Snowden / Σνόουντεν (3/5)
Δράμα μυστηρίου σε σκηνοθεσία Oliver Stone και σενάριο του ιδίου και του Kieran Fitzgerald (απ’ το βιβλίο των Anatoly Kucherena και Luke Harding), με τους Joseph Gordon-Levitt, Shailene Woodley, Melissa Leo κ.ά., διάρκειας 134 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή Tanweer
Αδιόρθωτος πατριώτης που δεν έχει την οστική μάζα για να γίνει πεζοναύτης, αποφασίζει να υπηρετήσει την σπουδαιότερη χώρα του κόσμου θέτοντας στην υπηρεσία της την ιδιοφυΐα του στον προγραμματισμό. Όταν όμως οι πλατφόρμες παρακολουθήσεων που στήνει, στρέφονται κατά του αμερικανικού λαού, δραπετεύει στην Κίνα, μιλάει στον Guardian, και γεννάει το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο του 21ου αιώνα.
Καμιά εικοσαετία έχει περάσει απ’ την τελευταία φορά που ο Oliver Stone μίλησε κινηματογραφικά με συνοχή κι εγκράτεια, κι ετούτη εδώ η επιστροφή του στον νηφάλιο, συγκροτημένο λόγο, είναι από μόνη της αιτία πανηγυρισμού. Κρατώντας σφιχτά τα γκέμια της αφήγησης, κι αντλώντας μάλλον έμπνευση (αν όχι χάρτη οδικό) απ’ το οσκαρούχο ντοκιμαντέρ της Laura Poitras (το Citizenfour της, που εξακολουθεί να δικαιούται κορυφαία θέση στη watchlist όποιου δεν το έχει δει), για τον άνθρωπο που αποκάλυψε το μεγαλύτερο σκάνδαλο παρακολουθήσεων στην Ιστορία της κατασκοπίας, με το Snowden ο Stone επιστρέφει σ’ αυτό που κάποτε ήξερε να κάνει καλύτερα απ’ όλους: ολοζώντανο σινεμά, που διυλίζει την επικαιρότητα με ταχύτητα έκτακτου δελτίου, και κρατά μονάχα το διαχρονικά καίριο και ουσιώδες, αυτό που μετατρέπει τους τίτλους της ειδησεογραφίας σε σημεία αναφοράς στον ρου της Ιστορίας.
Στα πλέον συναρπαστικά κομμάτια της δραματουργίας του Stone (και δόξα το θεό απ’ αυτά δεν έχει έλλειψη σ’ ετούτη την ταινία), ο κυνισμός που διακινείται στους διαδρόμους των κατασκοπικών λαβυρίνθων που μάς ξεδιπλώνει μέσα απ’ αυτήν την ιστορία επιτυχίας, απογοήτευσης και μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου, φέρνει αρώματα John Le Care: τον άνθρωπο που αν όχι εφηύρε, τουλάχιστον καθόρισε την κατασκοπική δραματουργία. Και μπορεί να πει κανείς πως, το γεγονός ότι ετούτη εδώ η βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά (ή έστω πραγματικές αφηγήσεις) κατασκοπική ταινία, μοιάζει να ακολουθεί κατά πόδας τις ιστορίες του Le Care, είναι κατ’ αρχήν άλλη μια απόδειξη (στη μακρά λίστα αποδείξεων) ότι ο φλεγματικός Βρετανός ήξερε για τι πράγμα μιλούσε. Κι ύστερα, μια υπογράμμιση του ρόλου που παίζει η μυθοπλασία όχι μονάχα στην καταγραφή, αλλά και τη διαμόρφωση της πραγματικότητας που μεταφράζει. Απ’ την άλλη, πιο συνωμοσιολογική οπτική όμως, αυτή φαντάζει να ‘ναι κι η δουλειά της μυθοπλασίας: να χοντραίνει το πετσί του αναγνώστη, εξοικειώνοντάς τον με τα σκοτεινότερα απ’ τα μυστικά που κρύβονται στους σκοτεινότερους απ’ τους σχεδιασμούς των παγκόσμιων συσχετισμών δυνάμεων. Με άλλα λόγια, παρ’ ότι θα περίμενες με την ταινία του ο Stone να σε κάνει να θέλεις να πάρεις τις smart συσκευές σου παραμάσχαλα, και να κατευθυνθείς προς την πλησιέστερη χωματερή, ετούτη εδώ η βιογραφική ματιά στην περιπέτεια του μεγαλύτερου whistleblower στην ιστορία του whistleblowing, είναι απροσδόκητα νηφάλια, κι ανησυχητικά καθησυχαστική.
