John Peel

Είναι δύσκολο να υπερτονίσεις το κύρος, την προσφορά και την επίδραση ενός ραδιοφωνικού παραγωγού στην, πώς να την πούμε, σύγχρονη μουσική (ειδικά από το πανκ και μετά), αν απευθύνεσαι σε νεότερους ανθρώπους που όχι μόνο δεν πρόλαβαν τον John Peel, αλλά παρακολουθούν τις μουσικές τάσεις μακριά από ραδιοφωνικές συχνότητες και καταξιωμένους παρουσιαστές /εκφωνητές που έφαγαν τη ζωή τους στο “vintage” πλέον αυτό μέσο. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να μεταδώσεις το συναίσθημα ασφάλειας – αλλά κι ευφορίας συχνά –  που προκαλεί αντανακλαστικά η ακρόαση μιας φωνής που φέρει την καθησυχαστική ζεστασιά μιας χαλαρωμένης αυθεντίας και το πνευματώδες, αλλά ποτέ σαρδόνιο, ύφος κάποιου που έχει δει πολλά, ξέρει για τι μιλάει, και δε μιλάει ποτέ όσο διαρκεί το τραγούδι. Κάτι μεταξύ ψαγμένου κολλητού και ήπιας πατρικής φιγούρας, θα μπορούσε να συγκριθεί (ως βεληνεκές) κατ’ αντιστοιχία στα καθ’ ημάς με τον Γιάννη Πετρίδη ή τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο (ασχέτως του διαφορετικού αντικειμένου), η ειδικότητα του όμως στα πιο εκλεκτικά προϊόντα του αποκαλούμενου «ανεξάρτητου ήχου», θα τον τοποθετούσε πιο κοντά στον Αργυρη Ζήλο ή τον Χρήστο Δασκαλόπουλο. Η θέση του ως ένας εκ των ελάχιστων «ζωντανών θεσμών» του BBC ήταν τόσο βαθιά κατοχυρωμένη ώστε την επόμενη του ξαφνικού θανάτου του (έπαθε καρδιακή προσβολή μπροστά από μνημείο των Ίνκας σε διακοπές στο Περού), το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Evening Standard πριν δέκα χρόνια ακριβώς έφερε τον τίτλο “the day the music died”, ενώ η ταφόπλακα του γράφει για πάντα “teenage dreams so hard to beat” (ο πρώτος στίχος από το αγαπημένο του τραγούδι όλων των εποχών, το “Teenage Kicks” των Undertones). 

http://youtu.be/ZPzyN8Qq5XA

Είκοσι χρόνια περίπου πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια στα 65 του, είχα σε πολύ ευαίσθητη ηλικία μια πρώτη επαφή με την cult του John Peel, μέσω μιας συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στον αγγλοτραφή post punk αρχιερέα, τότε του περιοδικού Ποπ & Ροκ, Γιάννη Μαλαθρώνα. Πρόθυμος κι ευγενής, ο Peel αποκάλυπτε τα trademarks της προσωπικότητας του και τα παροιμιώδη, όπως θα συνειδητοποιούσα αργότερα, «κολλήματα» του: την ομάδα της Λίβερπουλ (τρελή αρρώστια, και τα τέσσερα παιδιά του έχουν σχετικό με την ομάδα μεσαίο όνομα), την εμμονή σε μια σοσιαλιστική οπτική των πραγμάτων (δύσκολα μπορούσε να τον φανταστεί κανείς σε μη κρατικό/κοινωνικού χαρακτήρα φορέα, όχι ότι δεν αμειβόταν αδρά), και βέβαια τη μεγάλη καψούρα για τη μουσική κάθε είδους, ειδικά αν βρισκόταν σε κάποιες παρυφές. Αφού λοιπόν έμαθα τα «στοιχειώδη» – παλιός χίπης που έγινε ιεροκήρυκας της πανκ και μεταπανκ αντίληψης, ηχογραφούν live sessions για την εκπομπή του τα πιο σημαντικά νέα σχήματα, αγαπημένο του συγκρότημα οι Fall («πάντα οι ίδιοι, πάντα διαφορετικοί» έλεγε), προσφωνεί τρυφερά τη γυναίκα του στον αέρα “The Pig”- έφτασα στο τέλος της συνέντευξης, που μας πληροφορούσε πανηγυρικά ότι μπορούμε κι εδώ να τον ακούμε μια φορά την εβδομάδα από το BBC World Service. Το προσπαθήσαμε πέντε – έξι φορές, το καταφέραμε καναδυό, και μετά το ξεχάσαμε είτε επειδή ήταν στα “static” μεσαία (και θύμιζε «εδώ Λονδίνο» κατοχική κατάσταση), είτε επειδή είχαμε άλλα ζητήματα βαρεμένων δεκαπεντάχρονων.

