Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης: «Οι εκλογές προκηρύχθηκαν τόσο γρήγορα και απότομα για ένα και μοναδικό λόγο: για να μην προλάβει το εκλογικό σώμα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ».
1. Το ερώτημά σας θέτει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. Το ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό ,και το αντίστοιχο πολιτικό, σκεπτικό που σήμερα διέπει τις πρακτικές της ΕΕ, κάνει τις εκλογές να μοιάζουν με την απλή επικύρωση προειλημμένων αποφάσεων. Όποιος διαφωνεί με στρατηγικές επιλογές όπως η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η ασυδοσία του κεφαλαίου -συνθήκες που ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά αποκαλούνται «εκσυγχρονισμός», «ανταγωνιστικότητα» και «επιχειρηματικότητα»- βρίσκεται αντιμέτωπος με απειλές, κυρώσεις και εξοστρακισμό. Διόλου δεν απασχολεί τους εμπνευστές αυτής της στάσης ότι οι πολιτικές της απορρύθμισης της αγοράς υπέρ των ισχυρών έχουν εδώ και δεκαετίες δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει οικτρά. Πρόκειται για αντιδραστικές παλινδρομήσεις (και χρησιμοποιώ τον όρο «παλινδρόμηση» διότι η λογική της αποδυνάμωσης της εργασίας προκειμένου, μέσω της επανάκαμψης της κερδοφορίας, να επέλθει ευημερία, έχει μακρά και άκρως οδυνηρή ιστορία –ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και τα αδιέξοδα του βικτωριανού laissez faire), δεν έχουν οδηγήσει παρά σε κοινωνικά και οικονομικά δράματα. Όλα αυτά όμως καθόλου δεν κάνουν το αυτί των νεοφιλελεύθερων «αναμορφωτών» να ιδρώνει. Ο λόγος είναι απλός: αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι η κοινωνική πρόοδος –οι όποιες επικλήσεις σε αυτήν είναι απολύτως προσχηματικές. Μόνο τους κίνητρο είναι η κερδοφορία των αφεντικών, των δικών τους αφεντικών που τους ανταμείβουν αφειδώς –υλικά και συμβολικά, και των αφεντικών γενικά. Πρόκειται για κατάσταση πραγμάτων εξαιρετικά ζοφερή και επικίνδυνη. Όμως στις αντιδραστικές τους αυτές επιδιώξεις θα αποτύχουν. Όσο και να προσπαθούν, όσο και αν καταφέρνουν να καταγάγουν πρόσκαιρες νίκες, οι άνθρωποι αυτοί ζουν έναν απόλυτο εφιάλτη –κάτι που, με την πρόοδο του ιστορικού χρόνου, όλο και θα εντείνεται. Η αντιδραστικότητά τους δημιουργεί διαρκή αδιέξοδα, προβλήματα που, παρά τους επισταμένους τους σχεδιασμούς, δεν είναι σε θέση να προβλέψουν και να ελέγξουν. Ο φαύλος αγώνας που διεξάγουν ενάντια στις κοινωνίες είναι, λοιπόν, ένας μάταιος αγώνας –αργά ή γρήγορα, οι όποιες νίκες τους θα μετατραπούν στον ακριβώς αντίθετο: σε εφιαλτικές ήττες. Αφήστε τους λοιπόν στην αγωνία τους, κι ας πάμε στο περιεχόμενο της ερώτησής σας. Στην ελληνική περίπτωση, η πραγματικότητα που μόλις περιέγραψα έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, και πολύ σωστά κάνετε που επισημαίνετε το περιεχόμενο των επερχόμενων εκλογών. Αυτό που μετ’ επιτάσεως διαδίδεται είναι πως το δίλημμα που έχει μπροστά του ο ελληνικός λαός συνίσταται στην επιλογή του «καλύτερου» μνημονιακού διαχειριστή –τη στιγμή που ο ίδιος αυτός λαός έχει δυο φορές μέσα στο 2015 αποφανθεί ότι είναι κατά των μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης συνταγής