Στεγνή κι επιφανειακή, όπως η κοινωνία που περιβάλει τον ήρωά της, η ταινία του Stone ξεδιπλώνεται σαν απολαυστική περιπέτεια κατασκοπίας με τα απαραίτητα αρώματα ψυχοδράματος, αδιάφορη στην πλειονότητα της διάρκειάς της για τις συνέπειες των πράξεων του ήρωα που παρακολουθεί: ανεξερεύνητη εν πολλοίς η αξία της πράξης που παρουσιάζει ως αδιαπραγμάτευτα ηρωική, η κίνηση του Snowden να ξεμπροστιάσει όλη τη σαπίλα του συστήματος παρακολουθήσεων των ΗΠΑ, μπορεί να φαντάζει εκ προοιμίου ως καλή και ηθική, όμως αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η απόφαση του ήρωα να υπογράψει την καταδίκη του στις λίστες των αυτοεξόριστων καταζητούμενων δια βίου, ούτε μονάχα το γιατί. Αν ένα πράγμα θα έπρεπε να καταφέρνει η ταινία του Stone, αυτό είναι να διεισδύσει στις απόρροιες των αποκαλύψεων του Snowden στο κοινωνικό σύνολο. Στο τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη για την καθημερινότητα του καθημερινού πολίτη, αλλά και τι δείχνουν για τον πολίτη αυτόν, που το αποδέχεται και το υπομένει. Κι όχι να ξεπετάξει με ένα απλό σήκωμα των ώμων της συμπρωταγωνίστριας, κι ένα «σιγά, δεν έχω τίποτα να κρύψω», το γεγονός ότι ο κάθε ένας από εμάς τελεί εν δυνάμει υπό παρακολούθηση. Απ’ την άλλη όμως, αυτή η συλλογική οντότητα που αποκαλείται λαός, μπορεί και να ‘ναι ακριβώς τόσο ρηχή, και έχει και τα social media της για να το αποδείξει: όλες τις πληροφορίες μας τις βγάζουμε στη φόρα έτσι κι αλλιώς και μόνοι μας, όπως σημειώνει ο επικεφαλής της κατασκοπικής πλεκτάνης Corbin O’ Brien (ανατριχιαστικά φλεγματικός στο ρόλο ο Rhys Ifans), κι «αν θες να παίξεις με όλα τα καινούρια παιχνίδια, πρέπει να πληρώσεις το αντίτιμο του εισιτηρίου», οπότε πάτα accept στα warnings και ξεκόλλα.
Σ’ αυτήν την γυαλιστερή επιφανειακότητα εντοπίζεται άλλωστε προφανώς κι η αντίσταση της άγιας εικόνας του Obama στο ξεθώριασμα του χρόνου, παρά το γεγονός ότι ακόμη κι αυτός, «ένας απ’ τους καλύτερους προέδρους των ΗΠΑ» όπως θα μείνει στο συλλογικό μνημονικό, έκανε γαργάρα τις συνέπειες της αποκάλυψης μιας χώρας που παρακολουθεί αδιακρίτως άπαντες εντός κι εκτός συνόρων, ακολουθώντας κι αυτός την τακτική δολοφονίας του χαρακτήρα του Snowden, και τη ρητορική για την προδοτική του στάση.
A Monster Calls / Επτά Λεπτά Μετά τα Μεσάνυχτα (3,5/5)
Δράμα φαντασίας με εύφημο μνεία στο φεστιβάλ του San Sebastian, σε σκηνοθεσία JA Bayona και σενάριο του Patrick Ness (απ’ το βιβλίο του), με τους Lewis MacDougall, Sigourney Weaver και Felicity Jones, διάρκειας 108 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή Spentzos Film
Πιτσιρικάς εν μέσω ζόρικης προεφηβείας, γνωρίζει δέντρο που ξυπνάει τα μεσάνυχτα, κι έρχεται να του τραντάξει το παράθυρο για να του πει ιστορίες που θα τον βοηθήσουν να ξεπεράσει το bullying που δέχεται στο σχολείο, και να συμφιλιωθεί με την επερχόμενη απώλεια της μάνας του που αργοσβήνει.
