Οι σχέσεις των ζευγαριών είναι πολύ συχνά το πεδίο μάχης των φύλων και της αμοιβαίας αποδοχής του πραγματικού εαυτού.
Γρηγορία Σόμπολου, οικογενειακή ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, BSc in psychology, MA, MSc
Οι άνθρωποι μπορεί να παραδεχτούν ότι υπάρχει πρόβλημα, αλλά δεν μπορούν να εμπιστευθούν πράγματα τα οποία αισθάνονται, σκέφτονται και θέλουν να κάνουν.
Έχω δει ζευγάρια τα οποία έχουν έρθει για να χωρίσουν. Ο ψυχολόγος είναι ο μεσάζοντας, ο οποίος θα εκπληρώσει αυτό που κι οι δύο βαθιά μέσα τους θέλουν. Αυτά τα ζευγάρια είναι νέα, κάτω από 40, και τα θέματα κυρίως έχουν να κάνουν με την ανεξαρτησία της γυναίκας. Ένα ζευγάρι είχε έρθει και είχε εκμυστηρευτεί ότι η οικογένεια του άντρα ήταν πολύ παραδοσιακή και κανόνιζε για το πώς θα ζήσει το ζευγάρι. Ο άντρας δεν έκανε ποτέ δικές του κινήσεις. Περίμενε πρώτα να πάρει την άδεια από τους γονείς του. Φυσικά, η γυναίκα ζητούσε εν εξάλλω την ανεξαρτησία τους ως ζευγάρι και κατέληξε να εκδηλώσει τόσο πολύ το θυμό της που εξαφανίστηκε κι από τη ζωή του άντρα κι από την ψυχοθεραπεία. Του είχε πει πως αν δεν κάνει κάτι, δεν θα προσπαθήσει άλλο. Αυτό συνέβαινε γιατί ο άντρας προερχόταν από μια καθαρά παραδοσιακή οικογένεια, ενώ η γυναίκα από μια μεταμοντέρνα. Η παραδοσιακή οικογένεια είναι αυτή η οποία θέλει να είναι όλη η οικογένεια μαζί, ακόμα κι αν παντρευτεί ο γιος ή η κόρη, αποφασίζουν οι γονείς για πολλά πράγματα χωρίς να παίρνει πρωτοβουλία το άτομο. Η γυναίκα ανεξαρτητοποιήθηκε από πολύ νωρίς, μακριά από τους γονείς της -ήταν χωρισμένοι- και υπήρχε μια σύγκρουση αυτών των δύο ανθρώπων. Υπήρχε μεν ένωση και δέσμευση, αλλά το χάσμα, ότι προέρχονταν από διαφορετικές ρίζες, δεν μπορούσε να γεφυρωθεί. Όσο και να προσπαθήσει ένα ζευγάρι, είναι πολύ δύσκολο και χρειάζεται πολύ μεγάλη θέληση και αγώνα για να το καταφέρει. Έχω δει γυναίκες οι οποίες έχουν παντρευτεί πολύ νωρίς, δεν έχουν ζήσει τη ζωή τους και ξαφνικά φτάνουν σε μια ηλικία των 30-35 και θέλουν να διεκδικήσουν αυτά που δεν έζησαν ποτέ. Η γυναίκα, όπως και να έχει καταπιεστεί και μεγαλώσει, τείνει προς το να είναι ανεξάρτητη. Να έχει τη δουλειά της, την οικογένειά της, το σπίτι της, να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν και να παίρνει πρωτοβουλίες. Οι γυναίκες πέρασαν μια κρίση από το ’70 και μετά, για το ποιες είναι, τι κάνουν και πού πάνε. Κάτι που περνάνε οι άντρες σήμερα.