συνολικά. Για την κατάσταση αυτή, βέβαια, υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες. Παρακάμπτοντας όλες τις εσωκομματικές διαδικασίες, πολιτικά ανέτοιμη και ελλιπής, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε το εκκωφαντικό 61,3% «ΟΧΙ» στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη σε «ΝΑΙ», κάτι που νεκρανάστησε την παραπαίουσα ΝΔ -ας μη ξεχνούμε πως το αποτέλεσμα οδήγησε τον Αντώνη Σαμαρά σε παραίτηση- και οδήγησε στη συνέχεια που όλοι γνωρίζουμε. Το επαχθές 3ο Μνημόνιο που ψηφίστηκε στο άψε-σβήσε με τη συνεργασία όλων των παλαιών κομμάτων, αποτελεί βάναυση παραχάραξη της λαϊκής εντολής, και παγιώνει το καθεστώς της στενής οικονομικής επιτήρησης –για την ακρίβεια θέτει τη χώρα υπό ταπεινωτική επιτροπεία. Στο πλαίσιο αυτό είναι που εγείρονται ερωτήματα για το χαρακτήρα των επερχόμενων εκλογών. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν τόσο γρήγορα και απότομα για ένα και μοναδικό λόγο: για να μην προλάβει το εκλογικό σώμα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Και μόνο για το λόγο αυτό (για το γεγονός δηλαδή ότι οι εκλογές προκηρύχθηκαν για να συγκαλυφθεί μια εξόφθαλμη παραχάραξη της λαϊκής βούλησης), εκτιμώ ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι άτεγκτος στην αποτίμησή τους. Πρόκειται για εκλογές συγκάλυψης ενός μείζονος πολιτικού ατοπήματος (για να χρησιμοποιήσω μια ήπια διατύπωση) που, αν δεν αποκαλυφθεί και δεν καυτηριαστεί έγκαιρα και επισταμένα, θα τείνει να λειτουργεί ως ένα κορυφαίο προηγούμενο έμπρακτης δημοκρατικής συρρίκνωσης. Πώς αλλιώς από άρση δημοκρατίας μπορεί να χαρακτηριστεί μια κατάσταση πραγμάτων όπου ο λαός έχει ρητά αποφασίσει κατά του νεοφιλελεύθερου σκεπτικού των Μνημονίων, και μάλιστα με 61,3%, και 2,5 μήνες μετά του ζητούν να επιλέξει τον καλύτερο μνημονιακό διαχειριστή; Στις περιστάσεις προβάλλεται βέβαια με ανερυθρίαστο τρόπο η λογική ΤΙΝΑ: ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι μια λογική αντιδραστική που ακυρώνει τη δημοκρατία: Αν δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν υπάρχει λόγος να γίνονται και εκλογές –αρκεί να κοιτάμε βιογραφικά σημειώματα πειθήνιων τεχνοκρατών, έτσι άλλωστε γίνεται και στις δικτατορίες. Είναι κατάπτυστο ότι μια ηγετική ομάδα που θέλει ακόμα να επικαλείται τα σύμβολα και τα οράματα της Αριστεράς έχει προσχωρήσει στο άτοπο αυτό δόγμα –που είναι και απολύτως ψευδές (για την ακρίβεια, αν είναι κάτι που δεν αποτελεί εναλλακτική, αυτό είναι ο χτυπητός ανορθολογισμός των Μνημονίων). Μέσα στο ζοφερό αυτό πλαίσιο διεξάγονται λοιπόν οι εκλογές. Όμως το δίλημμα σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτό που ανούσια και ανόητα προβάλλεται: ως δήθεν επιλογή του καλύτερου διαχειριστή του σκληρού και αδιέξοδου μνημονιακού προγράμματος κι αυτό για τον πάρα πολύ απλό λόγο ότι, παρά τα ψέματα που ασύστολα λέγονται, το Μνημόνιο δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για την άσκηση πολιτικής: ας επαναλάβω ότι η χώρα βρίσκεται υπό επιτροπεία. Το δίλημμα εξακολουθεί να είναι μεταξύ όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η περίφημη ανάπτυξη θα έρθει ως αποτέλεσμα της περαιτέρω