Μια ιστορία για ενήλικες να διηγούνται σε αγόρια (και κορίτσια) που δεν είναι πια παιδιά, αλλά ούτε ακόμα άνδρες (ή γυναίκες), η δεύτερη αγγλόφωνη δουλειά του Ισπανού που είχε κρεμάσει σαγόνια με την αναζωογονητική του ματιά στο στοιχειωμένο θρίλερ του El Orphanato (κι είχε προκαλέσει αμηχανία με την πελαγωμένη του δραματουργία στο The Impossible), είναι ένα ενήλικο δράμα βουτηγμένο στην άχλη του παραμυθιού. Βαθιά ευαίσθητη, αναπολογητικά ειλικρινής, κι εν τέλει ιδιαζόντως τολμηρή στην αφήγησή της, η ιστορία του Patrick Ness (απ’ το ομότιτλο βιβλίο του), αναδεικνύεται μέσα απ’ την σκοτεινή φαντασία και τις γοτθικές αναφορές της εικονογράφησής του Bayona, ως ένα επώδυνο αλλά κι απλόχερο στην παρηγοριά του παραμύθι, για εκείνο το είδος της ενηλικίωσης που έρχεται απ’ τον βίαιο αποχωρισμό της παιδικότητας. Οι ευρηματικές και πολυπρόσωπες εικονογραφικές τεχνικές του σκηνοθέτη, παρασέρνουν τον θεατή ακόμη κι όταν η αφήγηση βαλτώνει στις πιο κοινότοπες ή γλυκερές απ’ τις στιγμές του σεναρίου, ενώ η φιγούρα του «τέρατος» της ταινίας –ενός υπεραιωνόβιου δέντρου με θεραπευτικές σε πολλαπλά επίπεδα ιδιότητες– εξασφαλίζει με το «καλησπέρα» του μια θέση στα ψηλά του παλμαρέ των αλησμόνητων μορφών του σινεμά φαντασίας.
Under the Shadow / Στη Σκιά του Φόβου (3,5/5)
Μεταφυσικό θρίλερ με Βραβείο Σεναρίου στις Νύχτες Πρεμιέρας, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Babak Anvari, με τις Narges Rashidi και Avin Manshadi, διάρκειας 84 λεπτών, παραγωγής 2016, σε διανομή Seven Films
Στις τελευταίες μέρες της Ιρανοϊρακινής σύρραξης, μια μάνα και μια κόρη που προσπαθούν να αντέξουν τη φρίκη του πολέμου, έρχονται αντιμέτωπες με ένα άλλο είδος τρόμου, που απειλεί το ετοιμόρροπο σπιτικό τους. Τρόμος που, καθόλου τυχαία, φοράει μπούρκα.
Φουλ του συμβολισμού, αλλά και φουλ του τρόμου, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Ιρανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου που ενθουσίασε τις περασμένες Νύχτες Πρεμιέρας, μοιάζει με αυτό που θα προέκυπτε αν ο Asghar Fahradi έκανε remake του The Babadook / Οι Σελίδες του Τρόμου, όπως εύστοχα σημειώνει το Variety. Το ευρηματικό σενάριο τραβά σαφείς και μετρημένες αναλογίες, ανυψώνοντας την έμφυτη ικανότητα του θρίλερ να λειτουργήσει ως πολιτική αλληγορία, σε μια ταινία όπου ο τρόμος του φονταμενταλισμού και η παράνοια του φανατισμού, μετατρέπονται σε στοιχειά που παραμονεύουν στις γωνιές του ετοιμόρροπου σπιτικού μιας οικογένειας ζαλισμένης απ’ τις βόμβες του εμφύλιου. Εικονοποιώντας απόψεις κι οπτικές των οποίων η ευθύβολη έκφραση θα ήταν προορισμένη για βέβαιη λογοκρισία σε συστήματα ολοκληρωτισμού σαν κι αυτά που καταγγέλλουν, ο Anvari στήνει ένα θρίλερ που τιγκάρει την ατμόσφαιρα με συνεχή απειλή, και τσιτώνει τα νεύρα σου χωρίς την ανάγκη να καταφύγει σε έντονες τρομάρες κρυμμένες στις ντουλάπες. Όχι ότι δεν τις χρησιμοποιεί κι αυτές, και πολύ αποτελεσματικά μάλιστα, με την απειλή να κρύβεται όμως όχι στο βάθος του συρταριού, κάτω από ψηφιακά σκοτάδια, αλλά ακριβώς στην άκρη του ματιού σου, ακριβώς εκεί που νομίζεις ότι βλέπεις, αλλά πάντα κάτι σου ξεφεύγει. Ακριβώς εκεί που δεν κοιτάς, γιατί νομίζεις πως δεν έχει τίποτα να δεις. Ακριβώς εκεί, που κρύβεται πάντα το κακό: στο κοινότοπο.
