Ο Λάμπρος Γούλας το Δεκέμβρη του 2008 ήταν 16 χρονών, δηλαδή όσο περίπου και ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος τη στιγμή που η σφαίρα που έριξε ο ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκoνέας διαπέρασε την καρδιά του και καρφώθηκε στον 10ο θωρακικό σπόνδυλο , εξοντώνοντας μια ζωή που δεν πρόλαβε καλά – καλά να ανθίσει. Χωρίς καμία αιτία. Χωρίς καμία αφορμή. Χωρίς καμία δικαιολογία. Απλά επειδή μπορούσε. Επειδή κουβάλαγε το υπηρεσιακό του όπλο και δε δίστασε να το σηκώσει για να πυροβολήσει τη ζωή. Μια τομή στο χρόνο ήταν αυτή η σφαίρα. Ο χρόνος διαιρέθηκε αμετάκλητα στο πριν και το μετά κι ο οργισμένος αντίλαλος από το θρήνο μιας άγουρης νεολαίας ξυπνούσε εσπευσμένα τη χώρα από το μεγάλο ύπνο.
Ο Λάμπρος σήμερα είναι μέλος μιας από τις πιο δραστήριες συλλογικότητες του αντιεξουσιαστικού χώρου. Τις μέρες του Δεκέμβρη τις ανακαλεί με ακατέργαστη συγκίνηση, ατόφια, αυτή που δεν ημερεύει, δε χαλιναγωγείται, βγαίνει από τα πιο πυρηνικά μέρη του βιώματος, λεκτικοποείται και σωματοποιείται.
Πως αλλιώς, όμως, να μιλήσεις για το Δεκέμβρη αν δεν αναδύονται από μέσα σου τα μπερδεμένα ρίγη της θλίψης και του πάθους; Αν δεν είσαι ερευνητής κλειδαμπαρωμένος σ’ ένα αποστειρωμένο εργαστήριο, τηλεπερσόνα βουτηγμένη στη μιντιακή πλασματικότητα ή ο Άδωνις Γεωργιάδης, δε μπορείς να μιλήσεις για το Δεκέμβρη χωρίς να σε τσουρουφλίζει η φωτιά του, χωρίς να ακούς θραύσματα ποίησης να ανασαίνουν ακόμα στους δρόμους.
Οδοφράγματα έξω από το Πολυτεχνείο.
Η Ελλάδα του 2008 ήταν μια άλλη χώρα. Τίποτα απ’ όσα αντικρίζουμε γύρω μας δεν τη θυμίζει αλλά πλέον το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας δεν τη νοσταλγεί κιόλας. Ξέρει ότι πολλές από τις αντιθέσεις που σκάσανε πικρόχολα στα μούτρα μας πλάθονταν ήδη από τότε αλλά ήταν σκεπασμένες μ’ ένα ιλουστρασιόν σεντόνι. Ο Δεκέμβρης του 2008 το τράβηξε κι αποκάλυψε τη γύμνια ενός συστήματος που επειδή δε μπορεί να εξασφαλίσει κοινωνική δικαιοσύνη , ισότητα κι ελευθερία, κακοποιεί, βασανίζει και δολοφονεί. Η δολοφονία του, επίσης, 15 χρονου Μιχάλη Καλτεζά, οι «ζαρντινιέρες», τα βασανιστήρια μεταναστών στο ΑΤ Ομόνοιας, δεν είχαν γίνει αλλού. Εδώ έγιναν. Γεμίσαμε ψευδεπίγραφες ΕΔΕ με προκαθορισμένο αποτέλεσμα που έβγαζαν λάδι τους δράστες και φούσκωναν με μάτσο καμάρι οι αεραγωγοί της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν το οριακό σημείο σ’ ένα συνεχές καταστολής και η ευθεία βολή του Κορκονέα συμβολοποίησε ένα ανάλγητο κράτος που σκοτώνει το μέλλον.