συρρίκνωσης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων (όλων δηλαδή των μνημονιακών, παλαιών και νέων), και αυτών που επιδιώκουν τον εκδημοκρατισμό –όχι μόνο στην πολιτική, αλλά επίσης –και στις περιστάσεις θα έλεγα κυρίως– στην οικονομία και την κοινωνία. Είναι ένα δίλημμα ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό της καταστροφής και την εναλλακτική –που για να υλοποιηθεί προϋποθέτει έξοδο από το ασφυκτικό πλαίσιο της ευρωζώνης. Η εξαιρετικά βραχεία προεκλογική περίοδος που, επαναλαμβάνω, είναι εμπρόθετα βραχεία ώστε να μην προλάβουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ να ανανήψουν από το μετατραυματικό σοκ που υπέστησαν από τη μετάλλαξη του κόμματός τους, συσκοτίζει την πραγματικότητα αυτή, όμως δεν την αλλάζει. Αυτό είναι το νόημα των εκλογών. Για τα λαϊκά στρώματα η μεγάλη πρόκληση είναι η επίτευξη μετεκλογικών όρων για τη γρήγορη ανασυγκρότηση της Αριστεράς που έχει υποστεί βαρύ πλήγμα από την ανεπάρκεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
2. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα είναι μια αντιπαράθεση-παρωδία. Κι αυτό –επιτρέψτε μου να το επαναλάβω και να το τονίσω– όχι διότι δεν υπάρχουν μεταξύ τους διαφορές, αλλά διότι το Μνημόνιο που έχει τεθεί σε ισχύ δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές πολιτικές. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει βέβαια να πείσει για το αντίθετο. Καλεί τον κόσμο να αποτρέψει το «σενάριο της αριστερής παρένθεσης» την ώρα που αυτή από μόνη της και χωρίς να ρωτήσει κανέναν την πραγματοποίησε: παρέμεινε διεκδικήτρια της εξουσίας έχοντας απεμπολήσει τον πυρήνα του αριστερού σκεπτικού και για του λόγου το αληθές, παρακολουθήστε προσεκτικά τις δηλώσεις των κορυφαίων εναπομεινάντων στελεχών, ειδικά του οικονομικού επιτελείου. Με τον τρόπο αυτό δεν κάνει άλλο από αυτό που οι αγγλοσάξονες περιγράφουν ως την προσθήκη της προσβολής στη βλάβη. Κάτι παρόμοιο κάνει και η ΝΔ –που, βέβαια, αισθάνεται ανακούφιση από τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ψηφοφόροι πρέπει να μην πέσουν σ’ αυτές τις επικοινωνιακές παγίδες. Αυτό που αναφέρετε περί μη πόλωσης είναι σωστό, όμως την τελευταία εβδομάδα γίνεται μια προσπάθεια –θα την αποκαλούσα– «τεχνητής πόλωσης»: ψάχνουν οι άνθρωποι, ο Τσίπρας και ο Μεϊμαράκης, τρόπους να διαχωριστούν ο ένας από τον άλλο, όμως δεν είναι και τόσο εύκολο. Είναι βέβαιο ότι τμήματα του κόσμου διακρίνουν αυτές τις πρακτικές ως αυτό που στην πραγματικότητα είναι: ως απλά επικοινωνιακά τεχνάσματα. Όπως όμως και να επιδράσουν οι προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων, ακόμα και αν καταφέρουν να πείσουν στον Α ή το Β βαθμό, το σίγουρο είναι ότι μετεκλογικά πολύ γρήγορα θα αποκαλυφθεί ο έωλος χαρακτήρας τους. Η λαϊκή οργή που αναπόφευκτα θα ξεσπάσει πρέπει γρήγορα να δημιουργήσει όρους για τη νέα πολιτική της εκπροσώπηση. Εκτίμησή μου είναι ότι αυτό θα γίνει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σήμερα φαίνεται. Για να προλάβει αυτήν ακριβώς την εξέλιξη είναι που το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό προκήρυξε τις εκλογές τόσο γρήγορα και απότομα.
