Την όχι και τόσο μακρινή, ζοφερή και πολιτικά αφυδατωμένη διετία του 2010-2012, όπου πατενταρισμένοι φασίστες σουλάτσαραν καμαρωτά στα τηλεοπτικά πάνελ ως «αγανακτισμένοι πολίτες» του Αγίου Παντελεήμονα για να εγκαθιδρύσουν ένα βασίλειο τρόμου και βίας στην πολυπολιτισμική γειτονιά της Αθήνας, φάνταζε απίθανο ότι θα μπορούσε σε αυτή τη περιοχή να συνυπάρχουν φεμινίστριες με πρόσφυγες, ότι στους δρόμους γύρω από την Αχαρνών δε θα έβλεπες θηριώδεις τύπους με σβάστικες αλλά queer υποκείμενα, ότι το γκλίτερ θα νικούσε το σκοτάδι.
Χρειάστηκε να κυλήσει χρόνος, να κυλήσει το αδικοχαμένο αίμα των θυμάτων του φασισμού, να αναπτυχθούν ισχυρές πρωτοβουλίες επανοικειοποίησης του κλεμμένου εδάφους για να διαρρηχθεί ο φόβος στον Άγιο Παντελεήμονα και να ανοίξει τις πόρτες του το μοναδικό Φεμινιστικό Αυτόνομο Κέντρο Έρευνας.
Κι ίσως αυτός να είναι ο πιο εύληπτος συμβολισμός της σύγκρουσης δύο κόσμων, στο χώρο που αξιοποίησε ως πειραματικό σωλήνα η Χρυσή Αυγή εφαρμόζοντας τις ιδεολογίες του ρατσισμού, του μισογυνισμού, της ομοφοβίας και της τρανσφοβίας, να ανθίζει σήμερα μια κοιτίδα διαθεματικού φεμινισμού.
Μετά την ενσωμάτωση του ριζοσπαστικού μεταπολιτευτικού φεμινιστικού κινήματος των 80ties και τη συνακόλουθη νηνεμία των δύο επόμενων δεκαετιών, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μια ενδιαφέρουσα αναζωογόνηση του φεμινισμού.
Φεμινιστικές και κουήρ συλλογικότητες ξεπηδούν σε διάφορα μέρη με κοινό άξονα την ανάγκη των θηλυκοτήτων να μοιραστούν βιώματα καταπίεσης, σεξισμού και έμφυλης βίας και να αναζητήσουν συλλογικούς τρόπους διεκδίκησης του δικαιώματος στη ζωή, την ελευθερία και την αυτοδιάθεση.
Επιδιώκουν να τρυπήσουν τις πατριαρχικές περιφράξεις των πόλεων για να μπορούν να υπάρχουν άφοβα τόσο στη δημόσια σφαίρα, όσο και στον ιδιωτικό βίο που συχνά εξελίσσεται σε μήτρα κακοποιητικών συμπεριφορών. Και να οι δρόμοι έχουν γίνει λίγο πιο φούξια, γιατί πατήσαμε πάνω τους. Οι σιωπές εκείνων που λείπουν είναι πιο φωναχτές, γιατί αυτές που μένουν πίσω κάνουν θόρυβο. Οι πληγές δε μένουν πάντα αγιάτρευτες, γιατί βρίσκουν φροντίδα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο φεμινιστικού αναστοχασμού και επανεκκίνησης γεννήθηκε το Φεμινιστικό Αυτόνομο Κέντρο Έρευνας και βρήκε ένα όμορφο σπίτι να στεγαστεί σ’ ένα κάθετο στενάκι στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, που μυρίζει κάρυ, γιασεμί και καθόλου τεστοστερόνη.
Εκεί συνάντησα τέσσερα από τα οχτώ ιδρυτικά μέλη του Κέντρου, τη Μυρτώ, την Άννα, τη Νιόβη και την Άιλα ανάμεσα σε βιβλία της αγαπημένης Τόνι Μόρισον, στένσιλ, τσάι, κεικ καρότο και σκούπες, φυλαχτό από τις παλιές μάγισσες που δεν κάηκαν για να στοιχειώνουν τους Μπογδάνους.
