Όπως μας δίδαξαν ήδη ο Μπατάιγ, ο Ντε Σαντ και ο Μπρυκνέρ ο έρωτας και η ηδονή στη λογοτεχνική γλώσσα εκφράζεται με όλη τη γλαφυρότητα, την ένταση και την παθιασμένη ακρότητα που τους πρέπει. Σκαλίσαμε τις βιβλιοθήκες, ψάξαμε στα σκονισμένα ράφια και μαζέψαμε ακόμα δέκα λογοτεχνικά αποσπάσματα που αποδεικνύουν περίτρανα πως οι συγγραφείς και οι ποιητές δεν υπολογίζουν αιδώ ούτε κόπτονται περί ηθικής όταν δημιουργούν. Ευτυχώς. Από τα μεθυσμένα κρεβάτια του Μπουκόφσκι και τις πουτάνες του Χένρι Μίλερ μέχρι το φετιχιστικό πάθος του Μαζόχ και τη λαγνεία του Ναμπόκοφ όλες οι λέξεις τραβούν τον δικό τους δρόμο: εκείνον που δε γνωρίζει όρια και απαγορεύσεις.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Άκουσα τη Μαρία να βγάζει τα παπούτσια της, το φόρεμά της, και σε λίγο την ένιωσα δίπλα μου. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου και ασυναίσθητα δάχτυλά μου άρχισαν να τη χαϊδεύουν πίσω από τ’ αυτιά. Μετά άρχισε να μου σηκώνεται. Της σήκωσα το κεφάλι και ακούμπησα τα χείλια μου στα δικά της. Τ’ ακούμπησα τρυφερά. Μετά πήρα το χέρι της και το ‘βαλα στην ψωλή μου.
Είχα πιεί πολύ κρασί. Ανέβηκα πάνω της και άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της. Ήμουν πάντα καυλωμένος, αλλά δεν μπορούσα να χύσω. Τη γάμησα για πολλή ώρα, ιδροκοπώντας. Το κρεβάτι αναπηδούσε σαν τρελό, έτριζε και στέναζε. Στέναζε κι η Μαρία. Τη φιλούσα συνέχεια, ασφυκτικά. Τράβηξε απότομα το κεφάλι της για να πάρει ανάσα. «Θεούλη μου», είπε, «τι ΓΑΜΗΣΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ!» Πάλευα να τελειώσω, αλλά το κρασί είχε μπλοκάρει τον μηχανισμό εκσπερμάτωσης. Τελικά σωριάστηκα δίπλα της.
«Θεέ μου», έκανε αυτή. «Θεέ μου!»
Αρχίσαμε να φιλιόμαστε και το βιολί ξανάρχισε. Ανέβηκα πάλι πάνω της. Αυτή τη φορά ένιωσα την έκσταση να πλησιάζει σιγά σιγά. «Ω», έκανα, «ω, Θεέ μου!». Επιτέλους είχα τελειώσει. Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα, βγήκα έξω, κάπνισα ένα τσιγάρο και ξαναπήγα στο κρεβάτι. Κόντευε να την πάρει ο ύπνος. «Θεούλη μου», είπε, «τι ΓΑΜΗΣΙ ήταν αυτό!». Κοιμηθήκαμε.
Ήταν αργά. Είχα ακόμη αναμμένη τη λάμπα κι έφτιαχνα τη φωτιά στη μεγάλη, πράσινη σόμπα. Είχα να τακτοποιήσω ακόμη μερικά γράμματα και χαρτιά, ενώ είχαν αρχίσει να φυσάνε δυνατοί φθινοπωρινοί άνεμοι, όπως συνήθως.
Ξαφνικά εκείνη χτύπησε ελαφρά το παράθυρό μου με το χερούλι του μαστιγίου.
Το άνοιξα κι αυτή ήταν εκεί, ντυμένη με τη ζακέτα της την γαρνιρισμένη με ερμίνα και φορώντας μια ψηλή κυρτή Κοζάκικη τοκα, όμοια με κείνες, που φορούσε η Αικαιτερίνη η Μεγάλη.
«Είσαι έτοιμος, Γκριγκόρ;», ρώτησε ναζιάρικα.
«Όχι ακόμη, αφέντισσα», απάντησα.