Blood Father / Βίαιη Δικαιοσύνη (3/5)
Περιπέτεια δράσης σε σκηνοθεσία Jean-François Richet και σενάριο των Andrea Berloff και Peter Craig (απ’ το βιβλίο του τελευταίο), με τους Mel Gibson, Erin Moriarty, William H. Macy κ.ά., διάρκειας 88 λεπτών, παραγωγής 2016, σε διανομή Feelgood Entertainment
Ανανήψας αλκοολικός με καταχωνιασμένα προβλήματα διαχείρισης θυμού, παραπατάει στο χείλος του γκρεμού όταν επιστρέφει η επί χρόνια εξαφανισμένη κόρη του, κουβαλώντας στο κατόπι της στρατιά ναρκεμπόρων που θέλουν το χαριτωμένο της σκαλπ. Πρώην συμμορίτης του λόγου του όμως, ο μπαμπάς της βλέπει τη σωτηρία της ως τελευταία του ελπίδα εξιλέωσης.
Απολαυστικότατη, πλήρης έντασης και αυτοσαρκασμού αναπολογητική μπιμουβιά, ετούτη η ευχάριστη παράκαμψη του Jean-François Richet στην πορεία του να δικαιώσει όσους είχαμε ταυτίσει τα ταλέντα του με το μέλλον του σινεμά δράσης, σε ένα δεύτερο επίπεδο θα μπορούσε να διαβαστεί ως αυτολυτρωτική εξομολόγηση του κακού παιδιού στο κέντρο της αφίσας της. Πάλαι ποτέ άγριο παιδί του αμερικανικού σινεμά, που κατέληξε στα αζήτητα όταν πέρασε την αψάδα των ηρώων του στην ίδια του τη ζωή, ο Mel Gibson κάνει μια εκρηκτική επιστροφή στο έντονο σινεμά υψηλής αδρεναλίνης, με έναν ήρωα που θα μπορούσε να είναι και αυτοβιογραφικός: ανανήψας αλκοολικός με θέματα διαχείρισης οργής, ο ήρωάς του γίνεται καμβάς για τις χαρακιές της ζωής, ενός ανθρώπου που τα έβαλε με την ίδια του την τύχη. Το φορμουλαϊκό σενάριο αντλεί από άξονες τόσο εμβληματικούς ώστε να μη σε νοιάζει πόσες φορές τους έχεις ξαναδεί (κεντρικά μοτίβα που καλύπτουν όλο το φάσμα του χιλιοφορεμένου, απ’ τα western του Gary Cooper μέχρι τον Εξολοθρευτή του James Cameron), ενώ η ευγλωττία του Richet στην εκρηκτική, αλλά γειωμένη δράση, που κρατά τους ήρωες στο κέντρο της, αντί να τους μετατρέπει σε κομπάρσους, εγγυάται μια κινηματογραφική εμπειρία τόσο δροσερή όσο το αναψυκτικό που θα την συνοδεύσει, χωρίς να απαιτεί να την κουβαλήσεις μαζί σου πιο πέρα απ’ τον κοντινότερο κάδο ανακύκλωσης.
Alone in Berlin / Μόνος στο Βερολίνο (1/5)
Ιστορικό δράμα σε σκηνοθεσία Vincent Perez και σενάριο του ιδίου και του Achim von Borries (απ’ το βιβλίο του Hans Fallada), με τους Daniel Brühl, Emma Thompson, Brendan Gleeson, διάρκειας 103 λεπτών, παραγωγής 2016, σε διανομή Odeon
Μετά το θάνατο του μοναχογιού τους, ζευγάρι καθώς πρέπει Γερμανών στο χιτλερικό Βερολίνο αρχίζουν πνευματικό αντάρτικο, αφήνοντας κάρτες με επαναστατικά μηνύματα αμφισβήτησης του καθεστώτος σε πολυσύχναστα σημεία της γερμανικής πρωτεύουσας.