«Η σκέψη για τη δημιουργία ενός κέντρου υπήρχε πολύ καιρό. Τα τελευταία τρία χρόνια που κάποια από εμάς επέστρεψαν στην Αθήνα, έγινε πιο έντονη. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ήταν εκείνο το συμβάν που εξαφάνισε τους λόγους που μας κρατούσαν πίσω. Συνομολογήσαμε ότι στην επιβολή νεκροπολιτικής πρέπει να πούμε όχι. Παράλληλα, η έλλειψη ενός ασφαλούς χώρου για φεμινιστικές πρωτοβουλίες και ο αποκλεισμός που επικρατεί στα ελληνικά πανεπιστήμια, νομίζω εξελίχθηκαν σε καθοριστικούς παράγοντες που μας έκαναν να ξεκινήσουμε σοβαρά να σχεδιάζουμε μια τέτοια προσπάθεια και να θέσουμε το ερώτημα τι σημαίνει έρευνα και πως παράγεται. Οι κουήρ σπουδές καθιερώθηκαν στο εδώ συγκείμενο από τα πάνω, ακαδημαϊκά και δε συνομίλησαν με το κουήρ σε κινηματικό επίπεδο.
Το κομμάτι των τρανς σπουδών που σε άλλες χώρες είναι σημαντικό, εδώ δεν υπάρχει καθόλου. Εξίσου δεν υπάρχουν φεμινισμοί που προέρχονται από μη ηγεμονικά κέντρα, όπως ο φεμινισμός στην Ινδία που παράγει απίστευτα πράγματα. Η ενσώματη εμπειρία των κινημάτων δεν αντικατοπτρίζεται ακαδημαϊκά ή καμιά φορά καπελώνεται κι αυτό πληγώνει πολύ. Θέλουμε, λοιπόν, να αμφισβητήσουμε την ιδέα της αυθεντίας, να ξεμάθουμε αυτά που μας δίδαξαν στα νεοφιλελεύθερα ιδρύματα και να ξαναμάθουμε μαζί» λέει η Μυρτώ.
Βλέπεις, παρότι σε ορισμένα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχουν σπουδές φύλου, είναι σα να διαχωρίζονται με τη βιωμένη πραγματικότητα με ένα ατσάλινο παραβάν που δεν ευνοεί το κοίταγμα και την αλληλεπίδραση. Ενδεχομένως γι’ αυτό η διερώτηση για το φύλο και τη σεξουαλικότητα αντιμετωπίζονται ως ανενεργά διακυβεύματα που διατρέχουν ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και διδακτορικές διατριβές.
Δεν είναι, όμως, αυτό. Είναι πυρηνικά ζητήματα της υποκειμενικότητας που ακουμπούν όλες τις πτυχές της ζωής. Αφορούν στη σχέση μας με τον εαυτό και τον κόσμο. Στον δρόμο παράγεται γνώση, επινοούνται μέθοδοι και τυπολογίες, χαράσσονται ιστορικές τομές κι αυτοί μετασχηματισμοί συχνά παραμένουν αποσιωπημένοι, σαν πολύτιμα κειμήλια που ξεχνιούνται σε συρτάρια.
«Είναι υποανεπτυγμένο το πεδίο των σπουδών φύλου στα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα άτομα που προσπαθούν να κάνουν έρευνα αντιμετωπίζουν δυσκολίες, εφόσον δεν υπάρχει θεσμική υποστήριξη. Στις εκπαιδευτικές βαθμίδες του γυμνασίου και του λυκείου δεν το συζητώ καν. Εκεί που υπάρχουν σπουδές φύλου γίνεται μερικές φορές συνειδητά αποκοπή αυτού του κλάδου από την κινηματική ιστορία. Το φύλο αντιμετωπίζεται ως ένα ερευνητικό εργαλείο ή πρίσμα, συχνά συγχέεται με την ομάδα γυναίκες και το πολιτικό πρόσημο συσκοτίζεται. Το ερώτημα για μας είναι πως μπορούμε να επιστρέψουμε τις σπουδές φύλου στις ρίζες της φεμινιστικής δράσης και να αποφύγουμε το διχασμό πράξης και θεωρίας. Η έρευνα πρέπει να σχετίζεται με τις κοινότητες που υποτίθεται πως περιγράφει. Πρόκειται για ένα μεθοδολογικό αλλά και συνάμα πολιτικό ζητούμενο» υποστηρίζει η Άννα.