Η Χρύσα Πετσιμέρη είναι δικηγόρος. Το 2008 η κόρη της ήταν στην ηλικία της παρέας του Αλέξανδρου. Η τύχη τα φερε έτσι ώστε να είναι από τους πρώτους ανθρώπους που αντίκρισαν το νεκρό σώμα του Γρηγορόπουλου στον Ευαγγελισμό. «Ένα από τα παιδιά που βρίσκονταν στο σημείο με γνώριζε λόγω της κόρης μου. Με πήραν αμέσως τηλέφωνο τρομοκρατημένα και μου είπαν ότι χτυπήθηκε ένας φίλος τους κι αν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο να δω τι συμβαίνει. Αυτά στην αρχή πίστευαν ότι ήταν πλαστικές οι σφαίρες, δε μπορούσαν να διανοηθούν ότι είναι αληθινές. Ήμουν πολύ κοντά και έφτασα αμέσως στα Επείγοντα του Ευαγγελισμού. Ρώτησα που είναι το παιδί που τους έφεραν από τα Εξάρχεια. «Να εδώ» μου απάντησε κάποιος. Τον βλέπω στο κρεβάτι, ξαπλωμένο, ξεσκέπαστο. Δεν κουνιόταν καθόλου. Νόμιζα ότι κοιμόταν ή ότι είχε χάσει απλά τις αισθήσεις του. Πήγα κοντά, άγγιξα το μέτωπο του κι ήταν παγωμένο. Στο στήθος είχε μια οπή από τη σφαίρα. Ήταν νεκρός. Τα χασα. Η είδηση είχε μαθευτεί στο μεταξύ. Οι φίλοι του Αλέξανδρου μαζεύονταν στο νοσοκομείο και τα ΜΑΤ απλώνονταν γύρω από την πύλη. Βγήκα για λίγο έξω να δω τα παιδιά. Ξαναμπήκα μέσα. Είχε φτάσει η μητέρα του Αλέξανδρου. Την είχαν σε μια αίθουσα με την κοινωνική λειτουργό του νοσοκομείου. Με το που με είδε, με ρώτησε “γιατί σκότωσαν το παιδί μου”. Τι να της απαντήσω;»
«Βγήκα για λίγο έξω να δω τα παιδιά. Ξαναμπήκα μέσα. Είχε φτάσει η μητέρα του Αλέξανδρου. Την είχαν σε μια αίθουσα με την κοινωνική λειτουργό του νοσοκομείου. Με το που με είδε, με ρώτησε «γιατί σκότωσαν το παιδί μου». Τι να της απαντήσω;» Χρύσα Πετσιμέρη, δικηγόρος.
Η είδηση διαχύθηκε αμέσως. Όχι μέσα από τα παραδοσιακά κανάλια πληροφόρησης. Όταν το Mega μετέδιδε μονταρισμένο το βίντεο που είχε τραβήξει αυτόπτης μάρτυρας τη στιγμή της δολοφονίας, ο κόσμος είχε βγει ήδη στους δρόμους αξιοποιώντας για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα τα νέα μέσα τεχνολογίας και το indymedia που αναδείχθηκε σε βασικό πυλώνα αντιπληροφόρησης.
Η οργή ξεχείλιζε. Δεν έβαλε καπάκι. Δεν περίμενε μέχρι τη Δευτέρα για να ρίξει τους παλμούς της. Εκδηλώθηκε εκείνη τη στιγμή κι ήταν η αρχή μιας εξέγερσης. Οι νύχτες που ονειρεύτηκε ο Guy Debord να λάμπουν στα οδοφράγματα και το «συμβάν» του Alain Badiou, το απρόσμενο γεγονός που συμπύκνωσε το χρόνο και ανέτρεψε την κανονικότητα.
Καμμένα αυτοκίνητα, από τα θεάματα που συναντούσες συχνά μέσα στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες.
Όπως και αυτή την εικόνα.
«Άλλαξε εντελώς η καθημερινότητα μας. Εγώ , σου είπα, ξεκίνησα το βράδυ του Σαββάτου για να πάω σπίτι μου και τελικά στο σπίτι μου πήγα Τετάρτη μεσημέρι. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι είχε ανακοινωθεί πορεία προς τη ΓΑΔΑ για Κυριακή πρωί , την επόμενη μέρα της δολοφονίας. Βγήκαμε από το Πολυτεχνείο άυπνοι για να πάμε στην πορεία. Από τους πρώτους ανθρώπους που είδα μπροστά μου ήταν η μητέρα μου. Είχε κατέβει κι αυτή για να συμμετάσχει στην πορεία, όπως πολλοί άλλοι γονείς και άνθρωποι που μπορεί για πρώτη φορά στη ζωή τους να έπαιρναν μέρος σε διαδήλωση. Ο κόσμος δέχονταν επιθέσεις με δακρυγόνα από τα ΜΑΤ και δεν έφευγε. Το πρωί πηγαίναμε στις μαθητικές κινητοποιήσεις. Οι καθηγητές που παλιότερα μπορεί να γκρίνιαζαν, τώρα δεν έλεγαν τίποτα. Αντίθετα πολλοί μας υποστήριζαν. Το απόγευμα πηγαίναμε στο Πολυτεχνείο, στη Νομική, στην ΑΣΟΕΕ. Όπου κι αν πήγαινες όχι μόνο στην Αθήνα αλλά σε όλη την Ελλάδα υπήρχε μια εστία αγώνα. Καθημερινά γίνονταν συνελεύσεις. Δεν ήμασταν ζόμπι που βγαίναμε στο λυκόφως για να τα σπάσουμε. Υπήρχε πολιτική ζύμωση. Το απόσταγμα αυτής της διαδικασίας ήταν ότι πρέπει να αλλάξουμε την κοινωνία. Τα κανάλια ούρλιαζαν για τις ζημιές αλλά δε νομίζω ότι είχαν ιδιαίτερη απήχηση. Μη τρελαθούμε. Δεν κοστίζει περισσότερο μια τζαμαρία από τη ζωή ενός 15 χρονου. Η αλληλεγγύη του κόσμου ήταν πρωτόγνωρη. Έκαναν μια επίθεση τα ΜΑΤ και οι άνθρωποι άνοιγαν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους για να μας προστατέψουν» λέει ο Λάμπρος Γούλας.
