Zackie θέλω να μιλήσω για σένα. Δε βρίσκω δίοδο, όμως, προς τα έξω. Οι φθόγγοι όταν δε βγαίνουν από το λεξικό αλλά από τους θυμωμένους κύκλους της μνήμης, λιώνουν πριν ενωθούν σε λέξεις και γίνονται ένας αμήχανος χυλός.
Και ξέρεις, έχω μιλήσει κι έχω γράψει τόσο πολύ για σένα αυτούς τους μήνες. Σα να ήσουν κάποια άλλη. Σα να μη σου έχω κρατήσει άτσαλα την ομπρέλα, γιατί φόραγες τακούνια και δε σε έφτανα, για να μη βραχείς και τρέξει η μάσκαρα. Σα να μην έχουμε καπνίσει το ίδιο τσιγάρο. Σα να μην έχω πάει να πνιγώ με ένα κομμάτι πίτσα γιατί έλεγες βλακείες την ώρα που τρώγαμε. Σα να μην έχω πιάσει ποτέ στα χέρια μου την κομοδινί περούκα με τις αφέλειες που σου πήγαινε λιγότερο απ’ όλες. Σα να μη σε έχω βάλει μεθυσμένη τα ξημερώματα σε ταξί που έριχνες το πιο γλυκό και νυσταγμένο χαμόγελο του κόσμου. Σα να μην έχω αισθανθεί την ταραχή σου όταν σ’ έβριζαν στο δρόμο. Σα να μη σ’ εχω καμαρώσει να χορεύεις στη σκηνή και να ξεφτιλίζεις τη σταυροκοπημένη και γαλανόλευκη ραχοκοκαλιά της υποκρισίας.
Ο ψυχοθεραπευτής μου λέει ότι η αποσύνδεση είναι ένας σωτήριος μηχανισμός επιβίωσης. Ότι πρέπει να καταχωνιάσεις κάπου βαθιά και μακριά την ανάμνηση της αφής, τον ήχο του γέλιου, τη θλίψη του βλέμματος, τις ταλαντώσεις του χορού αυτού που λείπει για να λείπει λιγότερο, για να γίνεται η απουσία πιο απαλή και να μπορεί να ζωγραφιστεί σ’ ένα πανό χωρίς να το σκίσει. Ότι πρέπει να διαχωρίσεις τη βαρβαρότητα που ρίχνεται με φόρα σ’ ένα σώμα από το σώμα που αγκάλιασες, περπάτησες μαζί και χειροκρότησες, για να μη διανοηθείς τον απελπισμένο τρόμο της τελευταίας ανάσας που ξεγλιστρά σ’ έναν πεζόδρομο μίσους.
Γι’ αυτό όταν μιλάω και γράφω για σένα δεν κλαίω. Ούτε όταν βλέπω το βίντεο. Έκλαψα μόνο την πρώτη φορά που δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ ανάμεσα στα γυαλιά. Σκέφτηκα ότι κάποιος απόκληρος εγκλωβίστηκε σε μια ανίερη παγίδα θανάτου, ότι δε θα είχε κανέναν να τον αναζητήσει και να τον κλάψει και ότι εμείς που θέλουμε να ξυπνάμε χωρίς να αναποδογυρίζουν τα σωθικά μας από την αηδία, του χρωστούσαμε ορισμένα δάκρυα για να συντροφεύουν τη μοναξιά του.
Μετά το είδα πολλές φορές χωρίς να κλάψω. Ξέρω να σου πω με δευτερόλεπτα ποιος πέταξε την πρώτη πέτρα, πόσο καθοδική είναι η ροπή της ματιάς των δολοφόνων, πως μοιάζουν μεταξύ τους αυτοί που σηκώνουν τους ώμους και προσπερνούν ένα ματωμένο κορμί στο έδαφος, τι θλιβερό χρώμα έχουν τα μπλουζάκια αυτών που χτίζουν ένα φράγμα απάθειας μέσα από μια hi tech οθόνη κινητού.
Ξέρω ότι η μοναδική βιτρίνα που εσύ έσπασες στο σύντομο αλλά τόσο ιλιγγιώδες και αστραφτερό πέρασμα σου, ήταν της κανονικότητας.
Τα τελευταία της θραύσματα έπεσαν με θόρυβο εκείνη την ημέρα στη Γλάδστωνος για να καθρεφτίσουν το αμπαλαρισμένο με αυστηρές ριγέ γραβάτες αλλά εντελώς πηχτό σκοτάδι.