«Η λέξη μ’ αρέσει. Πρέπει να με φωνάζεις πάντα Αφέντισσα, καταλαβαίνεις; Θα φύγουμε απ’ αυτόν τον τόπο αύριο το πρωί στις εννιά. Θα με συνοδεύσεις σαν φίλος μου μέχρι την πρωτεύουσα της επαρχίας∙ τη στιγμή, που μπαίνουμε στο τραίνο, θα γίνεις δούλος μου. υπηρέτης μου. Τώρα, κλείσε το παράθυρο και άνοιξε την πόρτα».
Αφού έκανα όπως μου είπε, μπήκε στο δωμάτιο και με σουφρωμένα φρύδια ρώτησε «Σ’ αρέσω;»
«Βάντα..»
«Πώς τολμάς;»
Με χτύπησε με το μαστίγιο.
«Είστε καταπληκτικά ωραία, αφέντισσα!»
Η Βάντα γέλασε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα μου.
«Γονάτισε εδώ, κοντά μου»
Υπάκουσα.
«Φίλα το χέρι μου»
Άρπαξα το κρύο, μικρό χέρι της και το φίλησα.
«Και το στόμα μου»
Με μια παραφορά πάθους ρίχτηκα αγκαλιάζοντας αυτή τη σκληρή, όμορφη γυναίκα και γέμισα το πρόσωπό της, το στόμα της και το στήθος της με τα φλογερά φιλιά μου, ενώ εκείνη τα ανταπέδιδε με την ίδια θέρμη -με μισόκλειστα βλέφαρα σαν σε όνειρο- μέχρι τα μεσάνυχτα.
Η Χέλεν με είχε αρπάξει από το σώμα της μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα από γυαλί, μέταλλο και βινύλιο, και είχε βάλει το χέρι της μέσα στο πουκάμισό μου ψάχνοντας τις δικές μου ρώγες. Πήρα τα δάχτυλα της και τα έβαλα γύρω από το πέος μου. Από το καθρεφτάκι είδα ένα φορτηγό με ντεπόζιτο νερού. Μας προσπέρασε μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης και καυσαερίων ντίζελ που κροτάλισαν πάνω στις πόρτες του αυτοκινήτου μου. Αυτό το κύμα συγκίνησης έσπρωξε το πρώτο σπέρμα στο πέος μου. Δέκα λεπτά αργότερα όταν εκείνο το φορτηγό ξαναπέρασε, τα παράθυρα που δονούνταν επέφεραν τον οργασμό μου. Η Χέλεν γονάτισε με τέτοιο τρόπο ώστε οι αγκώνες της πίεζαν το κάθισμα εκατέρωθεν του κεφαλιού μου. Ακούμπησα πίσω, μυρίζοντας το ζεστό αρωματισμένο βινύλιο. Τα χέρια μου έσπρωξαν τη φούστα της γύρω από τη μέση της για να μπορώ να βλέπω την καμπύλη των γοφών της. Την έσφιξα πάνω μου, πιέζοντας το πέος μου στην κλειτορίδα της. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου πλαισίωνε το σώμα της, τις τετράγωνες επιγονατίδες της κάτω από τους αγκώνες μου, το δεξί στήθος της έξω από το σουτιέν της, το μικρό έλκος που σημάδευε το χαμηλότερο τόξο της θηλής της. Καθώς ακούμπησα την άκρη του πέους μου πάνω στον τράχηλο της μήτρας της, στην οποία μπορούσα να νιώσω μια νεκρή μηχανή, το διάφραγμά της, κοίταξα το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Αυτός ο μικρός χώρος ήταν γεμάτος από γωνιώδεις επιφάνειες ελέγχου και καμπύλα τμήματα ανθρώπινων σωμάτων που συνουσιάζονταν σε ασυνήθιστες ενώσεις, όπως στην πρώτη πράξη ομοφυλόφιλης συνουσίας μέσα στο θαλαμίσκο του διαστημοπλοίου Απόλλων. Οι όγκοι των μηρών της Χέλεν που πίεζαν τους γοφούς μου, η αριστερή της γροθιά που ήταν χωμένη στον ώμο μου, το στόμα της που κολλούσε πάνω στο δικό μου, το σχήμα και η υγρασία του πρωκτού της καθώς τον χάιδευα με τον μέσο μου, όλα αυτά ήταν επικαλυμμένα από τα επινοήματα μιας αγαθοποιού τεχνολογίας –το περίγραμμα των καντράν, τη λοξή προεξέχουσα κολόνα του τιμονιού, την εντυπωσιακή σαν πιστολιού λαβή του χειρόφρενου. Ένιωσα το ζεστό βινύλιο του καθίσματος πλάι μου κι έπειτα χάιδεψα το υγρό αυλάκι του περιναίου της Χέλεν. Το χέρι της άγγιξε τον δεξί μου όρχι.
