Λειψοί. Βράδυ Αυγούστου. Τη βρήκα κάθιδρη, μέσα στην τσίκνα, πίσω από τον μεταλλικό πάγκο να ετοιμάζει τις παραγγελίες των τραπεζιών. «Σερβίρετε καφέ το πρωί;», ρώτησα βιαστικά. «Εμείς οβελιστήριο είμαστε, αλλά κάνουμε τα πάντα» απάντησε συγκαταβατικά η κουρασμένη γυναίκα, που την επομένη ημέρα, ξεκούραστη, στο ταβερνάκι της Du Moulin, στην κεντρική γραφική μινιόν πλατεία των Λειψών, με την εκκλησία, το δημαρχείο και την προτομή του Φιλικού, Εμμανουήλ Ξάνθου, μου αφηγούνταν σαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου ότι έχει ταΐσει κατ’ επανάληψη τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την τεράστια κουστωδία του, τον υπέρκομψο Τζόρτζιο Αρμάνι και τους συντρόφους του, αλλά και τον “Μιχάλη Οικονόμου” της 17Ν, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο.
«Ερχόταν κάθε μέρα κι έπινε τον καφέ του. Ήταν πάρα πολύ καλός, πάρα πολύ ευγενικός, πολύ ήσυχος, πολύ συμπαθητικός άνθρωπος, κι αυτός και η γυναίκα του, η οποία όμως έχει 2-3 χρόνια να φανεί στο νησί. Όταν είδα στις ειδήσεις ότι ο Μιχάλης που ήξερα ήταν ο εγκέφαλος της 17Ν μού έφυγε ο δίσκος από τα χέρια και γίνανε όλα θρύψαλα. Έπαθα σοκ», θυμάται η κυρία Δέσποινα Παντέλλου, μια ώρα που δεν είναι αιχμής στο μαγαζί της. Διαφορετικά, δεν μπορείς να σταυρώσεις μαζί της λέξη. Το Du Moulin αποτελεί, διαπιστώνω επί τρεις ημέρες, σταθερά στέκι των Ιταλών, μεταξύ των οποίων, είναι σαφές, έχει πέσει «σύρμα». Το κατακλύζουν από το πρωί, για καφέ κι ομελέτες, ως το βράδυ για το…ψαγμένο παραδοσιακό δείπνο τους.
«Προχτές ήτανε πάλι εδώ κάποιος σημαντικός από την ιταλική κυβέρνηση. Ποιος ήταν;», ζητά βοήθεια από τον διαρκώς παρόντα και τα πάντα επιβλέποντα σύζυγό της κύριο Παναγιώτη Μάνη, που όμως δεν έχει συγκρατήσει όνομα. «Μόλις εμφανίστηκε, όλοι οι Ιταλοί από τα γύρω τραπέζια σηκώθηκαν. Μα να μην θυμάμαι όνομα να σου πω! Αλλά ειδικά για τον Μπερλουσκόνι, επειδή ρωτάς, ένα έχω να πω: είναι ένας άνθρωπος υπέροχος. Και τρελαίνεται για το κατσικάκι μου» αναφέρει με χαμόγελο ως τα αυτιά η κυρία Παντέλλου, ξεκινώντας επί τροχάδην, χωρίς ίχνος αυταρέσκειας, την αφήγηση της βιογραφίας της.
«Έφυγα 3 μηνών από τους Λειψούς. Κι έμεινα στο Βέλγιο 33 χρόνια. Δεν γυρνούσα ποτέ στο νησί, ούτε καλοκαίρι, ούτε γιορτές, για να μην πάρω Λειψό. Άλλη ιστορία η ζωή στο Βέλγιο! Μέρα με νύχτα! Μεγάλωσα μέσα στα μαγαζιά. Είχα τρία εστιατόρια. Και στις Βρυξέλλες. Δεν περίμενα ότι θα ξαναρχόμουνα ούτε για διακοπές στο νησί. Και τον Λειψό που απέφευγα τον βρήκα στο Βέλγιο. Πώς; Μου χτύπησε μια μέρα στα καλά καθούμενα το κουδούνι. Μόλις αντικρύσαμε ο ένας τον άλλο, πάθαμε ερωτικό black out», λέει και τα μάτια της πετάνε σπίθες και σήμερα. Πλησιάζει και μου δείχνει με καμάρι την κοινή νεανική φωτογραφία τους. Εκείνη με κατάμαυρο μαλλί κι αυτός αγνώριστος, με μαλλιά αφάνα, που όταν ακούει ότι ρωτάω επίμονα για τον Μπερλουσκόνι, μου δίνει -για να μην…κουραζόμαστε- να φωτογραφίσω από το κινητό του το τηλέφωνο επικοινωνίας του Έλληνα που φροντίζει την ομάδα του Καβαλιέρε όποτε έρχεται με σκάφος στην Ελλάδα. «Είναι μια τεράστια παρέα με την προσωπική του φύλαξη. Είναι όλοι τους πάρα πολύ ευγενικοί», αρκείται να πει.
