Τα εγκλήματα είχαν πάντα κάτι που τραβούσε τον κόσμο. Ο φόβος, η γοητεία του αίματος και οι αινιγματικοί δράστες τραβούσαν πάντα την προσοχή του κοινού που παρακολουθούσε επί εβδομάδες τις έρευνες της αστυνομίας και τις δίκες των δραστών σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες. Παρακάτω είναι μερικά από τα πιο στυγερά ελληνικά εγκλήματα των τελευταίων τριάντα ετών.
Ο Παναγιώτης Φραντζής γνώρισε τη Ζωή Γαρμανή όταν εκείνη ήταν ακόμα μαθήτρια λυκείου. Ξεκίνησαν μια θυελλώδη σχέση που οδήγησε τελικά σε γάμο. Ο έγγαμος βίος τους, όμως, μόνο ειδυλλιακός δεν ήταν. Οι δυο τους τσακώνονταν συνέχεια και είχαν ομηρικούς καβγάδες που ήταν συνέπεια της παθολογικής ζήλειας του 27χρονου Φραντζή.
Ένα βράδυ το νεαρό ζευγάρι γύρισε σπίτι από βραδινή τους έξοδο και είχαν ακόμα έναν καβγά. Αυτός ήταν και ο τελευταίος τους. Την άλλη μέρα ένας άνδρας που έψαχνε για γραμματόσημα σε κάδο απορριμμάτων ανακάλυψε τη τεμαχισμένη σορό της 18χρονης. Οι αστυνομικές αρχές δεν άργησαν να βρουν τον ένοχο και ξεκίνησε το πιο προβεβλημένο έγκλημα στην ιστορία του ελληνικού τύπου.
Ο Φραντζής στην δίκη επέμενε ότι ο θάνατος της συζύγου του ήταν ατύχημα και πως την αγαπούσε. Όταν ρωτήθηκε για τον τεμαχισμό του άψυχου σώματος της Ζωής, δήλωσε, «Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις».
Ο Παναγιώτης Φραντζής όσο ήταν στη φυλακή μπόρεσε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ΑΣΟΕΕ και αποφυλακίστηκε το 2005.
Τον χειμώνα του 1995 εντοπίστηκαν τα τεμαχισμένα πτώματα δυο ιερόδουλων και στις «πιάτσες» ξέσπασε πανικός. Η αστυνομία είχε αποφανθεί ότι πρόκειται για κάποιον κατά συρροή δολοφόνο.
Μετά από έρευνες οι υποψίες στράφηκαν στον 22χρονο Αντώνη Δαγκλή. Η μόνη κοπέλα της οποία είχε λυπηθεί είχε πει στις αρχές πως την είχε βάλει μέσα σε ένα λευκό βανάκι.
Ο Δαγκλής είχε ταραγμένη παιδική ηλικία. Ο πατέρας του τον κακοποιούσε, ενώ η μητέρα του είχε αναγκαστεί, λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων, να καταφύγει στην πορνεία. Μάλιστα, ο ίδιος την είχε δει να συνευρίσκεται με πελάτη και όπως δήλωσε αργότερα, αυτό ήταν που τον έκανε να μισεί όλες τις ιερόδουλες.
Στη δική υποστήριξε πως δεν πήγαινε με σκοπό να δολοφονήσει τις ιερόδουλες.
«Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον… Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».
Ο Αντώνης Δαγκλής καταδικάστηκε το 1997 σε 13 φορές ισόβια. Στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του.
Σενάριο ταινίας θυμίζει ο θάνατος του αρχιμανδρίτη Άνθιμου Ελευθεριάδη. Ο ιερωμένος έπεσε νεκρός στα σκαλιά του σπιτιού του από τις σφαίρες της ερωμένης του Κάτιας Γιαννοπούλου.
Η Γιαννοπούλου γνώρισε τον Ελευθεριάδη όταν πήγε να εξομολογηθεί, αν και δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με την εκκλησία και τα θεία. Μετά την γνωριμία της με τον Αρχιμανδρίτη, όμως, άρχισε να παρακολουθεί ευλαβικά όλες τις λειτουργίες και τα μυστήρια.
«Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο».
Οι δυο τους ξεκίνησαν να έχουν σχέση παρόλο που εκείνη ήταν παντρεμένη και μητέρα ενός αγοριού και εκείνος ιερωμένος. Ο Ελευθεριάδης της είχε αποσπάσει και περίπου 27 εκ δραχμές κατά τη διάρκεια της σχέσης τους για να κάνει τα θελήματα της Παναγίας όπως της έλεγε.
Όταν εκείνος απολύθηκε και μετατέθηκε στην Αγγλία ήρθε η αρχή του τέλους, καθώς άρχισε να την αποφεύγει, ενώ εκείνη ταξίδευε μέχρι και αυθημερόν στο Λονδίνο για να τον βλέπει.
