Τι είναι ο μεζές και τι είναι το τσίπουρο; Xαρά, πάνω από όλα! Είναι η συνεύρεση της παρέας, ένα απροσδόκητο κάλεσμα από τον γείτονα, η απόλαυση της απλής γεύσης, η κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο πιατάκια με ένα αγγουράκι, μια ντομάτα, λίγο γαύρο, δυο πιπεριές, ελιές, σαρδέλες, κάποιο περίσσευμα χθεσινού φαγητού και, φυσικά, ένα ποτηράκι με πάγο κι εκείνο το “νερό” που καίει (και κάποιες φορές αυτό το τσίπουρο είναι που μας εκτόξευσε στα ουράνια όταν το μπερδέψαμε στο ψυγείο με το μπουκάλι του νερού).
“Λιτά, όμορφα, χαρούμενα, αυτή είναι η ουσία”, μου εξηγεί η Ελένη Ψυχούλη που μαζί με την Ιωάννα Σταμούλου, έστησαν ένα μεσημεριανό υπέροχο τραπέζι στην αγαπημένη «Λαγουδέρα» του Αγιόκαμπου της Βόρειας Εύβοιας, για να μας δείξουν στην πράξη τι σημαίνει μεζές, πώς τον τρώμε και πόσο μα πόσο απλό είναι να περάσεις θαυμάσια με όσα μας προσφέρει η φύση, δυο βήματα από το σπίτι μας, από το μποστάνι μας, το χωράφι ή την θάλασσα πιο πέρα.
Αφορμή για την εκδήλωση «Περάστε για ένα μεζεδάκι», η πρόσκληση του Evia Film Project -της πράσινης δράσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης– στις δύο δημοσιογράφους γεύσης να εμπνευστούν από το νερό, κεντρικό θέμα της φετινής διοργάνωσης, και να μας δώσουν τις ιδέες τους στο… πιάτο.
«Όταν μου είπαν ότι φέτος η δράση είναι αφιερωμένη στο νερό και επιθυμούσαν κάτι στο πνεύμα των καιρών, σκέφθηκα το τσίπουρο. Γιατί είναι το ζην που είναι το νερό και το ευ ζην που είναι το τσίπουρο: το νερό που φέρνει χαρά. Το ευ ζην στο ζην λοιπόν! Νομίζω ότι το έχουμε ανάγκη αυτό. Φυσικά το φοβερό είναι ότι το “νερό” συμπαρασύρει τον μεζέ. Τσίπουρο χωρίς μεζέ δεν γίνεται! Και μεζές είναι όλα αυτά που προάγει η σύγχρονη γαστρονομία», μου λέει η Ελένη Ψυχούλη στο τέλος αυτής της πανδαισίας γεύσης, εξηγώντας πως η νέα γενιά μάλιστα ανακαλύπτει τελευταία την κατάσταση του μεζέ, κάποτε προνόμιο, ως γνωστόν, του αντρικού καφενείου.
«Μικρά πιατάκια που δημιουργούν χρώμα, τα οποία δεν έχουν βασικά “τίποτα” μέσα. Ένα αγγούρι, μια ντομάτα, λίγο φαγητό που περίσσεψε από το μεσημέρι, μια ελιά, μισό αυγό… Αν το δεις αλλιώς, είναι ένας ζωγραφικός πίνακας που σου ανοίγει την όρεξη, δεν σε χορταίνει. Γιατί το θέμα τελικά δεν είναι να χορτάσουμε… Το θέμα είναι να χορτάσουμε χαρά, να κρατήσουμε αυτή τη χαρά στο τραπέζι, τσίκι τσίκι λίγο μεζέ με λίγο τσίπουρο. Χρειάζεται εννοείται λελογισμένη κατανάλωση τσίπουρου, που είναι ένα δύσκολο και επικίνδυνο αλκοόλ, αλλά όλα σε μικρές δόσεις είναι διονυσιασμός», χαμογελάει. «Έτσι μπορείς να δημιουργήσεις χαρά, από το τίποτα. Θυμάμαι μου ’λεγε η μαμά μου όταν ήρθαν οι πρόσφυγες -γιατί όλο αυτό το δημιούργησαν και το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες-, στα προσφυγικά που ζούσαν μέσα στα χώματα, στις λάσπες, χωρίς τίποτα, κάνανε ένα ταψί πατάτες όλη η γειτονιά και στήνανε ένα γλέντι δύο ημερών. Κατάλαβες;». Κατάλαβα!
