Μέρα παρά μέρα το Facebook μου εμφανίζει «αναμνήσεις» απ’ όλα αυτά τα χρόνια που το χρησιμοποιώ. Μερικές φορές είναι φωτογραφίες, κάποιες είναι τραγούδια κι άλλες, ευτυχώς λίγες, είναι ποστ στα οποία για κάποιο λόγο είχα αποφασίσει να πω τη γνώμη μου για ένα από τα θέματα της επικαιρότητας. Η στρατηγική μου; Όταν βλέπω ειδοποίηση για «ανάμνηση», απλά την προσπερνάω. Δεν αισθάνομαι άνετα να βλέπω τον παλιό μου εαυτό, αλλά ούτε και να διαβάζω όσα έγραφε. Τα πρώτα χρόνια πριν την έλευση των έξυπνων κινητών, χρησιμοποιούσα το Facebook από το λάπτοπ μου και είχα μανία με το να είναι η σελίδα μου εντελώς κενή, οτιδήποτε ανέβαζα, το άφηνα πάνω για καμιά εβδομάδα και μετά το έσβηνα. Όταν όμως, έκαναν την είσοδό τους στη ζωή μας τα smartphones, μπήκαμε κι εμείς με τη σειρά μας πολύ περισσότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με αποτέλεσμα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, οι «αναμνήσεις» τελικά να είναι πάρα πολλές κι εγώ να βιώνω το απόλυτο cringe κάθε φορά που διαβάζω τα όσα έγραφε ο 22χρονος εαυτός μου ή οταν βλέπω τι φορούσα το 2012.
Αλήθεια όμως τι είναι ακριβώς αυτό το cringe ή «ετεροντροπή», όπως επικράτησε να μεταφράζεται στα ελληνικά; Τι είναι αυτό το συναίσθημα που βιώνουμε όταν παρακολουθούμε έναν πολιτικό να πουλά βιβλία στην τηλεόραση ή όταν βλέπουμε παίκτριες ριάλιτι να κλαίνε με μαύρο δάκρυ, γιατί έφυγε από το παιχνίδι η «καλύτερη φίλη» τους, την οποία γνωρίζουν περίπου 17 μέρες; Πώς έφτασε να είναι ένα από τα κυρίαρχα feelings της εποχής μας.
Σύμφωνα με το urban dictionary, cringe θεωρείται η συμπεριφορά κάποιου που σε φέρνει σε αμηχανία ή σε κάνει να ντρέπεσαι για λογαριασμό του. Το 2018 η αμερικανίδα τραγουδίστρια Fergie κλήθηκε να τραγουδίσει τον εθνικό ύμνο της χώρας στο All Star Game του NBA και το αποτέλεσμα ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ότι ίσως είχε στο μυαλό της. Η ίδια προσπάθησε να δώσει μια κάπως soul και μάλλον πιο σέξυ χροιά στον εθνικό ύμνο – οι χρήστες των social media δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν κι ακούνε. Το 2015, την ώρα που η Ελλάδα περνούσε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της μεταπολεμικής της ιστορίας, ο δημοσιογράφος τότε-βουλευτής τώρα, Κωνσταντίνος Μπογδάνος, έδινε συνέντευξη στο ελβετικό κανάλι SRF ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του, αφού όπως έλεγε τον είχαν απειλήσει στo Facebook για την ανοικτή στάση του υπέρ των μέτρων λιτότητας και του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα. Λίγους μήνες αργότερα, τα social media έστησαν πάρτι πάνω στη συνομιλία Μπιλ Κλίντον – Αλέξη Τσίπρα, με τον τότε έλληνα πρωθυπουργό να μην καταλαβαίνει μια ερώτηση του πρώην πλανητάρχη στα αγγλικά και να γελά αμήχανα, την ώρα που το κοινό γελούσε μάλλον εις βάρος του. Όλα αυτά τα στιγμιότυπα, αναπαράχθηκαν χιλιάδες φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα είδαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Οι περισσότεροι πιθανότατα «κρίντζαραν», παρολ’ αυτά επέστρεψαν, είδαν και ξαναείδαν τα επίμαχα βίντεο.