Το Κέντρο, λοιπόν, εδράζεται πάνω στην αδήριτη ανάγκη να μάθουμε την ιστορία μας, εκείνες τις αθέατες όψεις της που συστηματικά αποκρύπτονται από το εκπαιδευτικό σύστημα, θεμελιωμένο κι αυτό αυστηρά πατριαρχικά. Να ταρακουνήσουμε τις ακλόνητες βεβαιότητες της αστυνομίας της σκέψης που μας συνοδεύουν από τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης μας και μας εγκαλούν να εκπληρώσουμε τις νόρμες της υπάκουης θηλυκότητας. Ν’ ανοίξουμε γνωστικά παράθυρα στις εμπειρίες και τις γνώσεις των άλλων φεμινισμών που δεν είναι λευκοί και δυτικοί. Ν’ αναλύσουμε και να επεξεργαστούμε τα βιώματα μας για να μη παραμένουν τεμαχισμένα. Στοχεύει σε μια διαδικασία αυτομόρφωσης και αλληλομόρφωσης.
Γι’ αυτό από το Σεπτέμβριο που άνοιξε κι επίσημα εμπλουτίζει σταδιακά μια φεμινιστική βιβλιοθήκη και οργανώνει συλλογικές αναγνώσεις. Προγραμματίζει μαθήματα, σεμινάρια και εκδηλώσεις. Πριν από λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε εκεί το μεγαλύτερο μέρος του Athens Festival of Queer performance, με ομιλίες και εντυπωσιακές παραστάσεις από καλλιτέχνες. Φιλοξενεί ερευνήτριες, φοιτήτριες, ακτιβίστριες, παραγωγούς τέχνης και λόγου που λειτουργούν ως αγωγοί ιδεών και αναπαραστάσεων. Τώρα ετοιμάζεται ένα εργαστήρι αφηγηματικής παραγωγής που θα εκπονηθεί από residents του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.
Από τη μια, λοιπόν, είναι το ζήτημα της γνώσης και της έρευνας, από την άλλη ισχύει στο ακέραιο η παραδοχή που έκανε η Μυρτώ για την έλλειψη χώρου. Οι φεμινιστικές πρωτοβουλίες της Αθήνας είναι νομαδικές. Στεγάζονται προσωρινά και κυκλικά σε σπίτια, στέκια, πανεπιστημιακές αίθουσες, ακόμα και σε καφέ. Οι περισσότεροι από αυτούς τους χώρους είναι επισφαλείς, δεν εξασφαλίζουν προστασία και οικειότητα. Δημιουργούν μια στρεσσογόνα αίσθηση προσωρινότητας. Ανάμεσα στις υπόλοιπες προσδοκίες που έχει το Κέντρο είναι κι αυτή, να στεγάσει συλλογικότητες και ατομικότητες που χρειάζονται ένα σταθερό μέρος να συναντιούνται χωρίς να κινδυνεύουν από το mansplaining. Ήδη μια από τις πιο δραστήριες φεμινιστικές συλλογικότητες, η «Καμία Ανοχή» έχει μεταφερθεί στο Κέντρο.
«Το όνειρο μας είναι αυτό το σπίτι να αποτελέσει έναν ανοιχτό χώρο που θα μπορούν να έρχονται άτομα και συλλογικότητες, να διαβάζουν , να κάνουν συνελεύσεις, να οργανώνουν πάρτι. Να γίνει δηλαδή ένας τόπος συνάθροισης της φεμινιστικής κοινότητας» λέει η Νιόβη. «Υπάρχουν διαφορετικά βιώματα που δεν έχουν συζητηθεί ανοιχτά και δεν έχουν γεφυρωθεί. Μπορούμε να συζητάμε ακόμα και συγκρουόμενες. Να βρίσκουμε συνδέσεις μέσα από διαφωνίες. Πρέπει οι αντιθέσεις μας να μην ακυρώνουν τη δυνατότητα επικοινωνίας και συμμαχίας πάνω σε επείγοντα ζητήματα επιβίωσης, γιατί υπάρχουν τέτοια. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Δεχόμαστε τόσο σκληρή επίθεση σε επίπεδο καθημερινότητας που η δυνατότητα επιβίωσης μας τελεί υπό αναίρεση», συμπληρώνει η Άννα.