Φάβα, κόκκινες πιπεριές, φέτα και γραβιέρα, πατάτες ψητές, λακέρδα και γαύρος και καλαμαράκια και μπακαλιαράκια και καραβίδες, μαυρομάτικα, αγγουράκια, τομάτες, κρεμμυδάκι, ελιές, ψωμί ζυμωτό και πόσα άλλα, γεύσεις οικείες μεν αλλά πεντανόστιμες, ξεχωριστά φτιαγμένες, πασπαλισμένες με κέφι και αγάπη. «Μια ψευδαίσθηση της αφθονίας», όπως γράφανε οι δύο δημοσιογράφοι στο κειμενάκι που υπήρχε πάνω στο στρωμένο με χαρτί ιχθυοπωλείου τραπέζι –ω! μνήμες από τα χρόνια τα παλιά–, πριν ξεκινήσουμε να μοιραζόμαστε τις νοστιμιές, για «να χορτάσουν κυρίως τα μάτια, να ευλογηθεί η ψυχή».
Γιατί «η Ελλάδα μπορεί να είναι φτωχομάνα αλλά δεν είναι μίζερη». Πόσο δίκιο! Στο τέλος, ένα αληθινά θεσπέσιο ποτήρι με μαστίχα και φρούτα για να “ξεπλύνει” όλα τα προηγούμενα. Η αλήθεια είναι πώς όχι, δεν ήταν ένα απλό, καθημερινό τραπέζι του μεζέ και του τσίπουρου, καθώς το κέρασμα περιελάμβανε αμέτρητες λιχουδιές που αποκλείεται να είχες σπίτι σου μαζεμένες – και μια μακαρονάδα με μύδια που μας αποτελείωσε. Όμως έδινε ακριβώς ένα εξαίρετο δείγμα της σημασίας του μεζέ και του τσίπουρου, της ιεροτελεστίας, της φιλοσοφίας, της ουσίας τους θα τολμούσα να πω. Της σημασίας της απλής και καθαρής γεύσης, της μεσογειακής, της πελαγίσιας ακόμη καλύτερα, και πάνω από όλα της σωστής διατροφής με όλα αυτά τα προϊόντα που γεννά η φύση κι έχουμε την τύχη να τα βρίσκουμε δίπλα -ή σχεδόν δίπλα- μας, σε αυτήν την ηλιοφώτιστη θαλασσοχώρα.
«Εδώ σήμερα φάγατε μόνο από το μποστάνι που είναι πίσω από τη «Λαγουδέρα» και από τη θάλασσα που είναι μπροστά και από τον βοσκό που είναι δίπλα. Ο μεζές συνδέεται με την εποχικότητα – είναι κάτι που ακολουθεί την εποχή. Με την εντοπιότητα, με την οποία προάγουμε την τοπική οικονομία – δηλαδή όλα βγαίνουν από τη θάλασσα, το βουνό, από ότι είναι τριγύρω, κι ας μην υπάρχουν και χρήματα. Με τη φρεσκάδα, γιατί είναι κάτι το οποίο μαζεύεται εκείνη τη μέρα – τις καραβίδες που γευτήκατε τις πήραμε σήμερα και τις έχετε ήδη φάει. Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Μαζεύουμε από τη φύση μόνο όσο χρειάζεται για να φάμε σήμερα. Δεν στοκάρουμε, είναι πάρα πολύ σημαντικό, δεν έχουμε αυτό το food waste – υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με την τροφή που αποθηκεύουμε και τελικά πετάμε. Εδώ υπάρχει λοιπόν αυτή η παλιά οικονομία του πεινασμένου ανθρώπου που βγάζει αυτό που θέλει να φάει σήμερα και μάλιστα λιτό, όχι για να χορτάσει. Είναι τέλειο το λιτό. Είναι το πιο πλούσιο. Και νομίζω ότι και χορτάσαμε και περάσαμε καλά και μοιραστήκαμε αρκετές ώρες παρέα. Αυτός ο “εκλεκτικισμός” με το γκουρμέ έχει ξεπεράσει κάθε όριο και έχουμε χάσει το βασικό, που είναι να σεβόμαστε τη φύση…».
Κάτι που τόνισε, προλογίζοντας την εκδήλωση, και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Το θέμα είναι ποιο φαγητό, τι είδους φαγητό και τι τρόπο φαγητού έχουμε. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ στο Evia Film Project, είναι να ξαναβρούμε το πώς θα ξαναπιάσουμε την επαφή μας, την ισορροπία μας με την φύση. Η Ελένη Ψυχούλη και η Ιωάννα Σταμούλου έχουν φροντίσει να κάνουν κάτι που βασίζεται στον μεζέ – την πρώτη ανακυκλώσιμη ύλη και πάρα πολλά ακόμη. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Να βρούμε πώς τρώγανε οι παππούδες μας, πώς μαγειρεύανε, πώς καλλιεργούσαν τα λαχανικά, τα φρούτα, να ξαναποκτήσουμε αυτήν την υπέροχη ισορροπία που έχει χαθεί».