3. Το ότι η σχέση πολιτικού προσωπικού και εκλογικού σώματος είναι διαταραγμένη εδώ και πάρα πολύ καιρό είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως μετά το 2009, είχαμε τη μαχητική είσοδο των απλών ανθρώπων στο πολιτικό προσκήνιο: κινήματα, γενικές απεργίες, το φαινόμενο των αγανακτισμένων και των λαϊκών συνελεύσεων στις πλατείες. Η ενεργοποίηση αυτή συνέτριψε το παλαιό κομματικό σύστημα (π.χ., εξαέρωσε το ΠΑΣΟΚ) και δημιούργησε νέες προσδοκίες. Όμως η μνημονιακή υποταγή και μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να ξαναφέρει την κατάσταση εκεί που ήμασταν παλιά, ειδικά στο χώρο της νεολαίας που είναι εξαιρετικά θυμωμένη –κυριολεκτικά αηδιασμένη– τόσο από το γεγονός της πολιτικής μεταστροφής, όσο και από τον κουτοπόνηρο τρόπο με τον οποίο έγινε επιχειρήθηκε η συγκάλυψή της. Το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μονότονα επαναλαμβάνει «φέραμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία» επιβεβαιώνει στην πράξη και με τρόπο δραματικό το μοτίβο «οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστοι». Επιπλέον στοιχείο αυτής της κατάπτωσης είναι η ευκολία με την οποία λέγονται πλέον απίστευτα ψέματα που κανείς δεν πιστεύει, κι όμως παρ’ όλα αυτά επιμένει –και αισθάνεται ότι μπορεί να εξακολουθεί– να τα λέει. Δείτε, ας πούμε, όλη αυτή τη φαντασματική ιστορία των «ισοδύναμων», του «παράλληλου προγράμματος» και της «νέας διαπραγμάτευσης» –την ώρα μάλιστα που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» σπεύδουν σε κάθε ευκαιρία να τονίσουν ότι τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν: το έχουν καταστήσει σαφές με πρόσφατες δηλώσεις τους αξιωματούχοι όπως οι Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί και Ντομπρόβσκις. Η εικόνα θυμίζει εκείνο το πικρό ανέκδοτο όπου οι πολιτικές ηγεσίες καμώνονται ότι ασκούν πολιτική και ο κόσμος καμώνεται ότι τους πιστεύει, ενώ στην πραγματικότητα δε συμβαίνει τίποτε από τα δυο. Άρα το πρόβλημα δε συνίσταται τόσο στο ότι έγιναν «πολλές εκλογές», όσο στο ότι ο κόσμος ψήφισε επανειλημμένα άσπρο και το πολιτικό προσωπικό βρέθηκε να υλοποιεί μαύρο (μάλιστα ο πρόεδρος του Ποταμιού –σε ομιλία του στα Χανιά– ζήτησε και εύσημα επειδή, όπως υποστηρίζει, η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για τη μετατροπή του «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος σε «ΝΑΙ»). Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η χτυπητή παραχάραξη της λαϊκής βούλησης είναι εξαιρετικά οδυνηρή και δεν μπορεί παρά να έχει σειρά επιπτώσεων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο κίνδυνος της δυναμικής επανάκαμψης του νεοναζισμού. Για να αντιμετωπιστούν, θα πρέπει γρήγορα να απαλλαγούμε από το ιδεοληπτικό και αντιδραστικό δόγμα ΤΙΝΑ και να σχεδιάσουμε το μέλλον πέρα από το ασφυκτικό πλαίσιο που θέτουν οι ανάγκες αναπαραγωγής του καπιταλισμού της καταστροφής, κι ας μας βομβαρδίζουν καθημερινά τα συστημικά μέσα με το σκεπτικό των «νέων επιχειρηματιών» που οραματίζονται εργασιακές συνθήκες γαλέρας και την εξάλειψη κάθε κοινωνικού δικαιώματος ως προϋπόθεση για να μπορέσουν κι αυτοί να ξεδιπλώσουν τη «δημιουργικότητά» τους . Αυτό θα δώσει νέα δυναμική στους διεκδικητικούς αγώνες που ούτως ή άλλως θα ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα και είναι αναπόφευκτο να κλονίσουν την όποια κυβέρνηση προκύψει από τις αυτές τις εκλογές. Ό,τι και κάνει το μνημονιακό προσωπικό, νεόκοπο-υποταγμένο ή παλαιό-στρατηγικό, πολύ σύντομα θα διαπιστώσει ότι κανενός είδους σταθεροποίηση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Κι αυτό διότι το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σκεπτικό είναι αδιέξοδο.