«Φοβόσουν;» τον ρωτάω. «Ο φόβος πάντα υπάρχει. Δε γίνεται να μη φοβάσαι. Αν δε φοβάσαι, μπορεί να είσαι κι επικίνδυνος, μπορεί να γίνεις Κορκωνέας. Ο θυμός ξεπερνούσε το φόβο. Την ίδια στιγμή που φοβόσουν, δε σ’ ένοιαζε κιόλας να φας ξύλο ή να σε συλλάβουν. Εγώ ένιωσα ότι δολοφονήθηκε ένας δικός μου άνθρωπος, ότι θα μπορούσα να είμαι εγώ ή εσύ στη θέση του» απαντάει.
Ηλικιωμένες στα Εξάρχεια καταβρέχουν στο δρόμο προς τις αρχές, συμμετέχοντας με τον τρόπο τους στις διαμαρτυρίες.
Η εξέγερση αποεδαφικοποιείται από τα Εξάρχεια. Για δύο εβδομάδες, για 18 μέρες, για περισσότερο θα σου πω εγώ, απλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα. Οι μαθητές που υφίστανται την οικογενειακή πίεση, τη σχολική εντατικοποίηση , την επίθεση στις νεανικές αντικουλτούρες, τα μαζικά μέτρα πειθάρχησης αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Καταλαμβάνουν τα σχολεία, βγαίνουν στους δρόμους, περικυκλώνουν τα αστυνομικά τμήματα, πετροβολούν μια εξουσία βαμμένη πάντα σε χακί.
Ξεφεύγουν από το διαχειριστικό πραγματισμό των επαγγελματιών της πολιτικής και εισάγουν τη φαντασία στο προσκήνιο. Ενώνονται με τους φοιτητές που είχαν ήδη γαλουχηθεί στο φοιτητικό κίνημα του 2006-2007, με τους επισφαλώς εργαζομένους και τους ανέργους, με τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, με τους Ρομά, με τα πιο υποβαθμισμένα τμήματα του πολυεθνικού εργατικού δυναμικού, με όλους όσοι ασφυκτιούν από την επισφαλειοποίηση της ζωής. Όλοι αυτοί, αποκλεισμένοι από τη δημόσια σφαίρα , γίνονται ορατοί και κατασκευάζουν ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που επαναδιατυπώνει τους όρους άρθρωσης της πολιτικής. Κι όσο η Αστυνομία απαντά με συλλήψεις, χημικά και ξύλο στο ψαχνό, όσο ο Κούγιας δηλώνει ανερυθρίαστα ότι «αν έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί θα το κρίνει η δικαιοσύνη», όσο ο Στέφανος Μάνος και οι ομοϊδεάτες του ζητούν να αναλάβει ο στρατός τη διασφάλιση της «τάξης», όσο το μεγαλύτερο κομμάτι του πολιτικού και μιντιακού συστήματος παραμένει μυωπικό και βλέπει μόνο ζημιές, τόσο στα οδοφράγματα του Δεκέμβρη ψηλαφίζεται το όραμα ενός καινούργιου κόσμου που προϋποθέτει την καταστροφή του παλιού.