Η συνεχής αδιαφορία του Ελευθεριάδη είχε γεμίσει οργή την Γιαννακοπούλου που δεν μπορούσε να δεχτεί ότι η σχέση τους είχε τελειώσει. Όταν εκείνος γύρισε για κάποιες μέρες στην Ελλάδα, του έστησε καρτέρι έξω από το σπίτι του και αφού αρνήθηκε να της μιλήσει τον πυροβόλησε μέχρι που της τελείωσαν όλες οι σφαίρες.
Την συνέλαβαν τρεις μέρες αργότερα σε μοναστήρι της Αττικής.
Κατά την διάρκεια της δίκης της δήλωνε πως, «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει. Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».
Η δικαιοσύνη την καταδίκασε σε 20 χρόνια κάθειρξη. Αφέθηκε ελεύθερη το 2013.
Ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης Άκης Πάνου απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας καθ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και μάλιστα δεν ζούσε καν στην Αθήνα. Ένα τραγικό γεγονός, όμως, τον έκανε εξώφυλλο σε όλες τις εφημερίδες και πρώτη είδηση σε όλα τα κανάλια.
Η 19χρονη κόρη του Ελευθερία είχε σχέση με έναν άνδρα 11 χρόνια μεγαλύτερό της, διαζευγμένο και πατέρα ενός παιδιού. Ο Πάνου δεν ενέκρινε ποτέ αυτήν την σχέση.
Ένα βράδυ που ο σύντροφος της κόρης του, Σωτήρης Γιαλαμάς, πήγε να του ζητήσει να συμφιλιωθούνε, ο συνθέτης μην μπορώντας να δεχθεί την προσβολή πήρε το όπλο του, που είχε ενθύμιο από το Ναυτικό και πυροβόλησε τον 30χρονο. Ο Γιαλαμάς έπεσε νεκρός στο σπίτι της οικογένειας Πάνου.
Ο τραγουδοποιός καταδικάστηκε σε ισόβια και άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή.
Ο Μανώλης Δουρής έβγαινε στα κανάλια ζητώντας να βρεθεί ο δολοφόνος του παιδιού του για να μπορέσει να πάρει εκδίκηση, κάνοντας όλη την ελληνική κοινωνία να υποφέρει για τον πόνο του πατέρα.
Ο εξάχρονος γιος της Γεωργίας και του Μανώλη Δουρή είχε βρεθεί νεκρός και κακοποιημένος σεξουαλικά σε μια μάντρα κοντά στο σπίτι του ζεύγους. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή το άτυχο αγοράκι είχε πεθάνει από ασφυξία αφού πρώτα είχε βιαστεί.
Αν και στην αρχή ο Δουρής παρουσιαζόταν ως χαροκαμένος πατέρας, η αστυνομία δεν άργησε να τον υποψιαστεί και ξεκίνησε έτσι μια δίκη που συντάραξε το πανελλήνιο.
Ο Δουρής είχε πολεμήσει στην Κύπρο και οι γιατροί που τον εξέτασαν είπαν πως τα ψυχολογικά προβλήματα που είχε επιδεινώθηκαν από τα όσα είδε στον πόλεμο. Ο ίδιος κατηγόρησε τη γυναίκα του και εμφανιζόταν αβέβαιος για το αν είχε διαπράξει ή όχι το έγκλημα αν και στην αρχή ομολόγησε.
«Αν το έκανα εγώ να τιμωρηθώ. Θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις τη ζωή σου, όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο», μονολογούσε προς την γυναίκα του.
Ο συνήγορος του υποστήριζε με βεβαιότητα πως ο πελάτης του ήταν αθώος. Μάλιστα και ο ιατροδικαστής είπε πως οι τρίχες που βρέθηκαν στο άψυχο σώμα του εξάχρονου δεν άνηκαν στον πατέρα του. «Από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος», δήλωσε στην Ελευθεροτυπία ο καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης που ερεύνησε το θέμα.
Το δικαστήριο πάντως έκρινε τον Δουρή ένοχο για όλες τις κατηγορίες.
Άλλαξε μέσα σε 2 χρόνια τέσσερα σωφρονιστικά ιδρύματα καθώς έπεσε θύμα του «νόμου της φυλακής» όσο αφορά τους παιδοκτόνους και τους βιαστές. Ξυλοκοπήθηκε και βιάστηκε αλλεπάλληλες φορές μέχρι που βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του.
«Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο…». Αυτά δήλωσε ο Θεόφιλος Σεχίδης όταν ρωτήθηκε από την αστυνομία για τους φόνους της οικογένειάς του.