Ο John Peel ήταν πράγματι μια μοναδικά καταλυτική προσωπικότητα σ’ ένα τόσο πολυδύναμο ενεργειακό πεδίο σαν αυτό που παίζεται ακόμα, και ασχέτως του μέσου, η σχέση κοινού – μουσικού/performer.

http://youtu.be/duDKUvWYVQU

Πέρασαν αρκετά χρόνια για ν΄ ακούσω ξανά τη φωνή του, όταν συνέβη όμως έγινε αγαπημένη συνήθεια τον καιρό που έκατσα στην Αγγλία για μεταπτυχιακό. Αν ψάξω πολύ, μπορεί να βρω σε κάποιο πατάρι ή γκαράζ, κασέτες (άπειρες) γραμμένες με εκπομπές του. Είχα ένα διπλό κασετόφωνο (θεϊκή εφεύρεση) κι έγραφα ολόκληρη την εκπομπή και κατόπιν πέρναγα στο άλλο ντεκ τα καλύτερα μου και τα sessions αγαπημένων γκρουπ (μιλάμε για μεγάλη μανούρα).  Κάποιες φορές «ξέφευγαν» στις κασέτες και κομμάτια που δε θα άκουγα εύκολα τότε, αφού παρέκκλιναν από την indie rock ορθοδοξία: παλιά calypso, μοντέρνα αφρικάνικα, πολύ dub/reggae, διάφορες εκκεντρικές «εξωτικές» επιλογές από τα αρχεία ήχου του BBC, και βέβαια ακρότητες κάθε είδους, από black metal μέχρι happy hardcore που έφτανε το 500bpm. Ένα από τα κλασικά χιουμοράκια του on air, μετά από κάτι ακραία θορυβώδες: «Σκέφτομαι καμιά φορά ένα φιλήσυχο ζευγάρι που πριν ξαπλώσει λέει ας ακούσουμε κανένα τραγουδάκι πρώτα στο ραδιόφωνο και πέφτει το άμοιρο πάνω στους Extreme Noise Terror» (ας σκεφτούμε ότι η βραδινή εκπομπή του ήταν στο Radio 1, τον mainstream pop σταθμό του BBC). Τον πέτυχα επίσης ως κομπέρ στο φεστιβάλ του Reading του ’92, όπου μετά την επική λασπομαχία που συνόδευσε την εμφάνιση των Mudhoney, πήρε το μικρόφωνο για να προειδοποίησει με το χαρακτηριστικό, επιβλητικά μειλίχιο τρόπο του: «Ωραία φάση ήταν, αλλά δε νομίζω οτι ο Nick Cave και οι Bad Seeds που ακολουθούν, θα εκτιμήσουν τη ρίψη λάσπης στη σκηνή. Φοράνε και κουστούμια».

http://youtu.be/xj32-oA6LHs

http://youtu.be/CHNeEQtjX9s

http://youtu.be/KOByIKBbn2A?list=PLLlZWzASNbnMoUDhmECO2T1282HNBd5D5

Μετά την επιστροφή, τον ξανάκουσα στα τέλη του αιώνα από το internet πλέον, και συνέχισα να τον ακούω μέχρι και το θάνατο του, που ήταν ένα σοκ για όσους είχαν εμπειρία από τις εκπομπές του, αλλά και την προσωπικότητα του εν γένει. Προσωπικότητα συγχρόνως στιβαρή κι ευάλωτη που έμοιαζε να έχει διαμορφωθεί σε πολύ μικρή ηλικία, πριν από τις νεανικές του εμπειρίες στην Αμερική στα (πρώιμα) 60s, όπου δούλεψε ως dj σε περιφερειακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και παντρεύτηκε την πρώτη γυναίκα του στα 15 της. Πριν κι από το μαγικό ταξίδι που τον έφερε από τους offshore αγγλικούς πειρατικούς σταθμούς στο BBC όπου έμεινε ως το τέλος, βοηθώντας στην καθιέρωση εκατοντάδων αστέρων, διάσημων και μη, από τον Marc Bolan ως τον Jack White, ενώ απόλάμβανε status ιερής αγελάδας για εκατομμύρια αρρωστάκια του rock & roll ανά την υδρόγειο. Και επειδή ακριβώς δεν ήταν μονοδιάστατος και «σπασίκλας», η απήχηση του ξεπερνούσε κατά πολύ το indie γκέτο. Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, εξαιρετικά δημοφιλής υπήρξε η ραδιοφωνική του εκπομπή στο Radio 6, με τίτλο “Home Truths”, ένα μαγκαζίνο ας πούμε με θέμα τα καθημερινά ζητήματα μιας μέσης (μεσοαστικής μάλλον) οικογένειας. Εδώ και δέκα χρόνια, έχουν γίνει πολλές απόπειρες να βρεθεί κάποιος επίσημος ή ανεπίσημος άξιος αντικαταστάτης του, αλλά μάταια. Ίσως επειδή άλλαξαν οι εποχές, ίσως επειδή ο John Peel ήταν πράγματι μια μοναδικά καταλυτική προσωπικότητα σ’ ένα τόσο πολυδύναμο ενεργειακό πεδίο σαν αυτό που παίζεται ακόμα, και ασχέτως του μέσου, η σχέση κοινού – μουσικού/performer. Μάλλον και τα δύο ισχύουν. 

http://youtu.be/yikCMJF5OHY