Mη ομιλείτε περί ενοχής, μη ομιλείτε περί ευθύνης. Όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας· όταν ριγούν και τρέμουν αι αισθήσεις, άφρων και ασεβής είναι όστις μένει μακράν, όστις δεν ορμά εις την καλήν εκστρατείαν, την βαίνουσαν επί την κατάκτησιν των απολαύσεων και των παθών.
Όλοι οι νόμοι της ηθικής – κακώς νοημένοι, κακώς εφαρμοζόμενοι – είναι μηδέν και δεν ημπορούν να σταθούν ουδέ στιγμήν, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη αφήσης καμίαν σκιεράν αρετήν να σε βαστάξη. Mη πιστεύης ότι καμία υποχρέωσις σε δένει. Tο χρέος σου είναι να ενδίδης, να ενδίδης πάντοτε εις τας Eπιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών. Tο χρέος σου είναι να καταταχθής πιστός στρατιώτης, με απλότητα καρδίας, όταν περνά το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου και πλανάσαι με θεωρίας δικαιοσύνης, με τας περί αμοιβής προλήψεις της κακώς καμωμένης κοινωνίας. Mη λέγης, Tόσον αξίζει ο κόπος μου και τόσον οφείλω να απολαύσω. Όπως η ζωή είναι κληρονομία και δεν έκαμες τίποτε δια να την κερδίσης ως αμοιβήν, ούτω κληρονομία πρέπει να είναι και η Hδονή. Mη κλείεσαι εν τω οίκω σου· αλλά κράτει τα παράθυρα ανοικτά, ολοάνοικτα, δια να ακούσης τους πρώτους ήχους της διαβάσεως των στρατιωτών, όταν φθάνη το Σύνταγμα της Hδονής με μουσικήν και σημαίας.
Mη απατηθής από τους βλασφήμους όσοι σε λέγουν ότι η υπηρεσία είναι επικίνδυνος και επίπονος. H υπηρεσία της ηδονής είναι χαρά διαρκής. Σε εξαντλεί, αλλά σε εξαντλεί με θεσπεσίας μέθας. Kαι επί τέλους όταν πέσης εις τον δρόμον, και τότε είναι η τύχη σου ζηλευτή. Όταν περάση η κηδεία σου, αι Mορφαί τας οποίας έπλασαν αι επιθυμίαι σου θα ρίψουν λείρια και ρόδα λευκά επί του φερέτρου σου, θα σε σηκώσουν εις τους ώμους των έφηβοι Θεοί του Oλύμπου, και θα σε θάψουν εις το Kοιμητήριον του Iδεώδους όπου ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποιήσεως.
Για μερικές μέρες ήδη, άφηνα την πόρτα ορθάνοιχτη ενώ έγραφα στο δωμάτιο μου, αλλά μόνο σήμερα έπιασε η παγίδα. Με άφθονα κολπάκια, σουρσίματα των ποδιών της, γρατζουνίσματα -για να κρύψει την ντροπή της που με επισκέπτονταν χωρίς να την καλέσω- η Λο μπήκε μέσα και αφού επιθεώρησε γύρω, άρχισε να ενδιαφέρεται για τα εφιαλτικά ορνιθοσκαλίσματα που είχα γράψει σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ω, όχι: δεν ήταν τα αποτελέσματα μιας εμπνευσμένης διακοπής ενός λογοτέχνη, ανάμεσα σε δύο παραγράφους, αλλά ήταν τα χυδαία ιερογλυφικά (τα οποία δεν μπορούσε ν’ αποκρυπτογραφηθεί) του μοιραίου πόθου μου. Καθώς έριξε τις καστανές μπούκλες της πάνω στο γραφείο που καθόμουν, ο Χούμπερτ ο Βραχνός έβαλε το χέρι του γύρω της, με μια μίζερη προσποίηση συγγένειας, και η αθώα μικρή που ακόμη μελετούσε το χαρτί κάπως μυωπικά, σιγά-σιγά βυθίστηκε και μισοκάθισε στο γόνατο μου. Το αξιολάτρευτο προφίλ της, τ’ ανοιγμένα χείλη, τα ζεστά μαλλιά ήταν περίπου τρεις ίντσες από το γυμνωμένο δόντι του ματιού μου και ένιωθα τη θέρμη των άκρων της μέσα από τα χοντρά αγορίστικα ρούχα της. Ξαφνικά ήξερα ότι θα μπορούσα να φιλήσω τον λαιμό της ή την άκρη του στόματος της με πλήρη ατιμωρησία. Ήξερα ότι θα με άφηνε να το κάνω, έχοντας και τα μάτια της κλειστά όπως διδάσκει το Χόλιγουντ. Σα να ήταν ένα διπλό παγωτό βανίλια με ζεστή σοκολάτα –σαν κάτι ελάχιστα πιο ασυνήθιστα απ’ αυτά.