Ο Βαγγέλης Νάνος, σήμερα είναι μέλος της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης. Τότε ήταν 28 χρονών και ήδη πολιτικοποιημένος σ’ αυτόν το χώρο. «Δεν ήταν μόνο οι μαθητές. Είδαμε στο δρόμο ένα υποκείμενο που δεν είχε βγει ξανά. Ήταν μετανάστες χωρίς χαρτιά, Ρομά, άνεργοι ή υποαμειβόμενοι, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, οικολόγοι. Ένα κομμάτι αποκλεισμένων ανθρώπων βρήκε φωνή το Δεκέμβρη. Κατέβηκαν στις κινητοποιήσεις χωρίς κάποιο αυστηρά προσδιορισμένο αίτημα αλλά για να δηλώσουν ότι υπάρχουν. Εγώ έτσι το ένιωθα. Αυτή ήταν η ευκαιρία ακόμα και για τμήματα του κινήματος και της ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης να βρεθούν σ’ αυτή τη συνύπαρξη και να δώσουν προσοχή σ’ αυτόν τον κόσμο. Στη δική μου σκέψη αυτό σήμαινε το τέλος των γραφών που είχαν μείνει προσκολλημένες η αριστερά και η αναρχία. Ο Δεκέμβρης έσπασε τη γραμμικότητα, την πεποίθηση ότι υπάρχει ένα ενιαίο και συγκροτημένο υποκείμενο π.χ. η εργατική τάξη που θα ωριμάσει και θα αγωνιστεί. Υπάρχουν πολλά καταπιεσμένα υποκείμενα που θα ενωθούν στο δρόμο στη βάση μιας αφορμής. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος που είχε αποκτήσει ήδη κοινωνική νομιμοποίηση στο φοιτητικό κίνημα 2006-2007, στα γεγονότα του Δεκέμβρη έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Αντιιεραρχικά και συγκρουσιακά χαρακτηριστικά αυτού του χώρου υιοθετήθηκαν από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Θα σου πω ενδεικτικά ένα στιγμιότυπο που μου χει καρφωθεί στο μυαλό: Ήμουν μια μέρα στην κατάληψη της Νομικής και καθόμουν στα σκαλιά του 4ου ορόφου. Από κάτω στους άλλους ορόφους έβλεπα άτομα από γνωστές αναρχικές ομάδες. Έξω , όμως, γίνονταν συγκρούσεις κι εμείς απλώς κοιτάγαμε. «Ρε σεις, αφού εμείς είμαστε όλοι εδώ, ποιοι τα κάνουν αυτά;» φώναξε κάποιος. Ο χώρος που από ιδεολογική θέση μπορεί να επιλέξει να συγκρουστεί με τους θεσμούς του κράτους είχε αποχωρήσει και πλέον τις συγκρούσεις τις έκανε απλός κόσμος. Το ερώτημα του αν είσαι με τη βία – για την ακρίβεια με την αντιβία των από κάτω- το είχε απαντήσει η ίδια η πραγματικότητα. Η κοινωνία έστηνε οδοφράγματα» διηγείται.
Διαφορετικές τάξεις, ηλικίες και ιδεολογίες συναντήθηκαν στο δρόμο.
Τα γεγονότα διεθνοποιούνται. Σ’ όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις γίνονται δράσεις συμπαράστασης. Οι Ζαπατίστας χαιρετίζουν την ελληνική εξέγερση. Οι ευρωπαϊκές ελίτ ανασκουμπώνονται. Ο Σαρκοζί στη Γαλλία αποσύρει τη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με το επιχείρημα «Κοιτάξτε τι γίνεται στην Ελλάδα». Ο Ντομινικ Στρος Καν, διευθυντής τότε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και μάλλον πιο οξυδερκής από τους εγχώριους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος που εξαντλούν την ενέργεια τους στην αβίαστη συκοφάντηση των κινητοποιήσεων, προειδοποιεί: «Κοινωνικές αναταραχές όπως αυτές που σημειώνονται στην Ελλάδα θα μπορούσαν να εξαπλωθούν, αν δεν υπάρξει καλύτερη κατανομή του πλούτου». Η σύνδεση ανάμεσα στην κρατική βία και την αλαζονεία του κεφαλαίου ήταν ρητή στο Δεκέμβρη από την αρχή κι εκφράστηκε με τις επιθέσεις σε χωρικά σημεία που συμβόλιζαν την κυριαρχία του χρήματος και την ανάδειξη του καταναλωτισμού ως πυξίδα της κοινωνικής ζωής.
«Κοινωνικές αναταραχές όπως αυτές που σημειώνονται στην Ελλάδα θα μπορούσαν να εξαπλωθούν, αν δεν υπάρξει καλύτερη κατανομή του πλούτου», Ντομινικ Στρος Καν, διευθυντής τότε του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Ότι έγινε το Δεκέμβρη εμπεριείχε νοήματα. Ακόμα και η αντιπαράθεση γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που πυρπολήθηκε στις 18 Δεκέμβρη με τη δημοτική αρχή να διολισθαίνει στη φαιδρότητα των αστυνομικών ασπίδων που φυλάνε τις γιρλάντες, ήταν υψηλής σημειολογίας. Ήταν ο στρουθοκαμηλισμός της εξουσίας γύρω από τη φωταγωγημένη της ρουτίνα, η άρνηση της να αποδεχτεί ότι όσο το αίμα είναι ζεστό και τα δάκρυα δεν έχουν στεγνώσει, η ζωή δε μπορεί να συνεχιστεί όπως άλλοτε. Η επιτομή της μικροαστικής υποκρισίας ήταν το δέντρο. Καιόμενο τουλάχιστον έγινε μια ανάρπαστη καρτ – ποστάλ.