Τηλεοπτικής κοπής αντιναζιστικό δράμα για τα δεινά που περνούσαν οι αμφισβητίες στο χιτλερικό Βερολίνο, εύκολο στους συναισθηματισμούς κι εγκληματικά πρόχειρο στην παραγωγή του, το υποψήφιο για Χρυσή Άρκτο δράμα του Γάλλου ζεν πρεμιέ Vincent Perez, στερείται πάσας σκηνοθετικής πρωτοτυπίας, κι οποιασδήποτε κινηματογραφικής φινέτσας. Με αποπνικτική σοβαροφάνεια εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει σασπένς, και άψυχο διδακτισμό στη θέση της άποψης, την όποια ευρηματικότητα του σεναρίου, καταπνίγει η φορμουλαϊκή, συμβατική κοινοτοπία της άτεχνης σκηνοθεσίας, με τα προσεγμένα κοστούμια και σκηνικά, και τη μελιστάλαχτη μουσική λυρικότητα, να προσπαθούν να επιβάλλουν την δραματική ατμοσφαιρικότητα που αδυνατεί να υπονοήσει ο σκηνοθέτης, αναγκάζοντας ακόμη και τους έμπειρους ερμηνευτές του, να περιφέρονται στην οθόνη σαν θλιβερές κακογρασαρισμένες μαριονέτες.
Επίσης στις αίθουσες:
I, Daniel Blake / Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ
Μεσήλικας ξυλουργός που προσπαθεί να εξασφαλίσει επίδομα προνοίας, βρίσκει αναπάντεχη συνοδοιπόρο στον σουρεαλιστικό λαβύρινθο της βρετανικής γραφειοκρατίας, στο πρόσωπο μόνης μητέρας μπλεγμένης σε παρόμοιο σενάριο. Δραματική κομεντί βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα, σε σκηνοθεσία Ken Loach και σενάριο Paul Laverty, με τους Dave Johns, Hayley Squires και Sharon Percy, διάρκειας 100 λεπτών, παραγωγής 2016, σε διανομή Feelgood Entertainment
Aferim! / Αφερίμ!
Πιστολέρο προσλαμβάνεται από ευγενή για να εντοπίσει τον σκλάβο που το έσκασε απ’ τη φυτεία του, έχοντας προηγουμένως αμαυρίσει την τιμή της γυναίκας του, στη Ρουμανία του 19ου αιώνα. Γουέστερν με φουστανέλες βραβευμένο με Αργυρή Άρκτο, σε σκηνοθεσία Radu Jude και σενάριο του ιδίου και του Florin Lazarescu, με τους Teodor Corban, Mihai Comanoiu και Toma Cuzin, διάρκειας 108 λεπτών, παραγωγής 2015, σε διανομή Weird Wave
Invisible
Πατέρας παρατημένος απ’ τη γυναίκα του και απολυμένος απ’ τη δουλειά του, προσπαθεί να ταΐσει το γιο του και να συντηρήσει τα λογικά του, καταστρώνοντας συνεχώς τη δολοφονία κοστουμάτου στελέχους απ’ την πρώην δουλειά του. Κοινωνικό δράμα υποψήφιο για έξι Ίριδες της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αθανίτη και σενάριο του ιδίου και του Γιώργου Μακρή, με τους Γιάννη Στάνκογλου, Χρήστο Μπενέτση και Μενέλαο Χαζαράκη, διάρκειας 84 λεπτών, παραγωγής 2015 σε διανομή New Star
Trolls / Οι Ευχούληδες
Τέρατα εισβάλουν στη χώρα των Ευχούληδων, μα μια φράξια επιζώντων αναλαμβάνουν να ξελασπώσουν τους φίλους τους. Παιδικό animation σε σκηνοθεσία Walt Dohrn και Mike Mitchell και σενάριο των Jonathan Aibel και Glenn Berger, με τις φωνές των Anna Kendrick, Justin Timberlake, Zooey Deschanel, διάρκειας 92 λεπτών, παραγωγής 2016 σε διανομή Odeon