Δέκατη μέρα του Σεπτέμβρη, 2015. Σκέφτεσαι αυτά που σκέφτομαι;
- Κυκλοφορώ στην πόλη με τη βερμούδα που φορούσα στο εστιατόριο του κάμπινγκ. Χαμογελαω βρίσκοντας κόκκους άμμου στις τσέπες της και στα υπόλοιπα ρούχα μου. Τώρα που το σκέφτομαι και στο βιβλίο που διάβασα, στα all star και στο σακίδιό μου. Μόνο στα μαλλιά μου δε βρίσκω πια αλάτι. Δυστυχώς.
- Ανακαλύπτω στο κινητό μου μηνύματα με ονόματα από μέρη του νησιού στα οποία δίναμε ραντεβού. «Εμείς είμαστε στη Χρυσή/Λευκή/Μεγάλη Άμμο τώρα, θα κάτσουμε μέχρι το απόγευμα, μετά θα πάμε στον κυρ- Θύμιο για φαγητό και το βράδυ λέμε για Ρόδι αλλά πιο αργά, δηλαδή μετά τις 2 σίγουρα». Σκέφτομαι τον ήχο της θάλασσας.
- Κάπου ανάμεσα στις επαφές, ένα όνομα που ανήκει σε ένα ζευγάρι μάτια που έψαχνα κάθε βράδυ στο Ρόδι και μόλις το τελευταίο βράδυ κατάφερα να προσεγγίσω άτσαλα και να αποσπάσω κάποιο μέσο επικοινωνίας. Παίζω το κινητό στα δάχτυλα -να στείλω; /ναι, αλλά τι;/όχι άσ’ το καλύτερα και πάλι απ’ την αρχή.
- Kάνω ένα μικρό resolution. «Φέτος θα, θα, θα…». Αποκτώ καινούριες συνήθειες. Οραματίζομαι έναν δραστήριο, παραγωγικό και αισιόδοξο εαυτό μου το φθινόπωρο, κάνω σχέδια για πράγματα που θέλω να (αλλά τελικά δεν θα) κάνω.
- Προσθέτω νέα κομμάτια στο mp3 μου, γίνονται το soundtrack της επιστροφής μου. Μισά από το καλοκαίρι, μισά καινούργια. Τα ακούω πηγαίνοντας στη δουλειά, στο διάλειμμα της δουλειάς, στο σπίτι, στο ντουζ, ώσπου τα σιχαίνομαι. Και σταδιακά τα ξανααγαπώ.
- Μου βγαίνει ένας υπόγειος αρνητισμός, αντιδρώ στο χρόνο. «δεν ξεκουράστηκα όσο ήθελα/ οι διακοπές τελείωσαν γρήγορα/ να ‘ταν κι άλλες/ τυχεροί όσοι φεύγουν τώρα/αλλά όχι, μεταξύ μας καλύτερα που έλειπα τον Αύγουστο/ δεν έχει σημασία, οι διακοπές πάντα ωραίες είναι».
- Στο διάλειμμα της δουλειάς ρωτάω με άπληστη περιέργεια που πήγαν διακοπές οι υπόλοιποι. «Α εκεί, φοβερά είναι/ είχα πάει πριν τρία χρόνια/ φάγατε τυρόπιτα στο τάδε στη χώρα;/ το σουβλάκι του δείνα είναι υπερεκτιμημένο, δεν έχει ωραία πίτα/ φθηνές μπύρες έχει ένα -δε θυμάμαι πως το λένε- που είναι τρίτο στη σειρά/στο δεύτερο στενό διαγώνια απ´την εκκλησία/ απέναντι από το περίπτερο/αα ναι κατάλαβα ποιο λες» (στην πραγματικότητα δεν έχει καταλάβει κανείς απ’ τους δύο).
- Η εποχή της αμφιταλάντευσης. Κάτι με τραβάει πίσω στην καλοκαιρινή ραστώνη και την ίδια στιγμή με ξεμουδιάζει ενεργειακά. Έχω και δεν έχω όρεξη, στο σπίτι γκρινιάζω στους τοίχους/ βγαίνω για ποτό με φίλους και σκέφτομαι ότι είναι όλα οκ/ εδώ είμαστε πάλι, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
- Αρνούμαι να ανεβάσω στο πατάρι την τσάντα της παραλίας. Περιμένει στην ίδια θέση που την άφησα το βράδυ που γύρισα (την άφησα να πέσει απ’ τον ώμο μου δίπλα στην εξώπορτα, ενώ άνοιγα το άχαρο μεγάλο φως του σαλονιού).
- Βάζω πίσω στη βιβλιοθήκη το βιβλίο που διάβαζα στην παραλία. Τις πρώτες μέρες το πηγαινοέφερνα χωρίς να το αγγίζω- όταν το ξεκίνησα έφτανα σε επίπεδα συγκέντρωσης Πανελληνίων, κάτω από τον καυτό ήλιο. Το εξώφυλλο έχει αντιηλιακό και δαχτυλιές και κάπου έχασα το σελιδοδείκτη.