Ακούω την Άννα που μιλάει για ένα επίδικο επιβίωσης και τριβελίζει στο μυαλό μου αυτή η ανόητη επωδός που επαναλαμβάνεται μονότονα και κακοφωνικά από το νεοφιλελεύθερο κέντρο μέχρι την άκρα δεξιά. Όλοι αυτοί που επιμένουν άλλοτε κεκαλυμμένα, άλλοτε εντελώς ωμά ότι δε χρειαζόμαστε σήμερα φεμινισμό. Και δεν κάνουν έναν κόπο να ρίξουν μια ματιά στις στατιστικές της έμφυλης ασυμμετρίας ή στα κηδειόχαρτα των γυναικοκτονιών. Δεν κάνουν έναν κόπο να ρίξουν μια ματιά στις θηλυκότητες που υπάρχουν γύρω τους, να συναισθανθούν το φόβο τους, την κούραση τους, την καταπίεση τους. Όχι πως δε γνωρίζουν. Γνωρίζουν αλλά στρογγυλοκάθονται αναπαυτικά στο προνόμιο του cis straight άνδρα, γιατί αυτό διαιωνίζει την κυριαρχία τους. Χάρη στους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος κατοχυρώθηκαν ορισμένες θεσμικές βελτιώσεις αλλά το ιδεολογικό οικοδόμημα της πατριαρχίας παραμένει ισχυρό και τρομακτικό.
«Η Ελλάδα σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία είναι τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση στους δείκτες έμφυλης ισότητας. Πέρα από τη διεκδίκηση της ισονομίας που καθόλου δεν την υποτιμώ, υπάρχει ένα πιο ριζικό θέμα που έχει να κάνει με το δυαδικό σύστημα του φύλου. Πρόκειται για ένα σχήμα που δεν αναγνωρίζει το φάσμα του φύλου με αποτέλεσμα πολλά υποκείμενα να διώκονται εξαιτίας του δυισμού. Το φύλο διαπλέκεται με άλλες διακρίσεις όπως η τάξη, η φυλή ή η εθνότητα διαμορφώνοντας συνθήκες καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Χωρίς τον έμφυλο δυισμό δε θα μπορούσε να λειτουργήσει ο καπιταλισμός. Νομίζω ότι από το 2015 και μετά είχαμε ένα ξεπέταγμα φεμινιστικών ομάδων που αγκαλιάζουν τις ιδέες της διαθεματικότητας. Πρέπει να βρούμε και μοιράσουμε εργαλεία απεύθυνσης γιατί ο φεμινισμός δε φτάνει ακόμα σε όλα τα υποκείμενα που τον χρειάζονται. Έχουν γίνει σημαντικά πράγματα, όπως ήταν πέρσι η Ανοιχτή Συνέλευση για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και την ένταξη της συναίνεσης στον ορισμό του βιασμού» σημειώνει η Άννα.
Ζούμε σ’ αυτό το περιβάλλον που μια τοπική κοινωνία στη Μάνη υποψιαζόταν ότι ένας ιερέας κακοποιούσε συστηματικά ένα 12 χρονο κορίτσι αλλά σιωπούσε, που εκπαιδευτικοί σέρνονται στα δικαστήρια γιατί μίλησαν στα παιδιά για τα γεννητικά όργανα και δεν ανακύκλωσαν την αφέλεια της «μελισσούλας», που όταν περνάς από συνέντευξη σε δουλειά σε ρωτάνε αν σκοπεύεις να μείνεις έγκυος, που γελοιογράφοι και παρουσιαστές βιοπορίζονται ξεδιάντροπα ασκώντας fat shaming. Ρώτησα, λοιπόν, τα κορίτσια που έχουν ζήσει για χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό αν αλλού είναι καλύτερα, αν υπάρχουν πραγματικές ή επιφανειακές ρωγμές στο σεξισμό ή αν αγκιστρωμένες κι εμείς από το δυτικό κοσμοείδωλο εξιδανικεύουμε τις προθέσεις του δυτικού πολιτισμού.
«Εμείς εδώ έχουμε τα βιώματα μας, τις οικογενειακές καταπιέσεις. Αντίστοιχα, όταν ένα σώμα φεύγει και πηγαίνει σε ένα άλλο συγκείμενο υπάρχει μια φαινομενική απελευθέρωση. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, το κράτος έχει μάθει τι πρέπει να λέει, επικρατεί το political correct. Αυτό δε συνεπάγεται ότι έχουν εξαλειφθεί οι μορφές καταπίεσης. Στην Ελλάδα παραβλέπουμε ότι υπάρχει θεοκρατία ακόμα και πόσο ανασταλτικός παράγοντας είναι. Καμιά φορά έρχονται φίλοι από το εξωτερικό, τους ενημερώνω ότι υφίσταται επίσημη θρησκεία και σοκάρονται. Το τρίπτυχο «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» είναι πολύ βαθιά ριζωμένο στην ελληνική κοινωνία και περιορίζει τις υπάρξεις μας. Θεωρώ, όμως, πολύ σημαντικό να αποαποικιοποίησουμε τη σκέψη μας, να αντιληφθούμε τι σημαίνει whiteness σε μια Ελλάδα κλειστών συνόρων» απαντάει η Μυρτώ.