Το καμένο δέντρο του Συντάγματος.
Το βελάκι δείχνει προς μια τράπεζα.
Ο Δεκέμβρης δεν ήταν μόνο «μπάχαλα», όπως διατείνονται όσοι προσπαθούν να περιορίσουν και να απαξιώσουν τη δυναμική του. Έθεσε ερωτήματα που αφορούσαν σε όλο το φάσμα της βιωμένης πραγματικότητας. Με τις καταλήψεις της ΓΣΕΕ και της ΕΣΗΕΑ ανανοηματοδότησε τις έννοιες του συνδικαλισμού και της ενημέρωσης μακριά από τις εδραιωμένες και μουχλιασμένες εκδοχές τους. Έφτιαξε ένα νέο πολιτιστικό υπόδειγμα που αντλούσε την έμπνευση του από το δρόμο κι όχι από ελιτίστικες αυθεντίες. Στη συναυλία αλληλεγγύης στους εξεγερμένους στα Προπύλαια στις 19 Δεκέμβρη συμμετείχαν από τη Μαρίζα Κωχ μέχρι τους Lost Bodies.
Η σημερινή διαφήμιση της Αθήνας ως μητρόπολης της street art έχει τις ρίζες της στα γκράφιτι και τα στένσιλ που χρησιμοποιήθηκαν μαζικά ως μέσο έκφρασης το Δεκέμβρη του 2008. Οι σπουδαστές των δραματικών σχολών κατέλαβαν το κτίριο της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, οργάνωσαν δρώμενα στο δρόμο, έκαναν παρεμβάσεις σε θεατρικές παραστάσεις, μπήκαν στο μετρό και συνομίλησαν με επιβάτες. Η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής από απόφοιτους καλλιτεχνικών τμημάτων, μουσικούς, χορευτές, εικαστικούς ήταν ένα κορυφαίο γεγονός που φώτισε τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο πεδίο της τέχνης ανάμεσα σ’ ένα κατεστημένο κομμάτι που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως αμπαλάζ της εξουσίας και σε εκείνο που βλέπει την τέχνη ως διαδικασία χειραφέτησης και άρα αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τις αγωνίες των ανθρώπων που αντιστέκονται, ανάμεσα σ’ αυτούς που ενοχλούνται από τις παρεμβάσεις στα θέατρα ή στην ΕΡΤ και σ’ αυτούς που ενοχλούνται από τις σφαίρες στο Γρηγορόπουλο και το βιτριόλι στην Κούνεβα.
Προστατεύοντας τα «Χριστούγεννα».
Ο Δεκέμβρης, λοιπόν, ήταν όλα αυτά. Ο Νίκος Ρωμανός να κρατάει το φέρετρο του φίλου του, τα μάτια που έτσουζαν από τα δακρυγόνα αλλά κοίταζαν στον ουρανό , οι γιαγιάδες που πέταγαν γλάστρες στους αστυνομικούς από τα μπαλκόνια, τα μπαλέτα στην Πατησίων, οι κατεστραμμένες τηλεοράσεις στην Ερμού. Το πρελούδιο μιας γενιάς που διαισθάνθηκε τον κίνδυνο, που κατάλαβε ότι το πεπρωμένο της ήταν να ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες και αρνήθηκε να συρθεί μοιρολατρικά πάνω από το κουφάρι των πληγωμένων ονείρων.
«Και τι πέτυχε;» αντιτείνουν διάφοροι, υπονοώντας ότι δεν πέτυχε και τίποτα ή ότι ίσως ήταν μια μηδενιστική έκρηξη που δεν άφησε πίσω τις παρά μόνο υλικές ζημιές. Υποτιμώντας ένα γεγονός, εξουδετερώνοντας τη δυναμική του, διαστρεβλώνοντας την ουσία του, αναπτύσσεις μια στρατηγική για να το εξορίξεις από τη συλλογική μνήμη. «Κανένας δε μπορεί ακριβώς να σου σταχυολογήσει τι έκανε ο Δεκέμβρης αλλά ότι κι αν γινόταν μετά είχε αναφορά στην εξέγερση του Δεκέμβρη» επισημαίνει ο Βαγγέλης. Μάλλον σ’ αυτή τη διατύπωση κρύβεται το «μυστικό» του Δεκέμβρη, στην αντανάκλαση φωτός στο σήμερα. Οι εξεγέρσεις έχουν ένα διπλό κριτήριο αποτίμησης, στο τι πετυχαίνουν σε ενεστώτα χρόνο αλλά και στο χνάρι που δημιουργούν.