Αυτό που θα έλεγα ότι προβληματίζει τους ανθρώπους είναι η αποδοχή. Αν εκφράσω τις ανάγκες μου και τα θέλω μου, αυτοί που είναι δίπλα μου και με αγαπούν, θα με αποδεχτούν έτσι όπως είμαι ή θα πρέπει να λειτουργήσω όπως εκείνοι θέλουν; Φτάνουμε έτσι στο social anxiety το οποίο συνδέεται, φυσικά, με το relationship breakdown, όπου υπάρχει ρήξη στη σχέση. Αν δεν μπορεί το άτομο να διαχειριστεί τον αληθινό του εαυτό, το πώς θα το υποστηρίξει και πώς θα το βάλει μέσα στη σχέση, τότε υπάρχει σύγχυση κι αρχίζουν οι καυγάδες κι ερωτήματα «γιατί τον/την διάλεξα τελικά; Αφού δεν ταιριάζουμε». Δεν είναι δύσκολο να απαντήσεις. Αν ξεκινήσεις μια σχέση που αισθάνεσαι ήδη ανασφάλεια με τον εαυτό σου, πώς ο άλλος θα σε αποδεχτεί για να μπορέσει να καταλάβει τις ανάγκες σου και να τις ικανοποιήσει; Το άτομο πρέπει να είναι ανοιχτό, να πει έχω ορίσει τις ανάγκες μου, θα τις υποστηρίξω με οποιονδήποτε τρόπο, ανεξάρτητα αν θα με αποδεχτούν οι άλλοι ή όχι. Εκεί βοηθάμε εμείς οι θεραπευτές να γίνει με τον πιο ομαλό τρόπο. Γιατί τις περισσότερες φορές δεν γίνεται, ο κόσμος είναι θυμωμένος, στενοχωρημένος, αγχωμένος. Αν μπορούσε να καταλάβει τον εαυτό του, να έχει μια καλή αυτογνωσία, να τη διαχειριστεί σωστά, τότε οι σχέσεις θα ήταν πολύ καλύτερες. Δεν θα συνδεόμασταν με «λάθος» άτομα.
Ακόμα κι αν το άτομο έχει μπει σε μια λάθος σχέση, μπορεί να αλλάξει η ίδια, το ύφος, το στυλ της σχέσης, να υπάρξει μια επικοινωνία, να αλλάξει επικοινωνία και να υπάρχει μεγαλύτερη ανταλλαγή σκέψεων, συναισθημάτων, απόψεων. Το ζευγάρι πλέον να μιλάει, να μην είναι απορροφημένο μόνο από τα καθημερινά πράγματα που βάζει κάθε άνθρωπο στη ρουτίνα.
Αντιμετωπίζοντας τη μοναξιά, την απομόνωση και τον φόβο της εγγύτητας, δηλαδή τον εαυτό σου.
Ηλιάννα Πεσσάρη, ψυχολόγος, ειδίκευση στο ψυχόδραμα
Το κύριο αίτημα είναι πώς θα τα βρω με τον εαυτό μου και πώς όταν όλα είναι δύσκολα -κοινωνικά και προσωπικά- θα καταφέρω να αντέξω, να παραμείνω δημιουργικός, να μην παραιτηθώ ή κλειστώ στο σπίτι. Να είμαι όσο μπορώ ευτυχισμένος.
Οι περισσότεροι άντρες ξεκινούν ψυχοθεραπεία λόγω κάποιου οικονομικού θέματος, το οποίο επηρεάζει και τη σχέση με τη γυναίκα του. Νιώθει περισσότερη πίεση από το περιβάλλον, γιατί πρέπει να βγάλει περισσότερα χρήματα, να παντρευτεί, να σχετιστεί. Τέτοιοι λόγοι μπορεί να τον εγκλωβίζουν και να οδηγείται στη θεραπεία. Πρέπει να έχει πιεστεί πολύ κοινωνικά, αλλιώς δεν θα το κάνει. Στις γυναίκες αφορμή είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μπορεί να έχει ανασφάλειες ή να αφορά τις σχέσεις με τους γονείς και την οικογένεια. Είναι πολύ συχνό, αλλά όχι συγκεκριμένο. Ίσως έχει διαρκώς αμφιβολίες για το αν ο σύντροφός της την αγαπάει, αν αξίζει να είναι σ’ αυτή τη σχέση ή αν θα τα καταφέρει στη ζωή της.