Αν και ζει και δουλεύει «δυστυχώς», όπως λέει, ακόμη στην Αθήνα, η Ελένη Ψυχούλη περνάει πολύ περισσότερο χρόνο πια απέναντι από την Εύβοια, στο Βόλο και το Πήλιο. «Ήταν αυτή η ανάγκη για αλήθεια που με έφερε εδώ, είδα ότι ήταν εκείνο που μου έλειπε. Ζούσα σε ένα ψεύτικο κατασκεύασμα το οποίο δεν ικανοποιούσε την ψυχή μου και ήθελα να συνδεθώ με βασικές αλήθειες. Και κυρίως με πράγματα τα οποία δεν αποτιμώνται με χρήμα – κάτι που είναι άλλωστε και η ουσία του μεζέ, όπως είπαμε. Γιατί πλέον όλα αποτιμώνται με χρήμα. Και δεν είναι αυτό τα βασικό. Δεν είναι αυτά που γεμίζουν την ψυχή μας. Το να κοιτάξεις τα αστέρια, να κοιτάξεις τον ουρανό, τη θάλασσα να αλλάζει χρώματα, τον γείτονα, να πεις δυο λόγια της καθημερινότητας μαζί του, να σου πει «έλα για ένα τσίπουρο» και να βγάλει ότι έχει το σπίτι να το μοιραστούμε, αυτό είναι ευτυχία», λέει με πάθος. Όμως, παράλληλα, δεν θα ξεχάσει ποτέ όλες τις τραγικές στιγμές με τις φωτιές της Βόρειας Εύβοιας και τις πλημμύρες της Θεσσαλίας που θεωρεί ότι δεν θα ξεπεραστούν ποτέ.
«Μου κόστισαν πάρα πολύ. Εδώ στην Εύβοια καιγόντουσαν τον ένα χρόνο κι εμείς απέναντι πνιγόμασταν τον επόμενο. Πιστεύω ότι εμείς που έχουμε πληγεί, είμαστε δια βίου τραυματισμένοι πλέον, δεν μπορούμε δυστυχώς να χαρούμε με τίποτα… Ξυπνάμε το πρωί και δεν ξέρουμε αν θα καούμε ή αν θα πνιγούμε – είναι μία ψυχολογία που δημιουργείται σε αυτόν που έχει πληγεί. Πολύ φοβάμαι όσα γίνονται, παρακολουθώ από κοντά τι συμβαίνει στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Όσα συνέβησαν σε εμάς συμβαίνουν στην Κίνα, στην Ινδία, στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Ιταλία… στον καθένα. Και βέβαια, μπορεί να ξανασυμβούν και σε εμάς. Αντίθετα με όσα λέγανε οι επιστήμονες ότι αυτό συμβαίνει κάθε 60.000 χρόνια, σε εμάς συνέβη δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα! Καθένας πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Αυτή η προετοιμασία είναι κάτι πολύ αγχωτικό αλλά και πολύ λυτρωτικό συγχρόνως, γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με την τελευταία μέρα της ζωής σου που θες να δημιουργήσεις λογαριασμούς αλήθειας πια. Με το περιβάλλον, με τους οικείους σου, με τους ξένους σου, με τον πλανήτη, με την τροφή, γιατί όλα είναι ένα. Και με τον πολιτισμό σου τελικά…», υπογραμμίζει και δηλώνει πόσο αγαπά το Evia Film Project και τη συμβολή του στην δοκιμασμένη περιοχή.
«Ένα φεστιβάλ που γίνεται σε ένα δύσκολο μέρος της Ελλάδας, καθόλου λαοφιλές ή γνωστό, και συνεχίζει όχι μόνο να υπάρχει για τρίτη χρονιά, αλλά να είναι πολύτιμο σε μια περιοχή που πονάει. Και πιάνει και τη δική μας περιοχή απέναντι, στον Βόλο, που πονάει επίσης – πονάμε πολλοί μαζί γύρω γύρω εδώ πια. Θεωρώ ότι είναι ένας άθλος που αυτά τα υπέροχα παιδιά ήρθαν σε έναν άγνωστο τόπο, δεν πήγαν στη Μύκονο, ήρθαν σε έναν πληγμένο και πονεμένο ειδικά εκείνη την πρώτη χρονιά τόπο, και δημιούργησαν με απίστευτη οργάνωση κάτι γεμάτο χαρά, έφεραν καινούργιο κόσμο, έφεραν ζωή σε έναν τόπο που το χρειάζεται. Ένα καταπληκτικό φεστιβάλ που μας ενώνει όλους. Γιατί ποια είναι η έννοια ενός φεστιβάλ; Να βρεθούμε από πολλά μέρη του κόσμου όλοι μαζί, να μοιραστούμε χαρές, αλλά και λύπες τελικά και προβλήματα. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Και όλα αυτά διευθετούνται καλύτερα γύρω από ένα τραπέζι. Να λοιπόν και ο μεζές, να και το τσίπουρο!».