«Είναι αυτή η απόλαυση που αντλούμε από τη δυσφορία, μία δυσφορία που είναι εγγεγραμμένη με άλλες σταθερές μέσα στον πολιτισμό μας και φανερώνεται μέσα από τέτοια, περίεργα και άβολα γεγονότα».
Για τον ψυχολόγο Δημήτρη Σταράκη, τo cringe μπορεί να είναι ένας νέος όρος, αλλά αυτό που περιγράφει δεν είναι καθόλου καινούριο. «Ας μην ξεχνάμε άλλωστε το γνωστό “ντρέπομαι για λογαριασμό σου”, το οποίο όμως απαιτεί αρκετούς χαρακτήρες σε ένα post στο twitter», λέει στην Popaganda συνεχίζοντας: «Έτσι λοιπόν, η έλξη που μας ασκούν οι άβολες καταστάσεις δεν είναι κάτι νέο. Από τη δεκαετία του 1960 είχαμε πειράματα στον τομέα της κοινωνικής ψυχολογίας όπου διαπιστώναμε ότι οι άνθρωποι αρέσκονται να βιώνουν δυσάρεστες καταστάσεις, χωρίς μάλιστα να έχουν μεγάλα ή μέτρια οφέλη από αυτή τη δοκιμασία. Το ανοίκειο και το περίεργο αποτελούν συνθήκες, οι οποίες καταρχήν μας φαίνονται ασυνήθιστες, άρα άξιες να τις παρατηρήσουμε και να τις επεξεργαστούμε με το μυαλό μας. Μία ενοχλητική κατάσταση επίσης μπορεί να μας ελκύει ασυνείδητα, καθώς μας επιτρέπει να έλθουμε σε επαφή με ανοίκειες συμπεριφορές και μάλιστα να παραμείνουμε να τις παρατηρούμε ή να τις ζούμε, ακόμη και αν η δυσφορία μας παραμένει. Είναι αυτή η απόλαυση που αντλούμε από τη δυσφορία, μία δυσφορία που είναι εγγεγραμμένη με άλλες σταθερές μέσα στον πολιτισμό μας και φανερώνεται μέσα από τέτοια, περίεργα και άβολα γεγονότα».
Ένα τέτοιο άβολο γεγονός θα μπορούσε να είναι ο πατέρας σου να ποστάρει «Καλημέρες» με φόντο την Ακρόπολη, έναν τσολιά και τον Κολοκοτρώνη στο Facebook ή η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, να προσπαθεί να χορέψει το “Dancing Queen” των ABBA. Και τα δυο σε κάνουν να αισθάνεσαι άβολα για διαφορετικούς λόγους, αλλά συνεχίζεις. Πολύ πιθανό να τα στείλεις και σε φίλους σου για να κριντζάρουν μαζί σου. Είναι δύσκολο να ορίσουμε πότε ακριβώς άρχισε να χρησιμποιείται η λέξη με τη σύγχρονη έννοιά της, αλλά σύμφωνα με το knowyourmeme.com, διαδόθηκε ευρέως το 1972 με τον κύριο χαρακτήρα του κόμικ The Bash Street Kids, Cuthbert Cringeworthy. Με τη σημερινή της σημασία όμως, φαίνεται πως το cringe έκανε το ντεμπούτο του, όταν ένας χρήστης του φόρουμ Killer Movies, ξεκίνησε συζήτηση για τις πιο cringe στιγμές της πρώτης ταινίας του Άρχοντα των Δακτυλιδιών. Από τότε έχουν φτιαχτεί χιλιάδες λίστες cringe ανθολογίας, η λέξη έχει γίνει πλέον μέρος του λεξιλογίου εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλάνε.