Το θέμα που αναδύεται περισσότερο είναι η μοναξιά και η απομόνωση. Πώς θα είμαι καλά και θα τα βγάλω πέρα με τον εαυτό μου. Οι περισσότεροι φοβούνται τη μοναξιά ή την απώλεια, τι θα γίνει αν μείνω μόνος, αν χωρίσω, αν χάσω τη δουλειά μου. Από φόβο μη μείνουμε μόνοι, τελικά δεν σχετιζόμαστε πραγματικά. Αυτό είναι πολύ αντιφατικό, αλλά συμβαίνει. Γιατί αν δεν τα πάω καλά μ’ εμένα, πώς να σχετιστώ με κάποιον άλλο;
Οι «μη-σχέσεις» είναι συχνό φαινόμενο, γιατί το εφήμερο είναι πιο απλό. Βέβαια, το ότι δίνουμε κάτι από μας, έστω και για λίγο, αντί να το δώσουμε σε κάτι που θα έχει διάρκεια, το συνειδητοποιούμε όταν πλέον έχουμε αδειάσει. Εκείνη τη στιγμή σε γεμίζει. Είναι σαν να πας για ψώνια. Αν πάρω μια μπλούζα, εκείνη την ώρα νιώθω χαρά, αλλά μετά από μια βδομάδα λέω ‘εντάξει, ξόδεψα 50 ευρώ γι’ αυτό’ και το κενό υπάρχει. Άρα, είναι πώς θα έρθω σε επαφή με το δύσκολο κομμάτι.
Κλεινόμαστε πάρα πολύ και δεν δίνουμε ευκαιρία στο να γνωριστούμε. Η κοινωνία έχει γίνει πολύ ατομιστική. Δεν έχουμε στραφεί προς το μοίρασμα, να είμαστε μαζί και στα δύσκολα. Αντί να προσπαθήσουμε μαζί, στρεφόμαστε στο ‘ας μείνω μόνος μου, γιατί έχω λιγότερες ανάγκες, οπότε θα παλέψω στον μικρόκοσμό μου’. Και βέβαια αυτό φέρνει ένα σωρό άλλα προβλήματα.
Αρχίζει και δημιουργείται μια κρίση ταυτότητας μέσω της οικονομικής. Μπορούσες να ετεροπροσδιοριστείς, ‘είμαι ο Νίκος που έχω μια Πόρσε, μια ωραία κοπέλα που μένει στο Χαλάνδρι και βγαίνω κάθε Σάββατο στα μπουζούκια’. Αυτή είναι η ταυτότητά μου. Όταν δεν έχω πια χρήματα να το κάνω, ποιος είμαι; Έρχεται μια εσωτερική κρίση. Τώρα που δεν έχω δουλειά, δεν έχω λεφτά, δεν έχω κοπέλα, μένει η ερώτηση ανοιχτή: ‘ποιος είμαι;’ Με μια τέτοια απώλεια στη ζωή σου φτάνεις σε ένα σημείο να αναρωτηθείς: ‘Τελικά δεν ήμουν όλα αυτά. Άρα, τι είμαι;’ Κι εκεί μπορεί να αποφασίσεις να ζητήσεις βοήθεια. Το ζητούμενο είναι να καταφέρεις να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου.
Ένα μεγάλο θέμα είναι και ο θυμός που έχει κατηγορηθεί πολύ απ’ τους γονείς. Από μικροί ακούμε: ‘μη θυμώνεις’. Είχα διαβάσει ότι υπάρχουν κάποια φυσικά συναισθήματα μέσα μας: ο θυμός, η ζήλεια, η αγάπη και η θλίψη. Ο θυμός και η ζήλεια από μόνα τους δεν μπορούν να διαρκέσουν πάνω από 15-20 δευτερόλεπτα, γιατί είναι πάρα πολύ έντονα συναισθήματα. Αν τα αφήσεις να εκφραστούν, θα διαρκέσουν 20 δευτερόλεπτα και θα φύγουν. Όταν, όμως, είμαστε μωρά και πρωτοθυμώνουμε αρχίζουν οι γονείς τα ‘μη’ κι εσύ το συσσωρεύεις και φτάνεις να είσαι ένας ενήλικας οργισμένος, ανταγωνιστής ή εγωιστής. Όταν, τελικά, καταφέρεις να εκφράσεις τον θυμό, μπορεί να είσαι υπερβολικά θυμωμένος, ακόμη και για μια ολόκληρη μέρα. Θυμός που πολλές φορές δεν ελέγχεται.