Στους Λειψούς το ζεύγος επέστρεψε το ‘88, «για να βαφτίσω την κόρη», εξηγεί η κυρία Παντέλλου. Παραδόξως, ενώ δεν ήταν στα σχέδιά τους, «κόλλησε» στο νησί. «Δυσκολεύτηκα στην αρχή γιατί είχα μάθει άλλη ζωή», παραδέχεται η γυναίκα. Η σημερινή ταβέρνα ήταν παλαιότερα «καφενειάκι», όπως το αποκαλεί, που ανήκε σε συγγενείς της. Όταν γύρισε στους Λειψούς αποφάσισε να το αναλάβει και να το τρέξει, καθώς στο Βέλγιο είχε ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία στον κλάδο της εστίασης, σερβίροντας πάντα ελληνική κουζίνα. «Το πάλεψα. Και προτίμησα να το κάνω οβελιστήριο. Είμαι εδώ ακόμα γιατί προτιμώ να δουλεύω κάθε μέρα, παρά να κάθομαι σπίτι μου και να πίνω καφέ. Δεν μπορώ να μένω σπίτι», προσθέτει, ενώ απαντά σβέλτα και σε έναν Ιταλό πελάτη στα ιταλικά. «Μιλάω φαρσί ιταλικά και γαλλικά, φαρσί πλέον και τα ελληνικά, μέτρια τα αγγλικά», απαντά στην απορία που είδε στο πρόσωπό μου.
«Όταν γύρισα στους Λειψούς δεν μιλούσα καλά καλά ούτε ελληνικά», συμπληρώνει. Πλέον ζει «ήσυχη οικογενειακή ζωή. Το καλοκαίρι δουλεύω. Δεν πλουτίζω. Μ΄αρέσει όμως ο κόσμος που έρχεται και ξαναέρχεται. Το φαΐ μου είναι παραδοσιακό, της γιαγιάς», σχολιάζει με καμάρι η 68χρονη κυρία Παντέλλου, σπεύδοντας να μου δείξει και το 1ο Βραβείο Ικανοποίησης Πελατών που έλαβε το Du Moulin προ ετών, κάτι που, σύμφωνα με πληροφορίες της, πρόκειται να λάβει και για το 2022.
«Η προσωπικότητά μου δεν παίζει ρόλο σε όλα αυτά», επιμένει. «Ούτε πιστεύω ότι είμαι κάτι σπουδαίο επειδή έρχονται όλα αυτά τα σημαντικά πρόσωπα και τα ταΐζω. Είμαι πολύ απλή», τονίζει. «Αλλά είμαι καλή μαγείρισσα. Με σπεσιαλιτέ μου το κατσικάκι, και τον μουσακά. Δεν είναι τυχαίο που γλείφει και τα δάχτυλα ο Μπερλουσκόνι. Πριν πριν λίγο πέρασε μια Ιταλίδα και παράγγειλε ένα ταψί μουσακά. Έχω δεκαετίες σταθερούς πελάτες. Το μυστικό είναι να μην έρθει μια φορά ο πελάτης, αλλά να ξαναέρθει, να μην τον χάσεις. Πρέπει να μένει ευχαριστημένος. Αυτό το καταφέρνουμε».
Τι της λείπει στους Λειψούς; «Τίποτα πλέον. Έχω μια πολύ καλή οικογένεια και έναν πολύ καλό σύζυγο Είμαι καλά. Δεν φεύγω απ΄εδώ. Ούτε για την Αθήνα. Αν θέλω μπορώ να πεταχτώ σε αυτή», απαντά με ειλικρίνεια. «Αν και επί δραχμής, γινότανε εδώ χαμός. 33 ετών έπαθα, να σκεφτείς, εγκεφαλικό από το στρες. Μετρώ 44 χρόνια στην εστίαση».
Εν μέσω της αναμπουμπούλας των παραγγελιών που έχουν ξαφνικά «ανάψει», κι ενώ ο υπερκινητικός και κοινωνικότατος δήμαρχος Λειψών, Φώτης Μάγγος, εμφανίζεται με την εξ Αθηνών παρέα του, η κυρία Παντέλλου, γνήσιο λαϊκό κύτταρο, μού αποκαλύπτει ότι «πολλοί έρχονται εδώ αποκλειστικά για να φάνε και το γιαουρτάκι μου». Μένω αποσβολωμένη. «Φτιάχνετε η ίδια και γιαούρτι;», τη ρωτώ. «Φυσικά. Μέχρι κι ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος το έφαγε και ενθουσιάστηκε. Είναι πολύ αγνό. Δεν έχει καθόλου χημικά», προσθέτει, εξηγώντας μου τα υλικά που βάζει. «Κι ο πρίγκιπας ο Νίκος έχει έρθει εδώ», συνεχίζει, σπεύδοντας να μου δείξει, προτού εξαφανιστεί στα της κουζίνας της, μια ομάδα από καδράκια: με φωτογραφίες όλης της οικογένειας Γλύξμπουργκ. «Η επιτυχία είναι μία: να αντιμετωπίζεις ακριβώς το ίδιο και τον βασιλιά και τον φτωχότερο κουρελιάρη», συνοψίζει. «Αυτό κάνω. Κι έχω όνειρα πλέον μόνο για τα εγγόνια μου. Να είμαστε καλά».