Όταν είσαι κάτοικος μιας πόλης είναι εύλογο να μην αντιλαμβάνεσαι πάντα τι είναι εκείνο που ενθουσιάζει έναν επισκέπτη της, είναι θέμα συνήθειας. Αυτό που εμείς θεωρούμε δεδομένο είναι στα μάτια εκείνου που το αντικρίζει για πρώτη φόρα κάτι το διαφορετικό που θέλει να εξερευνήσει. Κάπως έτσι ο χρόνος των διακοπών μοιράζεται, ανάλογα με την ποιότητα των tops και την ιδιοσυγκρασία του επισκέπτη, στα «τουριστικά» αξιοθέατα και στις “do it like a local” δραστηριότητες. Στην πρώτη κατηγορία, σίγουρα, ανήκουν κι όλοι εκείνοι οι δρόμοι του ιστορικού κέντρου της Αθήνας που από την τόση προσφορά σε προτομές μπορεί και να σε κάνουν να πιστέψεις ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι είναι πιο δημοφιλείς και από pop stars.
Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τροφοδοτεί το ταλαιπωρημένο ΑΕΠ της και στηρίζει την απασχόληση. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος,ο ρόλος του τουρισμού είναι πολύ σημαντικός στην κάλυψη σημαντικού μέρους του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Τα στοιχεία του ΣΕΤΕ από τα σημεντικότερα αεροδρόμια της χώρας, κάνουν λόγο για σχεδόν 16 εκατομμύρια αφίξεις το πρώτο οκτάμηνο της χρονιάς. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα οι ταξιδιωτικές εισπράξεις την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουνίου 2018 να φθάσουν τα 4,777 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017. Παράλληλα, στο 6ο Travel Trade Athens 2018, ο Δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης, έκανε λόγο για ολική επαναφορά της Αθήνας στους κορυφαίους προορισμούς της Ευρώπης λέγοντας ότι «οι αφίξεις υπερδιπλασιάστηκαν, φέτος ξεπερνούν τα 5,5 εκατομμύρια τουρίστες». Φαίνεται λοιπόν ότι η πρωτεύουσα δεν αποτελεί πλέον απλώς μια στάση στο island hopping.
Για όσους εργαζόμαστε στο κέντρο, η συνάντηση στους δρόμους με κόσμο που σέρνει τις βαλίτσες του στα στενά μπορεί να μην συμβάλει στις στατιστικές, αλλά είναι μια αυτονόητη εικόνα. Το Μοναστηράκι χαρακτηρίζεται από μια καθημερινή πολυκοσμία στα πλακόστρωτα στενά του, εκεί που ανάμεσα σε τουριστικά εστιατόρια που σε καλησπερίζουν δείχνοντας ταυτόχρονα το μενού τους, τα πλέον κλασικά κεμπάπ και τις νέες ταράτσες της πόλης που διεκδικούν το πιο ωραίο κάδρο της Ακρόπολης, οι τουρίστες που επισκέπτονται την Αθήνα αναζητούν τα σουβενίρ που θα καταχωνιάσουν προσεκτικά ανάμεσα στα ρούχα της αποσκευής τους.
Άλλωστε ποιος δεν θέλει να έχει κάτι μαζί του από το μέρος που επισκέφθηκε; Πόσοι είμαστε εκείνοι που έχουμε τυλίξει με κάθε πιθανό τρόπο εκείνο το εύθραυστο σουβενίρ που προμηθευτήκαμε σε κάποια εξόρμησή μας, κάνοντας τα πάντα για να το μεταφέρουμε αλώβητο πίσω στην έδρα μας;
Από κιλίμια γεμάτα κεντήματα και κότινους στις αποχρώσεις του χρυσού, από πανοπλίες μέχρι μπλούζες με το πυθαγόρειο θεώρημα, ούζο με σκαλισμένες Καρυάτιδες και τράπουλες με τις σεξουαλικές περιπτύξεις των αρχαίων προγόνων, από δερμάτινα σανδάλια που φορούν και οι Αθηναίοι μέχρι παντόφλες/ τσαρούχια, η Αθήνα έχει μια μεγάλη γκάμα σε σουβενίρ, λιγότερο ή περισσότερο φολκλόρ.
Στην οδό Πανδρόσου, στον αριθμό 53, ο κ. Μαυριδάκης για 50 χρόνια δούλευε με κοσμήματα. Όμως, η αγορά δε σηκώνει πια ένα πιο ακριβό σουβενίρ. Τα τελευταία χρόνια εμπορεύεται βρώσιμα αλλά και προϊόντα περιποίησης με βάση ελληνικούς καρπούς. Έχει βαφτίσει τον χώρο του Amphitrion, ακολουθώντας την πεπατημένη πολλών μαγαζιών στο δρόμο που ονομάζονται από κάποια αρχαιοελληνική λέξη γραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες.
