H ειδησεογραφία που φτάνει στα μέρη μας (όση φτάνει) σχετικά με τις διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στο Παρίσι, είναι σε κάποιες περιπτώσεις ελλιπής, και σε κάποιες άλλες απλώς ανακριβής. Για παράδειγμα: βρέθηκα στο Παρίσι πριν λίγες μέρες, σε μια πόλη που κόχλαζε διαμαρτυρόμενη και δεν υπέπεσε ποτέ και πουθενά στην αντίληψή μου να φωνάζει κανείς «Εμείς δεν είμαστε Έλληνες», όπως ευρέως κυκλοφόρησε εδώ. Αυτό όμως που ψιθυρίζεται – χωρίς ποτέ να ακουστεί δυνατά – μεταξύ όλων, ακούγεται σχεδόν ίδιο αλλά είναι τελικά πολύ διαφορετικό, «Να μη γίνουμε Ελλάδα». Στην ελληνική κάλυψη ενός ακόμα ταραγμένου παριζιάνικου Μάη σίγουρα απουσιάζει η αίσθηση της καθημερινότητας. Που δεν είναι καθόλου, μα καθόλου απλή υπόθεση…
Μετά από τα τρομοκρατικά χτυπήματα του περασμένου Νοέμβρη, είναι συνηθισμένο θέαμα στους δρόμους της πόλης, και ειδικά σε «ευαίσθητες» γειτονιές όπως το Μαραί, η παρουσία – όχι απλώς της αστυνομίας, αλλά – και του στρατού. Ο φόβος μπορεί να μην είναι εμφανής, αλλά είναι παρών. Κάθε δυνατός θορυβος ή κρότος αναστατώνει τους κατοίκους της πόλης με ένα τρόπο που δεν θυμάμαι να υπήρχε τον παλιό καιρό, κάθε σειρήνα ασθενοφόρου ή αστυνομικού οχήματος κάνει να περνά από τα μάτια τους μια σκιά καχυποψίας. Η ακραία δήλωση του πρωθυπουργού Μανουέλ Βαλς μετά τα γεγονότα περί κήρυξης πολέμου, προφανέστατα δεν βοήθησε το κλίμα. Κι ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης, των φοβισμένων κατοίκων που συνηθίζουν την παρουσία του στρατού στην καθημερινότητά τους και της ανόδου της ακροδεξιάς, μόνο ευχάριστους συνειρμούς δεν φέρνει…
Μια παραδοξότητα που εμφανίστηκε μετά το ματωμένο Νοέμβριο του Bataclan, είναι η αναθεώρηση της στάσης πολλών -μεγαλύτερων σε ηλικία- ανθρώπων αριστερών πεποιθήσεων, αυτών που έζησαν από κοντά και συμμετείχαν στο Μάη του ’68, απέναντι στην Αστυνομία.
Οι απεργίες στη Γαλλία είναι φαινόμενο κατακλυσμιαίο, κι εκδηλώνονται με τρόπους που παραλύουν την καθημερινή ζωή, ακόμα και σε μέρες και ώρες εκτός των επίσημα ανακονωθέντων. Τα μέσα μαζικης μεταφοράς είναι ίσως ο τομέας όπου αυτό γίνεται πιο αισθητό. Καθώς μάλιστα οι εργαζόμενοι κάθε γραμμής του προαστιακού διατηρούν μια φαινομενική αυτονομία, συχνά βρίσκεται κανείς προ εκπλήξεων, οι οποίες μάλιστα δεν αιτιολογούνται ή και δεν προσδιορίζονται ως απεργίες. Τα συνδικάτα, αν και σε εμφανή κρίση προσανατολισμου, διατηρούν τις δυνάμεις τους. Η παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το θέμα οι κάτοικοι της γαλλικής πρωτεύουσας δεν μπορεί παρά να προκλέσει σοκ σε έναν «οργισμένο Βαλκάνιο»: ακόμα κι αν βρεθούν παγιδευμένοι για ώρα μέσα σε ένα συρμό σταματημένο στο πουθενά μεταξύ δύο σταθμών ή αν υποχρεωθούν να κατέβουν σε κάποιο μακρινό σταθμό (απ’ όπου δύσκολα φεύγει κανείς με άλλα μέσα) και υποχρεωθούν να περιμένουν εκεί επ’ αόριστον, οι στωικοί Παριζιάνοι σπάνια δείχνουν σημάδια αγανάκτησης.