Καταλαβαίνω ότι η πραγματικότητα δεν είναι μονοσήμαντη, πως ό,τι κερδήθηκε κερδήθηκε με κόπο και απειλείται από ένα αναδυόμενο ρεύμα σκοταδισμού και νεοσυντηρητισμού διεθνώς. Ο πόλεμος της ακροδεξιάς ασκείται πάνω στα σώματα των θηλυκοτήτων κι είναι τα ίδια αυτά σώματα που μετατρέπονται σε τόπους αντίστασης από την Αργεντινή μέχρι την Ινδία, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Ροζάβα. Οι φεμινισμοί ζωντανεύουν και μαθαίνουν από τις δοξαστικές και ηττημένες τους στιγμές. Στη διεθνή αρθρογραφία καταγράφεται ο σκεπτικισμός για την αποτυχία του #metoo, με την έννοια ότι πολλές γυναίκες που πρωτοστάτησαν και εκτέθηκαν στη δημοσιότητα, νιώθουν απογοητευμένες, αφού παρά τους τριγμούς ελάχιστα πράγματα άλλαξαν. Στην Ελλάδα το metoo δεν είχε μεγάλη επιδραστικότητα αλλά εικάζω ότι εξίσου ματαιωμένες νιώθουν οι γυναίκες που πήγαν σε ένα αστυνομικό τμήμα να καταγγείλουν την ενδοοικογενειακή βία και ο μπάτσος της γειτονιάς τις προέτρεψε να μη «χαλάσουν το σπίτι τους» ή εκείνες που έφτασαν στο δικαστήριο μια υπόθεση βιασμού για να ακούσουν μια απόφαση που βγάζει λάδι το δράστη και διαπομπεύει τις ίδιες. Είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθούν οι δομές, οι τρόποι και οι διαδικασίες, ώστε οι επηζήσασες έμφυλης βίας να μη θυματοποιούνται ξανά, να μην αισθάνονται μόνες και ανήμπορες.
«Για μένα το πρόβλημα με το metoo που ενδεχομένως οδήγησε στην αυτοματαίωση είναι ότι συναρθρώθηκε από ατομικότητες, χωρίς τη φροντίδα ενός κινήματος. Πρέπει να εστιάσουμε σε συλλογικές στρατηγικές αντιμετώπισης και πρόληψης της έμφυλης βίας. Εδώ έχουμε ένα πολύ δυναμικό κίνημα αλλά δεν έχουμε δομές υποστήριξης. Θέλουμε να ανοίξουμε αυτή την κουβέντα. Είναι σημαντικό για ένα φεμινσιτικό κέντρο να αποκτήσει λειτουργίες ενδυνάμωσης και βοήθειας σε γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα που έχουν υποστεί διωγμό ή κακοποίηση» αναφέρει η Άννα.
Καθώς μιλάγαμε πρόσεξα στον πίνακα απέναντι μας που σημειώνονται οι δραστηριότητες του Κέντρου ότι τη Δευτέρα και την Τετάρτη υπάρχει το πρόγραμμα “healing days” που περιλαμβάνει γιόγκα και μασάζ. «Η βασική ιδέα είναι μέσα από δύο είδη θεραπευτικής πρακτικής, τη γιόγκα και το μασάζ, να αντιληφθούμε πως σωματοποιούμε τις κοινωνικές μας θέσεις και να βρούμε συλλογικές πρακτικές διαχείρισης, να εξερευνήσουμε τα παραβιασμένα όρια των σωμάτων μας στην καθημερινότητα και να ανακτήσουμε αυτά τα όρια με σκοπό να χτιστεί μια κοινότητα επούλωσης ατομικών και συλλογικών τραυμάτων» διευκρινίζει η Άννα.