Τι προτιμούν λοιπόν όσοι μπαίνουν στο δικό του μαγαζί; «Λάδι, κουτιά με μπακλαβά, λουκούμια, ούζο, μαστίχα που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και δεν χρειάζεται καν να τους εξηγήσουμε πώς μοιάζει η γεύση της αφού τους την προσφέρουν στα εστιατόρια ως χωνευτικό. Οι μεγαλύτεροι προτιμούν το λάδι γιατί ξέρουν πώς στην Ελλάδα έχουμε το πιο αγνό και οι μικρότεροι τα ποτά που έχουν δοκιμάσει στις εξόδους τους εδώ».
Στον ίδιο δρόμο τα τελευταία οχτώ χρόνια λειτουργεί ένα μαγαζί χωρίς όνομα που έχει μέσα όλη την αρχαία Ελλάδα: μυθικά πρόσωπα, φιλοσόφους, ναούς και θεούς σε διάφορα μεγέθη. Μπαίνουμε στο κατάστημα την ώρα που η πωλήτρια εξηγεί σε δύο Ελληνοαμερικανούς τον μύθο που στολίζει ένα πιάτο, σχετικά με την στενή πολιορκία της Δάφνης από τον θεό Απόλλωνα. Το ερωτικό ενδιαφέρον δεν ήταν αμφίδρομο και στην προσπάθειά της να τον αποφύγει, η νύμφη μεταμορφώθηκε στο γνωστό αρωματικό φυτό. Όσοι ψωνίζουν στον αριθμό 31, εκτός από να ακούνε αρχαιοελληνικούς μύθους, «επιλέγουν τον Παρθενώνα και την θέα Αθηνά, ξέρουν ποια πρόσωπα της ιστορίας τους ενδιαφέρουν κι έρχονται ενημερωμένοι». Συνήθως θέλουν να αγοράσουν κάτι φθηνό, όπως ένα πιάτο που απεικονίζει την θεά Άρτεμις, την Αθηνά και τον Ποσειδώνα ταυτόχρονα (για 3,50 ευρώ). Αγάλματα μεσαίου μεγέθους έχουν μέσο όρο τιμής τα 20 ευρώ, η τιμή ανεβαίνει για τα ογκώδη μαρμάρινα κρεμαστά διακοσμητικά τοίχου που μπορεί να κοστίζουν από 70 έως 100 ευρώ.
Μέχρι τις ελκυστικές ανηφόρες της Πλάκας, σχεδόν παντού μπορείς να συναντήσεις την προσφορά «1 μαγνητάκι στα 2 ευρώ, 3 μαγνητάκια στα 5», από εκείνα δηλαδή που συχνά αγοράζουμε για να έχουμε back up σε περίπτωση που ξεχάσαμε κάποιον από τη λίστα με αυτούς που θα θέλαμε να τους φέρουμε και κάτι συμβολικό από το εκάστοτε ταξίδι μας. Βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που θέλουν το δώρο τους να ξεχωρίσει κι γι’ αυτούς υπάρχουν μαγαζιά που προσφέρουν κάτι διαφoρετικό.
Ο Κώστας Βαγγελίδης μέσα στα χρόνια έχει αλλάξει αρκετά το στυλ του μαγαζιού του, το προϊόν που προσφέρει. Κατά τη δεκαετία του ’80 στην οδό Αδριανού είχε αφοσιωθεί στην κλασική περίοδο κι εμπορευόταν αμφορείς, πλέον έχει στραφεί στην πιο σύγχρονη κεραμική που αρέσει τόσο σε εκείνον όσο και στους πελάτες του. «Τα κεραμικά με την ελιά και τα ψάρια φεύγουν πολύ, μας επισκέπτονται άνθρωποι που αναζητούν την λαϊκή τέχνη. Έχουμε πελάτες που έρχονται και ξαναέρχονται κάθε φορά που προσγειώνονται στην Αθήνα, μάλιστα, πολλοί που δεν βρίσκουν την ποικιλία που έχουμε την άνοιξη -αφού μέχρι τότε δεν έχουμε κάνει όλη μας την νέα παραλαβή- στενοχωριούνται». Με ποιες χώρες συναναστρέφεται συνήθως; «Το γούστο δεν έχει σύνορα», διαπιστώνει ενώ η τιμή των κεραμικών ξεκινά από 12 και φτάνει ως τα 90 ευρώ.
Τα τελευταία χρόνια, το σύγχρονο design έχει μπει δυναμικά στον χώρο του εγχώριου σουβενίρ με αποτέλεσμα πολλά από τα αντικείμενα που κυκλοφορούν να είναι τόσο πρωτότυπα, καλαίσθητα και με άποψη που δεν χρειάζεται να είσαι επισκέπτης της Αθήνας για να σου κεντρίσουν το ενδιαφέρον, μπορεί να είσαι ακόμα και κάτοικός της και παρόλα αυτά να θέλεις να πιάσουν μια γωνία στο σπίτι σου.