Ο 24χρονος φοιτητής Νομικής σκότωσε μέσα σε μια μέρα τον πατέρα του, την μητέρα του, τη γιαγιά του , την αδελφή του και έναν θείο του. Σύμφωνα, με τον ίδιο ο λόγο που τους σκότωσε ήταν επειδή δεν του αποκάλυπταν ποιά ήταν η πραγματική του μητέρα, ενώ κατά τα λεγόμενά του προσπάθησαν πρώτοι αυτοί να τον σκοτώσουν.
Ο Σεχίδης αφού σκότωσε διαδοχικά τους συγγενείς του, πέταξε τις διαμελισμένες σορούς τους σε σκουπιδότοπο. Όσο τεμάχιζε τα πτώματα άκουγε Τσαϊκόφσκι.
Ο 24χρονος κατάφερε να διαφύγει για τρεις περίπου μήνες, μέχρι που η θεία του κατέφυγε στις αρχές γιατί δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον άνδρα της.
«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά, στους εμβρόντητους αξιωματικούς της αστυνομίας και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου έλεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα για να μην με ξεκάνουν»….
Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πέντε φορές ισόβια για τις ανθρωποκτονίες κατά συρροή και σε ποινή φυλάκισης 7,5 ετών για οπλοχρησία, οπλοκατοχή, οπλοφορία και για περιύβριση νεκρού….
Την Δευτέρα 12 Αυγούστου, ο Θεόφιλος Σεχίδης μεταφέρθηκε στις Δικαστικές Φυλακές Κομοτηνής, όπου για προληπτικούς λόγους τοποθετήθηκε στην απομόνωση. Από τους αστυνομικούς ζήτησε μόνο «να ακούει Μπαχ ή αν αυτό δεν είναι εφικτό, κλασική μουσική και να διαβάζει βιβλία». Λίγο πριν από τον Σεπτέμβρη του 1997 μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά».
«Το ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το παιδί. Πάντα έτρωγε πρώτα το γλυκό και μετά το φαγητό», ήταν τα λόγια της μητέρας του Κυριάκου Παπαχρόνη, όταν δημοσιογράφοι την ρώτησαν για τον γιο της, που κατηγορούνταν μεταξύ άλλων για ανθρωποκτονίες, βιασμούς και εμπρησμό.
Ο Παπαχρόνης μετά από μια άσχημη εμπειρία που είχε με μια ιερόδουλη όταν ήταν 14 χρονών και τον αποκάλεσε ανίκανο, άρχισε να μισεί όλες τις γυναίκες. Το μίσος του αυτό ήταν που τελικά τον οδήγησε στην δολοφονία και τον βιασμό δυο γυναικών, ενώ είχε αποπειραθεί να βιάσει άλλες πέντε.
Όταν έγιναν γνωστοί οι φόνοι και οι βιασμοί στη κοινωνία της Δράμας, σύσσωμο το αστυνομικό σώμα αλλά και ο στρατός άρχισαν να αναζητούν τον ένοχο. Μάλιστα και ο ίδιος ως έφεδρος αξιωματικός, πήρε μέρος στις έρευνες για τον εντοπισμό του. Τελικά στα ίχνη του οδηγήθηκαν χάρη στις πληροφορίες που συγκέντρωσαν δυο άλλοι αξιωματικοί. Τα θύματα που είχαν γλιτώσει, είχαν πει στην αστυνομία, πως ο δράστης φορούσε στρατιωτική στολή.
Ενώ στην αρχή αρνήθηκε κάθε κατηγορία, τελικά έσπασε και παραδέχτηκε τα εγκλήματα. Εκείνο που τον ερέθιζε ήταν ο ήχος των τακουνιών.
«Θόλωνε το μυαλό μου. Ήθελα να χτυπήσω. Έφθανα στο μεγαλείο. Την χτυπούσα, τελείωνε», δήλωσε στην απολογία του.
Όσο βρισκόταν στη φυλακή λάμβανε δεκάδες γράμματα από θαυμάστριες που δήλωναν γοητευμένες.
Πλέον, αφού εξέτισε ποινή 22 ετών, ζει στην επαρχία και είναι αρραβωνιασμένος.
Ένα αποτυχημένο προξενιό στάθηκε αφορμή να χάσουν τη ζωή τους εφτά άνθρωποι.
Η Μαρία Σαμπανιώτη είχε κάνει δώρο στους γείτονές της, οικογένειες Μουστοπούλου και Κληματσά, ζύμη για τηγανόψωμα, την οποία και έφαγαν. Τα τηγανόψωμα όμως αποδείχτηκε πως περιείχαν παραθείο.
Η 56χρονη ήθελε να παντρέψει τις κόρες της με τους γιους των δυο οικογενειών, που όμως είχαν αρνηθεί. Αυτό στάθηκε αφορμή για την κίνησή της.