- Σκαρφαλώνω στις ταράτσες για ποτό «οσο είναι ακόμα καλός ο καιρός». Τα πράγματα που σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ να κάνω αποκτούν ξαφνικά ιδιαίτερη σημασία. Σκέφτομαι ότι και στην Αθήνα ωραία είναι. Πολύ ωραία.
- Βλέπω παιδιά να πηγαίνουν σχολείο και συνειδητοποιώ πόσο μεγάλωσα. Οι φράσεις «γόμα-πλανήτης/δεινόσαυρος/φρίσμπι», «υπογραμμιστικό», «Μελέτη περιβάλλοντος», «Άτλαντας», «πρώτη ώρα», «απουσίες» μου φαίνονται τρομακτικά μακρινές. Αναρωτιέμαι πόσο αποκλίνω από αυτά που ονειρευόμουν σε αυτή την τρυφερή ηλικία. Ξεχνάω τα πάντα μόλις μου κορνάρει ο πίσω.
- Κάνω attend στα μεγάλα closing/opening πάρτυ της καλοκαιρινής/χειμερινής σεζόν. Μάλλον δε θα πάω σε κανένα, σκέφτομαι ένοχα. Τελικά πάω σε ένα, κατά τύχη, σαν άφτερ, με αυτοκίνητο που οδηγεί γνωστός γνωστού τριτοξάδερφου. Yolo.
- Ένα θερινό σινεμά, δύο, τρία. Όσο πιο πολλά, τώρα που τελειώνει η εποχή τους. Και μια σειρά στο μπαλκόνι. Μετά τη δουλειά. Μεταξύ μας, δεν είναι ποτέ ακατάλληλη περίοδος για να ξεκινήσεις μια σειρά. Άλλωστε σε ένα μήνα βγαίνουν οι νέες σεζόν. Μόλις είχα αποκτήσει λίγο ζωή. Φαύλος κύκλος (διπλής).
- Κοιτάζω φωτογραφίες διακοπών που ανέβασαν οι φίλοι μου. Μα πως βγηκα έτσι;/Πωωω εκείνο το βράδυ/Χαχα κοίτα τον άλλον από πίσω/ Άντε και του χρόνου. Σπάω το κεφάλι μου και κάνω ένα πετυχημένο χιουμοριστικό σχόλιο.
- Αυξάνω την ποσότητα καφεϊνης στο αίμα μου. Δεν βγαίνει αλλιώς, ειδικά τις πρώτες μέρες, δικαιολογούμαι στον εαυτό μου (και συνεχίζω στο ίδιο μοτίβο όλη τη χρονιά).
- Ξεκινούν τα πρωταθλήματα. Ώρα να ξαναοργανώσουμε οπαδικές Κυριακές με μπύρες και φωνές: «βάλτο γαμώ τον/την/το (συνήθως κάποια τιμητική αναφορά στο δίπτυχο θρησκεία-οικογένεια του εν λόγω παίκτη)» και ντιμπέιτ στην κουζίνα του γραφείου με θέματα όπως «πάλι με την Άρσεναλ φέτος», «τι κόκκινη έδωσε πάλι το κοράκι στο δεύτερο ημίχρονο», «τι ήθελα και το ‘παιξα διπλό ο μαλάκας;».
- Κοιτάζω με απορία και κόπωση το προεκλογικό υπερθέαμα. Αυτή τη φορά, πραγματικά δεν ξέρω τι να ψηφίσω. Εκτονώνομαι με χιουμοριστικά gifs από τη Βουλή, αλλά ο προβληματισμός επιστρέφει.
- Καταστρώνω το πολιτισμικό μου πλάνο. Εκείνη η ταινία που βγαίνει στις 15 του μηνός, η συναυλία που περιμένω, η παράσταση που περιμένω να ανέβει, το φεστιβάλ οινογνωσίας το Νοέμβριο που δεν πρόκειται να χάσω. Κοιτάζω αμφίθυμος το πορτοφόλι μου. Θα τα καταφέρω, σκέφτομαι.
- Απολαμβάνω να παραπονιέμαι για την πόλη που γέμισε και έχει κίνηση και «θέλεις μία ώρα να κάνεις μια απόσταση είκοσι λεπτών», όπως απολάμβανα να γκρινιάζω που «δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους» στις αρχές Αυγούστου.
- Καθώς η ζωή μου ξεκινά να λικνίζεται στους ρυθμούς της καθημερινότητας, σκέφτομαι να υπολογίσω τις μέρες μέχρι (την επόμενη αργία ή) τα Χριστούγεννα. Όχι, υπερβολή, σκέφτομαι. Κι αρχίζω να μετράω. 106 και σήμερα.