Ο Ματέο Κολόν δεν έπαυε να τρίβει με τα δάχτυλα του εκείνη την προεξοχή όπως κάποιος τρίβει ένα κλαδάκι πάνω σε μια πέτρα, για ν’ ανάψει φωτιά. Ξαφνικά, σαν να είχε καταφέρει να προκαλέσει την πρώτη σπίθα, το κορμί ολόκληρο της Ινές συγκλονίστηκε από ένα διαπεραστικό ρεύμα που έκανε τη μέση της να σηκωθεί στον αέρα, έτσι που να στηρίζεται μόνο στις φτέρνες και στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σχηματίζοντας αψίδα. Σιγά σιγά, η μέση της άρχισε να σαλεύει, ακολουθώντας την κανονικότητα του ρυθμού των δαχτύλων του ανατόμου. Η ανάσα της Ινές έγινε λαχάνιασμα. Η καρδιά της κάλπαζε, θαρρούσες, μέσα στα στήθη της και όλο της το κορμί πήρε μια ξαφνική γυαλάδα από έναν ιδρώτα που έβγαινε από παντού, αναπαράγοντας, χάρη στο τρίψιμο από το χέρι του ανατόμου, ένα ένα, όλα τα οδυνηρά συμπτώματα που την τρομοκρατούσαν τις νύχτες. Όμως, παρόλο που η Ινές, δεν είχε τις αισθήσεις της, δε θα έλεγε κανείς πως ειδικά αυτή η περίπτωση ήταν οδυνηρή. Μαζί με την αναπνοή της Ινές έβγαινε τώρα ένας πνιχτός ήχος που μεταβλήθηκε σε δυνατό αγκομαχητό. Η ξεψυχισμένη της μορφή είχε δώσει τη θέση της σ’ έναν φιλήδονο μορφασμό: το στόμα, μισάνοιχτο, άφηνε να φαίνεται από μέσα η γλώσσα που κυμάτιζε από τη μιαν άκρη των χειλιών στην άλλη.
Ο Μπερτίνο, ο βοηθός, σταυροκοπήθηκε. Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει αν αυτό που έβλεπε ήταν εξορκισμός ή αν, αντίθετα, ο δάσκαλος του έβαζε το διάβολο στο κορμί της Ινές. Λίγο έλειψε να πέσει λιπόθυμος, όταν είδε ξαφνικά την άρρωστη να ανοίγει τα μάτια, να κοιτάζει γύρω της και, με όλες τις αισθήσεις της πλέον, να παραδίδεται στη σατανική τελετουργία του ανατόμου. Οι θηλές της Ινές είχαν σκληρύνει από τον ερεθισμό και τώρα ήταν αυτή που τις έτριβε με τα ίδια της τα δάχτυλα, δίχως να παύει να κοιτάζει τον άγνωστο με λαγνεία, μουρμουρίζοντας κάποιες ακατάληπτες λέξεις στα ισπανικά.
Θα ‘λεγε κανείς πως η Ινές είχε περάσει από την αγωνία στη frenesi veneris. Έχοντας ανανήψει πλήρως –αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο-, η Ινές γαντζώθηκε από την ξύλινη τραβέρσα της πλάτης του κρεβατιού της. Ανάμεσα σε αχ, τινάγματα και πώς τολμάτε ειπωμένα με προειδοποιητικό τόνο η Ινές είχε αφεθεί τελείως.