Μια παραδοξότητα που εμφανίστηκε μετά το ματωμένο Νοέμβριο του Bataclan και των λοιπών επιθέσεων, είναι η αναθεώρηση της στάσης πολλών -μεγαλύτερων σε ηλικία- ανθρώπων αριστερών πεποιθήσεων, αυτών που έζησαν από κοντά και συμμετείχαν στο Μάη του ’68, απέναντι στην Αστυνομία. Η αυταπάρνηση που επέδειξαν τα σώματα ασφαλείας την εφιαλτική εκείνη νύχτα, αλλά και μέχρι σήμερα που με καθημερινές απλήρωτες υπερωρίες, μέσα σε διαρκή ανασφάλεια, καλούνται να αντιμετωπίσουν έναν εχθρό αόρατο κι ανίκητο (αφού εκείνος δεν φοβάται το θάνατο) εξανέμισαν την παραδοσιακή επιφύλαξη κι ανασφάλεια μιας γενιάς που συνήθισε να βλέπει στο πρόσωπο των «μπάτσων» τον παραδοσιακό του αντίπαλο. Και που ταυτόχρονα δυσκολεύεται να ταυτιστεί με τα πλήθη του Nuit Debout που απαρτίζεται κυρίως από νεότερες γενιές ασαφούς πολιτικής τοποθέτησης και “bobos” (bourgeois bohème). Με ένα παράδοξο τρόπο, μοιάζει να δικαιώνεται εκ των υστέρων το μυθικό άρθρο του Πιερ Πάολο Παζολίνι στην εφημεριδα L’Unità όπου, κόντρα σε κάθε ρεύμα, εξέφραζε την αλληλεγγύη του προς τους αστυνομικούς, γιατί σε αυτούς έβλεπε τα γνήσια παιδιά της εργατικής τάξης, κι όχι στους καλομαθημένους εξεγερμένους φοιτητές της εποχής, γόνους εν γένει αστικών και μεσοαστικών οικογενειών.
Στα χείλη όλων βρίσκεται κι ένας ακόμα εφιάλτης, προερχόμενος κυρίως από τη Μεγάλη Βρεττανία: τα συμβόλαια μηδενικών ωρών.
Στο κίνημα Nuit Debout εκφράζεται ο τρόμος των Γάλλων απέναντι στην επερχόμενη σάρωση θεμελιωμένων εργατικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – αυτή που όφειλαν να έχουν δει όταν ξεκινούσε το «ξήλωμα» και στην Ελλάδα, αλλά δε θέλησαν να πιστέψουν πως θα τους αγγίξει. Το νομοσχέδιο που άνοιξε τους ασκούς τοι Αιόλου, πέρασε με τις διατάξεις του νόμου 49.3, μιας διαδικασίας που παρακάμπτει τη συζήτηση στη βουλή (αντίστοιχης της δικής μας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου), την οποία ο Φρανσουά Ολάντ είχε υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε – και που ο πρωθυπουργός του το διέπραξε για τέταρτη φορά μέσα στη θητεία του. Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να παραδεχτεί πως η σχετική οδηγία προερχόταν από τις Βρυξέλλες. Στο μεταξύ, ο συνατάκτης του νόμου, υπουργός Οικονομικών Εμανουέλ Μακρόν, έχει ιδρύσει δικό του κόμμα, χωρίς αντίδραση από τον παραπαίοντα γάλλο Πρόεδρο.
Στα χείλη όλων βρίσκεται κι ένας ακόμα εφιάλτης, προερχόμενος κυρίως από τη Μεγάλη Βρεττανία: τα συμβόλαια μηδενικών ωρών. Τι είναι αυτό; Ο τρόμος του να πρέπει να παρουσιάζεται κανείς κάθε πρωί στη δουλειά του για να του πουν αν θα έχει εργασία γι αυτή τη μέρα και θα πληρωθεί, ή αν δεν τον χρειάζονται οπότε και θα επιστρέψει στο σπίτι του άνεργος κι απλήρωτος. Οι «χαλαρές μορφές εργασίας» που όλοι ακούγαμε εδώ και καιρό ως πρόταση των δανειστών για την τόνωση της οικονομίας παίρνουν σάρκα και οστά… Το πλήθος και το πάθος των διαδηλωτών δεν αμφισβητείται ούτε από τους πλέον κακόπιστους – ίσως γι αυτό να δίνεται η ελάχιστη δυνατή δημοσιότητα στις κινητοποιήσεις, τόσο στην ίδια τη Γαλλία, όσο και στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Όπως όμως επισημαίνουν όλο και περισσότεροι διανοούμενοι (πρόσφατα το έκανε και στην Αθήνα ο Αλαίν Μπαντιού) χωρίς πολιτική εκπροσώπηση που να μπορέσει να θέσει πανευρωπαϊκά τα ζητήματα, πολύ δύσκολα αυτες οι κινήσεις μπορύν να έχουν οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως οι απεργίες κι οι διαδηλώσεις στη Γαλλία γίνονται απέναντι σε κάτι που ήδη κατέστη νόμος του κράτους.