Σίγουρα δεν άλλαξε η κοινωνία το 2008 αλλά δεν έμεινε κι η ίδια. Το ζήτημα της αστυνομικής βίας ξέφυγε από τα όρια της αναρχίας και της ριζοσπαστικής αριστεράς και τέθηκε μαζικά. Το ότι ο Κορκονέας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη και δεν αθωώθηκε, όπως ο Μελίστας που δολοφόνησε τον Καλτεζά, το ότι η επίθεση στην Κωνσταντίνα Κούνεβα λίγες μέρες μετά δε θάφτηκε , ήταν και αποτελέσματα της συνειδητοποίησης και της πίεσης που ασκήθηκε από ένα αποφασιστικό κίνημα. Η πρώτη αθρόα και σοβαρή κριτική στη χειραγωγική λειτουργία των ελληνικών μίντια ακούστηκε τότε κι έστρωσε το έδαφος για τη γέννηση νέων Μέσων εναλλακτικής ενημέρωσης και μιας νέας φουρνιάς δημοσιογράφων απαλλαγμένης από εξαρτήσεις και γκρίζα βολέματα. Το ρήγμα που προκλήθηκε στο πολιτικό σύστημα , επίσπευσε την κατάρρευση μιας κυβέρνησης σκανδάλων και αυταρχισμού. Ταυτόχρονα απέδειξε ότι ο φιλελευθερισμός που επικαλούνταν ανώδυνα το παντοδύναμο ακόμα τότε πολιτικό κέντρο είχε λιγότερες αντοχές από τις βιτρίνες που ράγισαν. Η γειτνίασή του κεντρώο χώρου με τη δεξιά ή ακόμα και με την ακροδεξιά έκανε πρεμιέρα το Δεκέμβρη του 2008 και παίχτηκε πολλές φορές ακόμα μέσα στη δεκαετία.
Ο Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος το 2009 έκανε μια εργασία στο Πανεπιστήμιο για το Δεκέμβρη του 2008. Αυτή η εργασία ωρίμασε, εμπλουτίστηκε, τροποποιήθηκε κι έγινε το βιβλίο «Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. «Η πρόθεση μου δεν είναι να κάνω τον επιστήμονα αλλά να σκεφτούμε το Δεκέμβρη σαν αυτό που ήταν, σαν οι μη πραγματοποιημένες δυνατότητες ενός παρελθόντος που έχει να μας πει κάτι ακόμα. Οι εξεγέρσεις μπορεί να κρατάνε 18 μέρες όπως ο ελληνικός Δεκέμβρης, 123 όπως το μεξικάνικο 68, δύο μήνες όπως ο γαλλικός Μάης. Ενώ κάνουν πολύ σπουδαία πράγματα, δε μπορούν να αλλάξουν εντελώς τον πολιτικό χάρτη. Ωστόσο, αφήνουν ίχνος. Οι πολιτικές δυνάμεις τρομάξαν. Έδειξαν το διχασμό τους αλλά κυρίως την ενοποίηση τους. Η ενοποίηση κέντρου και δεξιάς αποτυπώθηκε σε επίπεδο λόγου, στη θεσμοποίηση της αντιεξέγερσης, στο κυνήγι των αναρχικών, στη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας. Το νόημα της σύγκλισης κέντρου και δεξιάς ήταν να νικηθεί η εξέγερση και να προληφθούν νέες εξεγέρσεις και ενσαρκώθηκε σ’ ένα εμπόλεμο κράτος που δε θέλει να έχει πλέον το ρόλο του ειρηνοποιού. Ο χώρος αυτός εργαλειοποίησε την ακροδεξιά λέγοντας μας απλά ότι αν δε θέλουμε να έχουμε φασιστική βία, θα πρέπει να ανεχτούμε την κρατική βία. Αυτό συνέβη σίγουρα μέχρι και τη δολοφονία του Φύσσα το 2013. Ο φασισμός ως διαρκής δύναμη προληπτικής αντιεξέγερσης βρίσκει ακόμα στηρίγματα σε Μέσα και μεγάλα κόμματα. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ήταν ένα σημείο καμπής. Μέχρι τότε έμπαινε από πολλά κομμάτια της κοινωνίας ότι έχουμε αγωνιστεί πολύ για να συμβιβαστούμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα προσπάθησε να πείσει την κοινωνία ότι το μόνο που μπορούμε να έχουμε είναι λιτότητα με ανθρώπινο πρόσωπο – που ούτε αυτό ισχύει γιατί το να παίρνεις τα σπίτια του κόσμου δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο. Το ίχνος του Δεκέμβρη , όμως, είναι μακροπρόθεσμό. Τα πρωτοβάθμια σωματεία, τα δίκτυα αλληλεγγύης, οι αντιφασιστικές περιπολίες, η σύγκλιση αριστεράς και αναρχίας σε κινήματα όπως οι Σκουριές και η ΒΙΟΜΕ , προέκυψαν από εκείνη τη μήτρα. Τα κοινωνικά κέντρα, οι καταλήψεις, τα μέσα αντιπληροφόρησης, οι προσπάθειες οργάνωσης των νέων εργαζομένων είναι δημιουργήματα της εξέγερσης που κρατήθηκαν ως άμυνα απέναντι στην κρίση. Το σημαντικότερο, όμως, που έδειξε ο Δεκέμβρης είναι ότι οι εξεγέρσεις γίνονται. Έγινε και άρα μπορεί να ξαναγίνει» υποστηρίζει ο συγγραφέας του βιβλίου.