4. Η εξόφθαλμη παραχάραξη της λαϊκής βούλησης -το ότι ένα βροντερό «ΟΧΙ» μετατράπηκε εν μια νυκτί σε θλιβερό «ΝΑΙ»- δεν μπορεί παρά να λειτουργεί τραυματικά. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι, αντί να απολογηθεί και να αναζητήσει τις πολιτικές αιτίες της αποτυχίας της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει ψευδεπίγραφα να επικαλείται αυτό το «ΟΧΙ», τότε οι επιπτώσεις μπορεί να είναι δραματικές: μαζικές αποστρατεύσεις όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ (τον οποίο, με τις αδιαφανείς και κοντόφθαλμες πρακτικές της, η ηγεσία του κόμματος κυριολεκτικά έριξε στα βράχια –αναλογιστείτε τις τόσες οργισμένες αποχωρήσεις από δεκάδες οργανώσεις βάσης), αλλά και από την ενεργό πολιτική, βαθιά απογοήτευση, ενίσχυση του φασισμού. Όμως δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να προσεγγίζει κανείς την πραγματικότητα αυτή με ηττοπάθεια. Ο πανικός βρίσκεται στην άλλη πλευρά, στους κυρίαρχους. Καθώς το σύστημα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, το τραύμα της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ αργά ή γρήγορα θα επουλωθεί, και οι διαδικασίες της πολιτικής ανάταξης των λαϊκών στρωμάτων θα επιταχυνθούν. Έχει πολλή μεγάλη σημασία εδώ αυτό που αναφέρετε περί δημοκρατικών διαδικασιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέτυχε μόνο γιατί επιχείρησε, όπως και άλλα κόμματα στην πρόσφατη και λιγότερο πρόσφατη ιστορία, να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό χωρίς να προετοιμάσει τη ρήξη με αυτόν, αλλά και διότι επέτρεψε –ως συλλογικός πολιτικός οργανισμός– να ποδηγετηθεί από μια αδιαφανή και φίλαυτη ηγεσία που, ενώ ανέκυψε ως εντολοδόχος της λαϊκής αντίστασης και των κινημάτων, έτεινε να γραφειοκρατικοποιηθεί σε χρόνο ρεκόρ. Η δημοκρατία στα πολιτικά διαβήματα των «από κάτω» δεν είναι λοιπόν ρουτίνα, κάτι ωραίο, μια απλώς καλή ιδέα. Είναι οξυγόνο και –μαζί φυσικά με ένα σοβαρό πρόγραμμα ρήξης– αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης. Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική διάσταση της από εδώ και πέρα πραγματικότητας, που εναπόκειται σε όλες και όλους που ενεργοποιούνται στον πολιτικό αγώνα της κοινωνικής χειραφέτησης να βεβαιωθούν ότι θα υλοποιηθεί. Καθώς ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και τα συμπεράσματα πρόσφατα, πιστεύω ότι μπορούμε βάσιμα να αισιοδοξούμε. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται εγρήγορση και ενεργοποίηση.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Στην επόμενη σελίδα: Κώστας Ελευθερίου: «Οι πολιτικές ελίτ έχουν μάθει πλέον να λειτουργούν υπό καθεστώς κρίσης και έχουν προσαρμοστεί στην ανάγκη διαχείρισης των πολλαπλών επιπτώσεών της».