Στις διαδηλώσεις των Nuit Debout εμφανίστηκε κι ένα ακόμη φαινόμενο: οι επιδρομές των επομομαζόμενων casseurs («σπάστες»). Πρόκειται για ομάδες κουκουλοφόρων που επιδίδονται σε βανδαλισμούς κι επιτίθενται στις αστυνομικές δυνάμεις που περιφρουρούν την Πλατεία Δημοκρατίας. Οι ομοιότητες με καταστάσες που γνωρίζουμε τελειώνουν εδώ. Σύμφωνα με πολύπειρους δημοσιογράφους κι ανταποκριτές που έχουν ζήσει αναταραχές σε πολλές φλεγόμενες περιοχές της γης (και των οποίων την προφορική μαρτυρία δεν είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω), οι casseurs μοιάζουν να έχουν λάβει στρατιωτική εκπαίδευση και να είναι γνώστες των κανόνων της σύγκρουσης σώμα με σώμα, πράγμα που δεν συνάδει με την παραδοσιακή συμπεριφορά των γάλλων αριστεριστών ή αναρχικών, αλλά μάλλον παραπέμπει σε ακροδεξιές ομάδες, ή ακόμη και σε ισλαμιστές. Εκπρόσωποι της Αστυνομίας δηλώνουν – προσφατα υπήρξε ακόμα και δημόσια διαμαρτυρία τους στην Πλατεία Δημοκρατίας – πως συχνά, ενώ καλούνται να αστυνομεύσουν τις διαδηλώσεις, δεν λαμβάνουν εντολές (ή αυτές είναι αλληλοσυγκρουόμενες) για την αντιμετώπιση των casseurs. Το ενδιαφέρον είναι πως οι μοναδικές εφημερίδες που φιλοξένησαν τις δηλώσεις των εκπροσώπων των σωμάτων ασφαλείας ήταν δύο: η L’ Humanité, πρώην παραδοσιακό όργανο του ΚΚ Γαλλίας, και η La Tribune, οικονομική εφημερίδα δεξιών αποχρώσεων. Συμπτωματικά (;), αυτή η τελευταία αποτελεί και την πλέον τακτική και αξιόπιστη πηγή για όποιον Γάλλο αναζητά ενημέρωση για τα θέματα της Ελλάδας…
Περπατώντας στους δρόμους του Παρισιού, έκανα συνεχώς την ίδια σκέψη: πως αν είχα καταγράψει σε βίντεο τους ίδιους δρόμους πριν από εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια που ζούσα εδώ, ίσως και να μην είχε αλλάξει σχεδόν τίποτα. Τα κτίρια, τα καταστήματα, τα καφέ, τα εστιατόρια είναι σχεδόν απαράλλαχτα. Κι όμως μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως βρίσκομαι στην ίδια πόλη, όχι μόνο επειδή εγώ δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Υπάρχει πλέον, πέρα από το φόβο και την ανασφάλεια, τόση βία στην ατμόσφαιρα, η οποία δεν έχει βεβαίως να κάνει με τις διαδηλώσεις ή τις απεργίες, αλλά με ετερόκλητες κοινότητες με τεταμένες σχέσεις που συμβιώνουν δύσθυμα υπό καθεστώς οικονομικής δυσπραγίας. Για το καλό της Ευρώπης, εύχομαι η αναστάτωση που έζησα να μη διαλυθεί χωρίς να αφήσει τίποτα πίσω της. Δεν το θεωρώ όμως απίθανο. Ας μην ξεχνάμε πως το πρώτο κόμμα της χώρας αυτή τη στιγμή είναι το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπεν. Και για όσους βλέπουν μια αντίφαση σε αυτό, θα υπενθυμίσω ότι ούτε δύο μήνες μετά το Μάη του ’68, ο στρατάρχης Ντε Γκωλ θριάμβευσε στις εκλογές…