«Σ’ ακούω…», ήρθε η φωνή της Σάλλυ Τζενάρο από τ’ ακουστικό.
«Θαυμάσια…», είπε ο Μπόμπυ, καθώς η Σίντυ άρχισε να παίζει με τ’ αρχίδια του και να κουνά το στόμα της πάνω κάτω στον πούτσο του όλο και πιο ορμητικά, ενώ εκείνος το απολάμβανε ακούγοντας το Σπυράκι. Κρίμα που δεν έπιασαν τελικά τα βιντεόφωνα, Σάλλυ, σκέφτηκε. Θα πρέπε να το δεις αυτό. Από την άλλη, όμως, τότε θα ήμουν κι εγώ υποχρεωμένος να δω εσένα.
«Λοιπόν Σάλλυ, με ξύπνησες για να μου πεις καλημέρα;»
«Στ’ αλήθεια κοιμόσουν;»
«Ναι», είπε με κοροϊδευτικό αλλά και σέξι ύφος «και σ’ έβλεπα στον ύπνο μου. Ήμαστε έτοιμοι να χύσουμε όταν με ξύπνησες».
Η Σίντυ πήγε να πνιγεί από τα γέλια. Ο Μπόμπυ έσπρωξε το κεφάλι της προς τα κάτω και χώθηκε πιο βαθιά μέσα της. Η Σίντυ του τσίμπησε τ’ αρχίδια.
«Αλήθεια Μπόμπυ…;» Η φωνή της Σάλλυ ήταν ένας βαθύς ερεθισμένος αναστεναγμός. «Εγώ σε βλέπω στα όνειρά μου συνέχεια, κι όχι όταν κοιμάμαι… Θέλω να πω…»
Μια παύση και η φωνή συνέχισε μ’ ένα γουργούρισμα. «Ξέρεις τι κάνω τώρα…;»
«Για πες μου…»
«Έχω το χέρι μου στο μουνάκι μου, δηλαδή χαϊδεύομαι τώρα που σου μιλάω∙ είμαστε στο κρεβάτι μου και κοιτάζουμε την πόλη από το παράθυρο και φλασάρουμε μαζί, και νιώθω τον πούτσο σου μεγάλο μέσα μου…»
«Το παίζεις;»
Ο πούτσος του Μπόμπυ τινάχτηκε άθελά του. Ήταν σαν να είχε κατέβει ένας κεραυνός από τη ραχοκοκαλιά του, ξεκινώντας από το μυαλό του, παρ’ όλο που το στομάχι του ανακατωνόταν.
Η Σίντυ σταμάτησε έχοντας μόνο το κεφάλι στο στόμα της, τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, και μετά γλίστρησε το χέρι της ανάμεσα στα μπούτια της και συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο δουλεύοντας τον εαυτό της και τον Μπόμπυ μαζί.
Αυτό πήγαινε πολύ! Ήταν απίστευτα αηδιαστικό, αλλά τι κολακεία για το εγώ του! Βόγκησε σιγανά στο τηλέφωνο, πάτησε το κουμπί του και παραδόθηκε στην πορνογραφική αυτή στιγμή.
«Ωωωω..», βογκούσε η φωνή αυτή στο τηλέφωνο, παράξενα μακρινή τώρα, συγκεκομμένη, σαν να μιλούσε στον εαυτό της «Ωω, Μπόμπυ, Μπόμπυ, είναι τόσο ωραίο, μη σταταμάς, μην κλείνεις, ωω, ωω, ωωω…».
Κειτόταν εκεί, βασανιζόμενος στον πάγκο της έκστασης από την πρόστυχη και ποταπή τριάδα της λίμπιντο, της αηδίας και του εγωισμού. Η όμορφη Σίντυ τον ρουφούσε οδηγώντας τον σε μια εκκωφαντική έκρηξη, ενώ η φωνή της Σάλλυ απ’ το Βάλλεϋ έχυνε για κείνον στ΄αυτί του, και το ροκ σταρ χαμόγελο του Ρεντ Τζακ φλεγόταν στο μυαλό του.
«Αα, ναι, ναι! Πιο δυνατά, πιο δυνατά!»