Όντως το μεγαλύτερο επίτευγμα του Δεκέμβρη ήταν ότι επανεισήγαγε την έννοια της εξέγερσης από τη σφαίρα του φαντασιακού και της πολιτικής θεωρίας, στη σφαίρα του βιώματος και μ’ αυτό τον τρόπο πότισε με υγρασία «την έρημο του πραγματικού», που έλεγε ο Ζαν Μποντριγιάρ. Για τις περισσότερες και τους περισσότερους από εμάς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στις πνιγηρές συνθήκες της απόλυτης ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού, ο Δεκέμβρης διέψευσε το θρυλούμενο τέλος της πολιτικής κι επιβεβαίωσε ότι η ιστορία έχει ακόμα πολλές στροφές, ότι είναι εφικτό σε συνθήκες ενός αδυσώπητου παρόντος να κλείσεις το μάτι στο μέλλον. Η γενιά του Δεκέμβρη βίωσε από πολύ νωρίς την απαξίωση της ζωής της και προσγειώθηκε κάπως υποψιασμένη στη δυστοπία της ανεργίας και της επισφάλειας.
Σήμερα παλεύει σε μια σκληρή βιοποριστική συνθήκη, ένα κομμάτι της είναι αποσυρμένο στη μοναχική απογοήτευση, ένα άλλο αποτελεί τον πληθυσμό αναφοράς στις έρευνες για το brain drain κι ένα ακόμα αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά των νέων κινημάτων, του αντιφασιστικού, του φεμινιστικού, του ΛΟΑΤΚΙ, του οικολογικού κινήματος. Είναι κατακερματισμένη κι ενδεχομένως ματαιωμένη αλλά οι συλλογικές αναπαραστάσεις αμφισβήτησης που συγκρότησε το Δεκέμβρη έχουν εγγραφεί πάνω της, ακόμα κι αν λανθάνουν και δεν εκφράζονται ρητά. Το γεγονός ,για παράδειγμα, ότι η νεολαία αποστοιχήθηκε από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις αλλά ταυτόχρονα απέρριψε μαζικά το φασιστικό κάλεσμα , είναι απόρροια και της εμπειρίας που σμιλεύτηκε στα οδοφράγματα και τις συνελεύσεις του Δεκέμβρη.
«Όσο μεγαλώνουμε και γινόμαστε περισσότερο ευάλωτες, τόσο πιο καθαρά υπερασπιζόμαστε τη μνήμη εκείνου του Δεκέμβρη που μέσα από το θάνατο βγήκε μια κραυγή ζωής.»
«Δυο βασικά συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για το Δεκέμβρη. Πρώτον ότι μικρές δυνάμεις μπορούν να αποκτήσουν μεγάλη εμβέλεια. Ο Δεκέμβρης ήταν μια εξέγερση με διάχυση όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Πήγαινες σε ευρωπαϊκές χώρες δύο χρόνια μετά κι έβλεπες στους τοίχους γραμμένα συνθήματα για το Γρηγορόπουλο. Δεύτερον ότι έπαιξε το ρόλο του για να αποδομηθεί μεταγενέστερα το πολιτικό σύστημα αλλά έφτασε σε κάποια όρια. Ο αυθορμητισμός έχει ρομαντισμό, εξάπτει τη φαντασία αλλά για επιτευχθούν βαθύτερα αποτελέσματα χρειάζεται στρατηγική. Τίποτα δεν πάει χαμένο. Το σύνθημα «Θέλω να ζήσω» του 2008 είχε αιχμές για την ανάπτυξη που επαγγέλονταν οι κυβερνήσεις, εξέφραζε την απέχθεια για ένα πολιτικό προσωπικό που είχε βολευτεί, για τον ορίζοντα χωρίς μέλλον. Όλα αυτά είναι επίκαιρα και σήμερα. Η εξέγερση του 2008 είναι ένα χρήσιμο συμβάν στη ζωντανή μας ιστορία. Το κάδρο της σημερινής του χρησιμότητας απεύχεται η εξουσία», επισημαίνει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Σεραφείμ Σεφεριάδης.