«Μας έχει τύχει πρόσφατα να απορρίψει πελάτισσα ένα σουβέρ με σχέδιο σαρδέλα που της προτείναμε γιατί ήθελε να το δωρίσει σε φίλη της που είναι vegan, όπως μας είπε, ενώ έχει τσακωθεί ζευγάρι για ένα ημερολόγιο με γυμνό»
Το Forget Me Not στο 100 της Αδριανού είναι ένας χώρος που αναζητούν πολλοί τουρίστες για να προμηθευτούν ένα εναλλακτικό σουβενίρ που θα τους θυμίζει για πάντα το ταξίδι τους στην Αθήνα. «Σε εμάς προτιμούν πολύ τα μοντέρνα γύψινα, ζητάνε ελληνικά brands, ξέρουν τους σχεδιαστές με το όνομά τους. Ρίχνουν μια ματιά και τελικά αγοράζουν ότι τους κάνει το κλικ». Συμβαίνουν διάφορα ενδιαφέροντα, «όπως το να μας ρωτάνε αν αυτό που απεικονίζεται είναι γαϊδούρι ή μουλάρι, πρόσφατα ήρθε ένας Αυστραλός που ήξερε την Μπουμπουλίνα, θυμούνται τα χιλιάρικα, οι Κινέζοι μπαίνουν ψάχνοντας προϊόντα από κάποιον παγκοσμίου φήμης οίκο μόδας και απογοητεύονται που δεν βρίσκουν. Μας έχει τύχει πρόσφατα να απορρίψει πελάτισσα ένα σουβέρ με σχέδιο σαρδέλα που της προτείναμε γιατί ήθελε να το δωρίσει σε φίλη της που είναι vegan, όπως μας είπε, ενώ έχει τσακωθεί ζευγάρι για ένα ημερολόγιο με γυμνό. Σημασία έχει ότι γνωρίζουν το μαγαζί και το αναζητούν».
Μπαίνοντας στο Canvas στον αριθμό 90 της Αδριανού βλέπεις σχεδόν όλους τους δημοφιλής τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας ζωγραφισμένους με έντονα χρώματα σε κάδρα διαφόρων μεγεθών. Τι επιλέγουν εκεί οι τουρίστες που μπορούν να προμηθευτούν το αγαπημένο τους μέρος σε τόσο μικρό καμβά, στο μέγεθος που έχει ένα μαγνητάκι με μόλις 2,50 ευρώ;
«Θέλουν μια εικόνα από μέρη που έχουν πάει, από νησιά κυρίως, αλλά μπορεί να ζητάνε απίθανα πράγματα όπως το λιμάνι των Λειψών ή τον Μπάλο. Προσπαθούμε να τους εξηγήσουμε ότι μπορεί να έχουν μια ωραία ανάμνηση από το πιο μικρό νησί της Ελλάδας, αλλά δεν αποτυπώνονται όλα τα μέρη το ίδιο ωραία σε έναν πίνακα. Κάποιοι άλλοι μας δείχνουν το κάδρο με την καλντέρα στην Σαντορίνη λέγοντάς μας “σε αυτό το ξενοδοχείο έμενα” και μετά τον αγοράζουν».
Σε κάποιες από τις εικόνες τους λείπει ο σταυρός από τον τρούλο των γραφικών εκκλησιών των νησιών αφού όπως εξηγούν οι ιδιοκτήτες «έχουμε και μουσουλμάνους πελάτες που θέλουν να αγοράσουν κάτι για το σπίτι τους».
Σε τουριστικό δισκοπωλείο, και με μια ματιά στο ράφι με «τα δημοφιλή», φαίνεται πως εξάγουμε πολύ Μίκη Θεοδωράκη, Ντέμη Ρούσσο, Μελίνα Μερκούρη, Yanni και Νανά Μούσχουρη. Best seller χωρίς αμφιβολία είναι το σάουντρακ Zorba The Greek, κοστίζει 10 ευρώ κι έχει δώσει το όνομά του στο σχετικό κατάστημα της Αδριανού. Στο ίδιο σημείο ευπώλητο είναι το μπαγλαμαδάκι, αν και «πολλοί πελάτες θα επέλεγαν το μπουζούκι που όμως δεν χωράει στη βαλίτσα τους», σύμφωνα με την Αμαλία που εργάζεται εκεί.
Ο Μαρσέλ Προυστ υποστήριζε πως «η θύμηση πραγμάτων από το παρελθόν δεν είναι απαραίτητα η θύμηση των πραγμάτων όπως ήταν». Ο Μπομπ Ντίλαν πιστεύει πως «αν θέλεις να θυμάσαι τις αναμνήσεις σου, θα πρέπει πρώτα να τις ζήσεις». Σίγουρα ένα σουβενίρ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις εικόνες που συγκεντρώνεις από την περιήγησή σου σε μια άγνωστη πόλη, σίγουρα δεν μπορεί να αποτυπώσει την πλήρη εικόνα της ετερόκλητης Αθήνας.
Αλλά, ποιος δεν θέλει να αγοράζει αναμνήσεις που παρατείνουν το ταξίδι σε συμφέρουσα τιμή;