Η Ζερμέν ήταν μια μαλαγάνα ολκής. Δεν περίμενε να πας εσύ σ’ αυτήν –έβγαινε στα πέριξ και σε άδραχνε. Θυμάμαι τόσο καθαρά τις τρύπες στις κάλτσες της, τα διαλυμένα της παπούτσια -θυμάμαι επίσης πώς στεκόταν στο μπαρ και με τυφλή, θαρραλέα προκλητικότητα κατέβαζε ένα δυνατό ποτό και έβγαινε πάλι στον δρόμο. Μαλαγάνα ολκής, σου λεω! Ίσως να μην ήταν δα και τόσο ευχάριστη η ανάσα της που έζεχνε αλκοόλ, εκείνα τα χνότα όπου ανακατεύονταν ελαφρύς καφές, κονιάκ, απεριτίφ, περνό κι ό,τι άλλο κατέβαζε εν τω μεταξύ, πότε για να ζεστάνει το κοκαλάκι της και πότε για να επιστρατεύσει σθένος και δύναμη και κουράγιο, αλλά η φωτιά του ποτού τη διαπερνούσε εντέλει, έκαιγε ίσαμε κει κάτω, ανάμεσα στα σκέλια της, εκεί όπου πρέπει να λάμπουν και να καίνε οι γυναίκες, κι εκεί έπαιρνε πάλι μπροστά και λειτουργούσε αυτό το κύκλωμα που σε κάνει να νιώθεις ότι πατάς ξανά και με τα δύο πόδια σου στη γη. Όταν ξάπλωνε εκειδά με τα πόδια διάπλατα ανοιχτά και βογκούσε, ακόμα κι αν βογκούσε με αυτόν τον τρόπο μια ζωή και για τον καθένα, ήταν όλα καλά, ναι, φίνα ήταν, σ’ το λέω, μια χαρά παράσταση, πολύ πετυχημένη, ήταν. Δεν κοίταζε το ταβάνι με βλέμμα απλανές μήτε μετρούσε τους κοριούς στην ταπετσαρία -είχε μονίμως κατά νου τη δουλειά, μιλούσε κι έλεγε όλα εκείνα που ένας άντρας θέλει ν’ ακούει όταν καβαλάει μια γυναίκα.
Ποτέ ίσαμε τότε η επιθυμία δεν την εξουσίασε με τόση κυρίαρχη απαίτηση∙ μα και ποτέ η βουλιμική σάρκα της δεν έφτασε σε τέτοιο κορύφωμα ηδονής. Στη μικρή κάμαρα με το σκληρό κρεβάτι άγγισε το απόγαιο της θηλύτητας της∙ κατάλαβε πως δεν είχε πια λόγο να φθονήσει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα πάνω σε τούτη τη γης. Γυμνωμένη από κάθε συμβατική αιδυμοσύνη, με πλήρη επίγνωση της βιοτικής σημασίας του έρωτα στην πιο φυσιολογική του μορφή, χάρηκε το κορμί της σμίγοντας το παράφορα με την αναγερμένη σε γονιμική οχεία σάρκα του άντρα της. Ο γδούπος του κύματος, που ‘σπαζε σε ισόχρονα διαστήματα κάτω απ’ το παράθυρο, μετρούσε τον ρυθμό των συνουσιών τους. Οι ηχηρές ριπές του μελτεμιού μπλέχτηκαν με τα βογγητά των στέρνων τους. Κι ο μεγάλος φλοίσβος της αναταραγμένης θάλασσας συνόδεψε το λυγμό του υπέρτατου κορυφώματος με το βοερό αχό του που γέμιζε τα πάντα, ως τα ουράνια.
«Εντάξει, εντάξει», είπε η ξανθιά, σηκώνοντας τα χέρια της. Τα μακριά κατακόκκινα νύχια τη άστραψαν, ενώ κάτω από το ξεθωριασμένο πορτοκαλί εξώπλατο μπλουζάκι της τα στήθη της τρεμόπαιξαν ανεπόφευκτα. Σηκώθηκε και προχώρησε θεαματικά προς την έξοδο, τρικλίζοντας από το μεθύσι, με τον αναθεματισμένα τέλειο κώλο της –ντυμένο με ακριβό αλλά παλιό τζην- να κουνιέται λες και μάσαγε τσίχλα.