Και τώρα, 10 χρόνια μετά, που η αξία της ζωής μας σχετικοποιείται τόσο ξεδιάντροπα ανάλογα με το αν οι ταυτότητες που κουβαλάμε κουμπώνουν στη νόρμα της κανονικότητας, που μετράμε απώλειες από την κρατική βία, τη φασιστική βία, την τοξική αρρενωπότητα, που η βαρβαρότητα φτύνει χοντρό αλάτι πάνω στο πένθος και τα τραύματα μας, εκείνα τα ερωτήματα του Δεκέμβρη , στροβιλίζονται μάλλον με πιο υψηλή ταχύτητα από ποτέ.
Η θανατοπολιτική του κράτους προχωράει αγέρωχη πάνω σε τσαλαπατημένες αξιοπρέπειες, ακυρωμένες επιθυμίες και εξοντωμένα σώματα. Δίπλα στη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον Κορκονέα, προστέθηκαν οι δολοφονίες του Σαχζατ Λουκμάν από μέλη της ναζιστικής συμμορίας, του Παύλου Φύσσα από το χρυσαυγίτη Ρουπακιά, του Βαγγέλη Γιακουμάκη από τραμπούκους «λεβέντες», του Ζακ Κωστόπουλου από ιδιοκτήτες και αστυνομικούς, του Αλβανού εργάτη Πετρίτ πρόσφατα στη Λευκίμμη από έναν τύπο με σβάστικα στο σώμα, της Ελένης στη Ρόδο από δύο μάτσο άνδρες και πολλών ακόμα γυναικών, ΛΟΑΤΚΙ υποκειμένων, προσφύγων, τοξικοεξαρτημένων που δε μάθαμε καν το όνομα τους. Το νήμα του αυταρχισμού και της κανονικοποιημένης βίας είναι αυτό που διατρέχει όλες αυτές τις μαρτυρικές θανατώσεις και διαρρηγνύει την τρωτότητα μας. Κι όσο μεγαλώνουμε και γινόμαστε περισσότερο ευάλωτες, τόσο πιο καθαρά υπερασπιζόμαστε τη μνήμη εκείνου του Δεκέμβρη που μέσα από το θάνατο βγήκε μια κραυγή ζωής. Ένα διακύβευμα μνήμης είναι ο Δεκέμβρης.
Θα μου πεις κι αυτό δεν είναι ακριβώς ένα ουδέτερο αφιέρωμα για την επέτειο των 10 ετών από την εξέγερση του 2008. Όχι δεν είναι κι ούτε θα μπορούσε να ναι. Αυτή η επίφαση ουδετερότητας που εξισώσει σπασμένα ΑΤΜ με ζωές, που βάζει το λόγο του θύματος δίπλα στο λόγο του δράστη, που αναζητά δικαιολογίες στους δράστες και ενοχές στους νεκρούς, που καταδικάζει με την ίδια αν όχι μεγαλύτερη σφοδρότητα τους αναμμένους κάδους ή τα τρικάκια με τις σφαίρες που «εξοστρακίζονται» πάνω σε εφηβικά σώματα, κατέρρευσε ήδη από τότε.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα, ενδιαφέροντα ή επουσιώδη πάνω στα οποία μπορούμε να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε, να συνθέσουμε, να πάμε και να ‘ρθουμε 100 φορές και να βλέπουμε τις αντιλήψεις μας σ’ ένα φάσμα, από την επινοητικότητα ή την καταστροφική επίδραση της nouvelle cuisine στη γαστρονομική κουλτούρα μέχρι τη θρυμματοποίηση της αλήθειας ή την ανύψωση της υποκειμενικότητας της μεταδομιστικής θεωρίας. Στα αμείλικτα, όμως, ερωτήματα που βάζει η ιστορία τη στιγμή που γράφεται δεν υπάρχει χώρος «ανάμεσα». Η θα υπερασπιστείς τη βιτρίνα ή θα υπερασπιστείς το παιδί.