«Μία πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση της ετεροντροπής, η οποία έχει ξεκινήσει μάλιστα να μελετάται κι ερευνητικά, είναι αυτή της ενσυναίσθησης. Η ενσυναίσθηση είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο βιώνει τις καταστάσεις και τα συναισθήματα ενός άλλου ανθρώπου “ως εάν” να ήταν το ίδιο. Έτσι, σε μία κατάσταση ετεροντροπής, όταν βάζω τον εαυτό μου να παρατηρήσει τον άλλον, μπαίνω ίσως ασυνείδητα σε μία διαδικασία να πάρω τη θέση του στην κατάσταση που βρίσκεται (π.χ. νιώθω ντροπή που βλέπω να του κάνουν μία φάρσα). Εδώ ακριβώς αισθάνομαι ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα. Η ενσυναίσθηση αποτελεί μία έννοια η οποία έχει κυρίως θετική αξιολόγηση, προωθείται ευρύτερα ως μία καλή κι ενάρετη στάση ζωής, αλλά αυτό που ξεχνάμε είναι ότι έχει και μία άλλη όψη: Αυτή ή αυτός που έχει ενσυναίσθηση, μπορεί να νιώθει και τις αρνητικές καταστάσεις, σύμφωνα με τη δική του ψυχική κατάσταση, τις πρότερες εμπειρίες του και την ηθική του. Αναφέρω αυτή τη διάσταση για να δείξω ότι το κριντζάρισμα, όπως λέμε σήμερα, ίσως να μπορέσει να μας εξηγήσει εν μέρει γιατί, όταν βλέπουμε ανθρώπους να βρίσκονται σε χειρότερη ή πιο άβολη κατάσταση από εμάς, μπορεί να επιμείνουμε να παρακολουθήσουμε και να βιώσουμε τη δυσφορία τους, αλλά τελικά να μην ασχοληθούμε με το να τους βοηθήσουμε. Μπορεί π.χ. να βλέπουμε τις άσχημες συνθήκες που βιώνουν σήμερα οι πρόσφυγες, οι άστεγοι κι άλλες μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες, να παρακολουθούμε διαρκώς αναφορές κι αναθέματα για την κατάσταση τους, να νιώθουμε επανειλημμένα άβολα και τελικά να πατάμε μία ανανέωση στο smartphone μας για να περάσουμε στο επόμενο ζήτημα. Η ετεροντροπή λοιπόν, μας δίνει τη δυνατότητα να επανεξετάσουμε αρκετές έννοιες για τις οποίες μοιάζαμε να έχουμε μία βεβαιότητα, μέχρι που που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιο», εξηγεί ο Δημήτρης Σταράκης, δίνοντας και μια άλλη διάσταση στην λέξη, αρκετα διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει.
Με τα social media να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητά μας την τελευταία δεκαετία, η λέξη γνώρισε και συνεχίζει να γνωρίζει στιγμές δόξας. Πλέον, οι ζωές όλων μας είναι 24 ωρες το 24ωρο online και κάθετι που κάνουμε καταγράφεται. Δυο φίλοι τραβάνε βίντεο στην Ερμού, εσύ περνάς πίσω τους, πέφτεις και γίνεσαι story στο Instagram, έστω κι άθελά σου. H πτώση σου μπορεί να ζήσει αιωνίως στο διαδίκτυο, να τη δει κάποιος και να κριντζάρει. Κάπως έτσι η προέκυψε και η «ετεροντροπή» ως «τουιτερικός νεολογισμός». Είκοσι χρόνια πριν, έβλεπες έναν πολιτικό να παίζει μπάλα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία (ή να τραυματίζεται), μια φορά στις ειδήσεις των 20.00, άντε κι άλλη μία σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή την επόμενη μέρα. Το 2020 θα έβλεπες αυτό το βίντεο μίνιμουμ 5 φορές την ημέρα για μια εβδομάδα.
Το χειρότερό όμως, είναι που το 2020 βλέπεις τι χρώμα μαλλιά είχες το 2009, αλλά και τους στίχους που αφιέρωνες στον εφηβικό σου έρωτα, χωρίς βέβαια να τον ταγκάρεις, αφού δεν ήξερες πως.