Όλοι στο μπαρ ένιωσαν ανακούφιση. Η ξανθιά ήταν ωραία γκόμενα, αλλά αυτή η νύχτα είναι μια από εκείνες που η αιθαλομίχλη του Λος Άντζελες δεν σταματούσε να βράζει μετά το ηλιοβασίλεμα. Τα μάτια όλων ήταν κατακόκκινα και ο ύπνος ήταν κάτι το αδύνατο. Αυτό που ζητούσαν όλοι ήταν ένα μέρος με σχετικά αξιοπρεπή κλιματισμό, όπου θα μπορούσαν να αράξουν και να πιουν ένα ποτό με την ησυχία τους.
Η εξαίρεση ήταν ο Ραλφ. Υπήρχε κάτι σ’ αυτήν την αναιδή γυναίκα, κάτι που έκανε το μυαλό του να ξεχνά το πνιγηρό, ανθυγιεινό αέρα καθώς και τα προβλήματά του. Είχαν περάσει ο κανά-δυο ώρες από τότε που εκείνοι είχαν δώσει σημεία ζωής. Έτσι ο Ραλφ παράτησε το μισοάδειο ποτήρι του με την ξεθυμασμένη μπίρα και πήρε την ξανθιά στο κατόπι. Εκείνη προχωρούσε ξαναμμένη προς το πάρκινγκ, περπατώντας επικίνδυνα γρήγορα, μουρμουρίζοντας συνεχώς ακατάληπτες φράσεις από τις οποίες ξεχώριζαν οι συχνές επαναλήψεις της λέξης «γαμώτο».
Είχε σφιχτοδεμένο κορμί, προφανώς από αερόμπικ, είχε μυτερά νύχια κι έτρεχε πολύ γρήγορα υπό την επήρεια του αλκοόλο που είχε κατεβάσει. Μπορεί αυτό που έκανε ο Ραλφ να ήταν επικίνδυνο, αλλά ο ίδιος ήταν συνηθισμένος. Η ξανθιά ίσως να ήταν κιόλας διασκεδαστική, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ο Ραλφ.
Της έκοψε το δρόμο και είπε «Ώστε γουστάρεις κάτι πραγματικά μεγάλο;»
Τα γαλάζια ψυχρά μάτια της του έριξαν ένα θανατηφόρο βλέμμα καθώς ο Ραλφ έδειξε το εξόγκωμα στο παντελόνι του. Το εξόγκωμα έφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατό του.
«Μπα, απλώς έκανες μασούρι τίποτα βρεγμένες κάλτσες και τις έχωσες στο παντελόνι σου» είπε εκείνη αλλά τα μάτια της έγιναν μερικούς βαθμούς θερμότερα.
«Είναι πραγματικό», είπε ο Ραλφ. «Απίστευτο κι όμως αληθινό».
«Τέλος πάντων, αν το δω το πιστεύω», είπε εκείνη. Οι ρώγες της είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές κάτω από το μπλουζάκι της.
«Το αμάξι μου είναι εκεί πέρα», είπε ο Ραλφ προσπαθώντας να της πιάσει το μπράτσο.
Το χέρι του έπιασε άδειο αέρα. Σαν αστραπή, η ξανθιά τού κατέβασε τα παντελόνια μέχρι τον αστράγαλο, αφήνοντας Το εκτεθειμένο κάτω από τον διαβρωτικό και χωρίς άστρα ουρανό.
«Ω Θεέ μου», είπε, καθώς έπεφτε στα γόνατα, λες κι ήθελε να προσευχηθεί.
Είχε μήκος σαράνταπέντε πόντους και όλο και μάκραινε και σκλήραινε καθώς η ξανθιά το πλησίαζε. Ήταν ένα τέρας, με την περιφέρεια του στιγματισμένη από κάτι που έμοιαζε με ουλές, σε τρεις ζώνες. Ήταν το πράμα που το τέρας του Φράνκενσταϊν θα ‘πρεπε να είχε ανάμεσα στα σκέλια του.
Καθώς η ξανθιά έγλειφε πεινασμένα το κεφάλι τυλίγοντας τη μακριά και ζεστή γλώσσα της γύρω του, ο Ραλφ έριξε μια ματιά στο πάρκιγκ. Ούτε ίχνος ζωής.