Όταν τελικά συνελήφθη, η Σαμπανιώτη δήλωσε αθώα και δεν παραδέχτηκε ποτέ τίποτα.
Το 2011 η Μαρία Σαμπανιώτη βγήκε από τις φυλακές του Ελαιώνα Θηβών, έχοντας εκτίσει ποινή 17 χρόνων για το θάνατο τριών ανθρώπων και την απόπειρα δολοφονίας άλλων τεσσάρων. Ακόμη και μετά την αποφυλάκισή της επέμενε ότι είναι αθώα. «Εγώ με τη συνείδησή μου είμαι καλά. Δεν έχω κάνει κάτι για να μετανιώσω. Δεν ήμουν εγώ αυτή που έβαλε το δηλητήριο μέσα στα τηγανόψωμα».
Κατακρεουργημένο, με 21 μαχαιριές βρήκε η οικιακή βοηθός του τον διάσημο ηθοποιό Νίκο Σεργιανόπουλου τον Ιούνιο του 2008.
Τις ημέρες που ακολούθησαν ο φόνος μονοπωλούσε τον ελληνικό τύπο και η αστυνομία έψαχνε παντού για τον ένοχο.
Τελικά, όπως αποδείχθηκε, υπεύθυνος για το στυγερό έγκλημα ήταν ο 30χρονος Ντέιβιντ Μουρτικνέλι.
Ο γνωστός πρωταγωνιστής είχε γνωρίσει τον Μουρτικνέλι στην πλατεία Βικτωρίας, όπου σύμφωνα με την κατάθεση του 30χρονου, ο Σεργιανόπουλος τον κάλεσε να πάνε σπίτι του να πάρουν κοκαΐνη και του υποσχέθηκε πως θα υπήρχαν και γυναίκες. Όταν έφτασαν στο σπίτι και αφού έκαναν χρήση ναρκωτικών οι δυο άντρες έκαναν σεξ. Όταν ο Σεργιανόπουλος επέμεινε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του δράστη, να είναι εκείνος ο «ενεργητικός» και απείλησε τον 30χρονο με ένα κουζινομάχαιρο, εκείνος του το πήρε και του επιτέθηκε, καθώς όπως είπε δεν είναι «παθητικός» και αυτό προσέβαλε τον ανδρισμό του.
Πριν φύγει από το διαμέρισμα ο Μουρτικνέλι φρόντισε να μοιάζει ο χώρος σαν να είχε διαπραχθεί ληστεία, αυτό όμως, δεν εμπόδισε τους αστυνομικούς να τον συλλάβουν 51 μέρες μετά.
Με τη δικογραφία που σχημάτισε η ασφάλεια ο δράστης παραπέμφθηκε στην εισαγγελία, όπου του ασκήθηκε ποινική δίωξη και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Μια 14χρονη μαθήτρια και μια 28χρονη μητέρα δυο παιδιών ήταν τα θύματα των Δημητροκάλη, Κατσούλα και Μαργέτη, των σατανιστών της Παλλήνης.
Οι τρεις τους είχαν οδηγήσει τις δυο άτυχες κοπέλες σε ερημικές περιοχές στης Παλλήνης και αφού της είχαν δέσει, χτυπήσει και βιάσει τις πρόσφεραν ως θυσία στον Σατανά.
Όταν τελικά συνελήφθησαν, οι λεπτομέρειες που είπαν στους ανακριτές ήταν ανατριχιαστικές και η ιστορία είχε προκαλέσει πανικό και μούδιασμα στην ελληνική κοινωνία που πρώτη φορά άκουγε για σατανιστές.
Η ιστορία των σατανιστών συνέπεσε με την άνθηση των ιδιωτικών καναλιών και το θέμα μονοπωλούσε τα δελτία ειδήσεων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του Τύπου οι δράστες ήταν λιγομίλητοι και δεν έκαναν δημόσια πολλές αποκαλύψεις. Ωστόσο, ο ένας έριχνε τις ευθύνες στον άλλο.
Η Μαργέτη και ο Δημητροκάλης έδειχναν ως εγκέφαλο των αποτρόπαιων πράξεών τους τον Ασημάκη Κατσούλα. Οι δυο νέοι έκαναν αναφορές στις τελετές μύησης αλλά και στα σεξουαλικά όργια που έκαναν στο όνομα του Σατανά.
Τελικά, την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών. Επίσης, τον Μάνο Δημητροκάλλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών. Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου. Το μόνο που της αναγνωρίστηκε ήταν η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικίας.
Δημητροκάλης και Μαργιέτη έχουν ήδη αποφυλακιστεί, αλλά ο Ασημάκης Κατσούλας παραμένει φυλακισμένος στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς στα Χανιά. Ο «Σατανιστής της Παλλήνης» είχε κάνει αίτηση αποφυλάκισης αλλά αυτή απορρίφθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 2015.