Ο πίνακας μέρα με τη μέρα γεμίζει με δράσεις και όνειρα. Στα σχέδια τους περιλαμβάνονται η δημιουργία και επιμέλεια αρχείων, η παραγωγή ταινιών και οπτικοακουστικού υλικού, θερινά σχολεία και φεμινιστικές κατασκηνώσεις. Κι είναι ωραίο που αφήνεται περιθώριο στη χαρά και στην απόλαυση, γιατί τα κινήματα συνήθως ξεπηδούν από ένα έδαφος πόνου αλλά η ρίζα τους είναι η αστείρευτη επιθυμία για ομορφιά και γέλιο. «Δε θέλουμε άλλη σοβαροφάνεια στην έρευνα. Σκεφτόμαστε διάφορα πράγματα ευχάριστά όπως ένα φεμινιστικό καραόκε, γιατί χρειαζόμαστε παιχνίδι και χαρά. Θέλουμε να διοργανώσουμε ένα θερινό κάμπινγκ για να δεθούμε κι αλλιώς, να ξεκουραστούν τα σώματα μας. Αντιλαμβανόμαστε το χιούμορ ως εργαλείο αποδόμησης στερεοτύπων και μας εμπνέει εκείνο το ιστορικό σύνθημα που έλεγε ότι η ευτυχία θα είναι η εκδίκηση μας», λέει η Μυρτώ.
Η λειτουργία του Κέντρου διέπεται από τις αρχές του κοινοτισμού και της συμμετοχικότητας. Κάθε Τετάρτη έχει opening day για άτομα που θέλουν να γνωρίσουν το εγχείρημα, ενώ μια φορά το μήνα υπάρχει κάλεσμα για συμμετοχικό προγραμματισμό των επόμενων δράσεων. Για να μπορέσουν να υλοποιήσουν το όραμα τους χωρίς να διακυβεύσουν την ανεξαρτησία τους χρειάζονται πόρους, τους οποίους δε θέλουν να αναζητήσουν στο κράτους ή σε μεγάλους ιδιωτικούς φορείς. Το Κέντρο επιδιώκει να στηριχτεί στα μέλη του και πριν λίγες μέρες άνοιξε το membership, για να εγγραφούν νέα μέλη με το κόστος της ετήσιας συνδρομής να ξεκινάει από τα 25 ευρώ.
«Η διάθεση μας είναι να αγκαλιαστεί το Κέντρο από την κοινότητα και να εξαρτάται μόνο από τα μέλη του, για να μη καπελωθεί από χρηματοδοτήσεις ιδρυμάτων ή κρατικών οργανισμών. Η συνδρομή είναι ατομική αλλά η επίπτωση της είναι συλλογική, χάρη σε αυτή θα διατίθενται δωρεάν όλες οι δραστηριότητες μας. Σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα χρειαζόμαστε κάποιους πόρους για να μπορούμε να υπάρχουμε αλλά σε κανένα άτομο που δεν έχει να πληρώσει τη συνδρομή δε θα του αρνηθεί η πρόσβαση, ούτε θα του δοθούν λιγότερα προνόμια» επισημαίνει η Νιόβη.
Ο χώρος είναι δομημένος σε μια λογική συμπεριληπτικότητας, δε θέλει να αποκλείσει τις φτωχές ή άνεργες θηλυκότητες. Επισκευάζεται ώστε να καταστεί προσβάσιμος για τα ανάπηρα υποκείμενα. Έχει πάντα ανοιχτά παντζούρια για να μη κρύβεται από το πολύχρωμο μωσαϊκό του Αγίου Παντελεήμονα. Συνομιλεί με τις αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές πρωτοβουλίες της γειτονιάς. Είναι στραμμένος προς την κοινότητα, μοιράζεται τις αγωνίες και τα πάθη της. Κουβεντιάζοντας προς το τέλος για τη διαθεματικότητα ως αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος που συσχετίζει τις καταπιέσεις και συνενώνει τους αγώνες, η Μυρτώ μου θύμισε το κάλεσμα των γυναικών στην Τσιάπας και νομίζω ότι είναι η ιδανική κατακλείδα αυτού του άρθρου: «Ο τίτλος έλεγε «να παραμείνουμε ζωντανές», γιατί έτσι θα έχουμε τη δυνατότητα να συναντιόμαστε και να ανταλλάσσουμε. Τόσο απλό και δύσκολο μαζί είναι το διακύβευμα. Να παραμείνουμε ζωντανές»