Κλαίω μόνο σε άσχετες στιγμές. Όταν κοιτάζω το τραπέζι έξω δεξιά στο beaver που συρρικνώνεται όσο δεν εμφανίζεσαι, όταν με ξαφνιάζει το λεπτό, συνεχόμενο, παραπονιάρικο γάβγισμα ενός σκύλου ή όταν σκουπίζω τα φύλλα στο μπαλκόνι τόσο λάθος που μετά από μια υποτονική περιφορά στον αέρα επιστρέφουν. Zachie, ευτυχώς που είμαστε ανεπρόκοπες και δε μάθαμε ποτέ να σκουπίζουμε σωστά. Έτσι, τουλάχιστον δε θα κινδυνέψουμε να σκουπίσουμε κάποια στιγμή αίματα και μετά να στρώσουμε με ευσέβεια το οικογενειακό τραπέζι. Δε θα μπερδέψουμε ποτέ τη σκόνη με τους ανθρώπους.
Ζακ, δεν ξέρω αν θα σου άρεσαν αυτά που λέω για σένα. Νομίζω ότι μάλλον θα βαριόσουν. Κάπου εκεί στην ανάλυση της φουκοικής σκέψης για τη βιοπολιτική, θα έβαζες ακουστικά να ακούσεις Lady Gaga. Εξάλλου, τη βιοπολιτική την έμαθες στο δρόμο, στη σχολή θεάτρου, στα δημόσια νοσοκομεία, στα δελτία ειδήσεων. Αλλά δεν την άφησες να σε τσακίσει. Για κάθε προσβολή είχες μια ατάκα, για κάθε κυνήγι είχες ένα λαχάνιασμα ζωής, για κάθε πληγή είχες ένα φούξια κραγιόν για να σχεδιάζεις νησιά σε σχήμα κοχυλιού και να μπαίνεις μέσα.
Δεν καταφέραμε να τα ξεπατικώσουμε. Δε μπορείς να γυρίσεις λίγο; Να κοροϊδέψεις το Μπάμπη που λέει ότι το νερό είναι πολύ φθηνό ή τους αστυνομικούς που χαϊδεύουν προσφυγόπουλα με γάντια. Να τους πεις να πάρουν πιο σκληρά μέτρα προστασίας, μη τυχόν και κολλήσουν τρυφερότητα, γιατί θα καταρρεύσει το σύμπαν τους. Δε μπορείς να γυρίσεις λίγο;
Το καλοκαίρι διάβασα ένα βιβλίο που ράγισε ότι είχε διασωθεί ατόφιο από το πάτημα της καταστροφής. «Μετά τα πενήντα μας αρχίζουμε σιγά σιγά να πεθαίνουμε μέσα σε άλλους θανάτους» έγραφε ο Χούλιο Κορτάσαρ. Εμείς δε φτάσαμε τα 50 ακόμα αλλά πεθαίνουμε σε άλλους θανάτους. Σκορπάμε κομματάκια. Αφήσαμε το πιο φρέσκο μας αίμα στη Μεσολογγίου, μια περιστρεφόμενη ρόδα ποδηλάτου στα Πετράλωνα, έναν οργισμένο στίχο στο Κερατσίνι, ένα ρούχο να επιπλέει στη θάλασσα της Ρόδου. Το πιο γυαλιστερό και απείθαρχο κομμάτι το κρύψαμε σ’ ένα πεταμένο μαύρο αθλητικό παπούτσι στο κέντρο της Αθήνας.
Κι αυτό το Σεπτέμβρη που η μνήμη τρίζει γερά τα δόντια της και χειμωνιάζει ασυνήθιστα νωρίς, σκέφτομαι ότι οι επέτειοι πήγαν και κόλλησαν η μία δίπλα στην άλλη για να κάνουν παρέα. Για να μας μάθουν ότι ή θα σπάσουμε όλα τα κελιά μαζί ή θα στραγγίξουμε τις επιθυμίες μας με μια πετσέτα υπομονής και συμμόρφωσης.
Νιώθω, όμως, ότι όσο εμείς πεθαίνουμε μέσα σε άλλους θανάτους, άλλο τόσο τα δολοφονημένα μας αδέρφια επιστρέφουν όταν συλλαβίζουμε τα ονόματα τους. Η γραμμή της απώλειας δεν είναι ευθεία. Διακόπτεται από τις χοντρές κουκίδες της παρουσίας μέσα στην απουσία. Μ’ έναν τρόπο ακροβατικό ανάμεσα στο κοσμικό και το μαγικό, είσαι εδώ. Μας κλείνεις το μάτι στη διαδήλωση και μοιράζεις φιλιά από τη σκηνή. Πιο ζωντανός από τους δολοφόνους σου.
Zackie το γκλίτερ στο δρόμο τη νύχτα μοιάζει με αστερόσκονη. Τον ένα χρόνο που λείπεις πετάξαμε τόνους γκλίτερ για σένα. Σ’ αγαπούσαμε πιο πολύ απ’ όσο προλάβαμε να σου πούμε και τώρα αυτό το απόθεμα αγάπης, το κάναμε γκλίτερ.
*Το κείμενο διαβάστηκε πρώτη φορά στην εκδήλωση «Μιλήστε για το Ζακ/Zackie» του Queer Ink σε συνεργασία με το asfaBBQ