο χέρι, το χοιρινό με μαστίχα, το κότσι που λιώνει στο πιάτο και στο στόμα. Πάντα, στο τέλος, γλυκό κέρασμα: βανίλια υποβρύχιο, χαλβάς σιμιγδαλένιος ή κάποιο χιώτικο γλυκό κουταλιού. Ό, τι και να λέμε εμείς, όμως, για όλες τούτες τις νοστιμιές, ο Μακάριος έχει προτιμήσεις ριζωμένες στη γευστική του μνήμη: «Το αγαπημένο μου φαγητό είναι το σπανακόρυζο και τα γιαπράκια, τα ντολμαδάκια αλλιώς, έτσι όπως τα έφτιαχνε η μάνα μου, και κάποιες φορές τα επιλέγω για μες στη βδομάδα και τα προσφέρω και στο μαγαζί. Ένα άλλο αγαπημένο φαγητό είναι τα γεμιστά κρεμμύδια, αντί για γεμιστές ντομάτες και πιπεριές. Εξαιρετικό, έτσι όπως το έφτιαχνε η μαμά μου, όμως…» .