Της Άννας της πήρε καιρό να καταλάβει ότι δεν την ήθελε ο Μανώλης, πια. Βασικά, το ήξερε. Δηλαδή πόσο μυαλό χρειάζεται για να το καταλάβεις όταν: α) σου απαντάει στο ¼ των μηνυμάτων, β) δεν βρίσκει ποτέ χρόνο να βγει μαζί σου αλλά διαθέτει άπειρο χρόνο στο να εφευρίσκει δικαιολογίες για να μη βγει μαζί σου, γ) δεν χρειάζεται γ.
Η Άννα έχει μυαλό. Απλώς ερωτεύθηκε και όλοι ξέρουμε πως το μυαλό των ερωτευμένων δεν λειτουργεί όπως λειτουργούσε μέχρι το «μοιραίο». Χημεία σίγουρα, οι νευροδιαβιβαστές παθαίνουν ένα τρα λα λά, στους αύλακες του εγκεφάλου κυλούν οι λέξεις «δεν μπορεί να μη με θέλει», ακόμη και όταν υπάρχουν όλες οι ενδείξεις που μαρτυρούν το αντίθετο.
Βέβαια ο Μανώλης στην αρχή την ήθελε. Αυτός της άρχισε τα αστειάκια στο inbox την επόμενη που γνωρίστηκαν μέσω του Φάνη. Αυτός της έστειλε να βγουν οι δυο τους. Αυτός της είπε να πάνε σπίτι του. Κι αυτή του είπε ναι. Και μετά του έλεγε ναι για περίπου δύο εβδομάδες. «Και πήγαιναν τόσο τέλειααααα όλααααα» λέει η Άννα ρουφώντας τη μύτη της γιατί μέχρι και το χαρτί της τουαλέτας κατάφερε να τελειώσει με τόσο κλάμα. Προφανώς ο Μανώλης, δεν είχε το ίδιο φίλινγκ. Κι έτσι μετά τις δύο εβδομάδες, πριν ξεκινήσει μια ταινία που πήγαν να δουν μαζί –φοβερό τάιμινγκ, ε;- της ξεφούρνισε ότι είναι φοβερή τύπισσα, και του αρέσει πολύ, αλλά «αυτός δεν είναι σε φάση». Για τις επόμενες δύο ώρες η Άννα κράτησε μόνο τις δύο πρώτες προτάσεις και μόλις τελείωσε η ταινία τον ρώτησε τι εννοούσε με την τρίτη. «Δεν το ‘χω τώρα να μπω σε πιο σοβαρή κατάσταση κι επειδή εσύ είσαι πολύ εντάξει απέναντι μου και σε γουστάρω σαν άτομο, καλό είναι να στο ξεκαθαρίσω από τώρα».
Όπως είπαμε και πριν το μυαλό των ερωτευμένων δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Γιατί μετά από εκείνη τη βραδιά και παρά όσα της είπε ο Μανώλης, η Άννα εξακολουθούσε να πιστεύει ότι απλώς χρειαζόταν τον χρόνο του για να καταλάβει ότι τη θέλει κι αυτός όσο τον θέλει κι αυτή. Και για αυτό προσπαθούσε να αναστήσει –μάταια- αυτό που είχε ζήσει για δύο εβδομάδες στέλνοντας του μηνύματα, παίρνοντας τον τηλέφωνο. «Στο κάτω κάτω γιατί το ξεκίνησε αν δε με θέλει;», ήταν η ατάκα που έβγαινε ανά 10λεπτό από το στόμα της.
Προφανώς γιατί του άρεσε, γιατί κάτι είδε, γιατί είπε να το διερευνήσει. Και το διερεύνησε. Και είδε ότι δεν του κάνει. Εδώ να πούμε ένα μπράβο στον Μανώλη που το κατάλαβε σχετικά γρήγορα, που γενικά είχε κρατήσει χαμηλούς τόνους τη σύντομη περίοδο που βλεπόντουσαν, που της είπε κατά πρόσωπο ότι δεν του πάει η όλη κατάσταση. Γιατί το έχουμε ζήσει πολύ το έργο τα τελευταία χρόνια του περίφημου ghosting που ο άλλος ή η άλλη ξαφνικά εξαφανίζεται, ανοίγει η γη και τον καταπίνει, μεταναστεύει και καλά στο Μεξικό (ναι, κι αυτό έχει ειπωθεί από άνθρωπο που έμενε –και παρέμεινε- στα Κάτω Πατήσια). Με το επονείδιστο είδος όσων έχουν κάνει το ghosting συνήθεια θα ασχοληθώ άλλη φορά που θα έχω πολλά νεύρα και θα πρέπει να εκτονωθώ κάπως.
Ο Μανώλης βέβαια έκανε ένα μικρό λάθος, είπε ένα τόσο δα ψέμα που πολύ πιθανόν να πίστευε κι ο ίδιος, γιατί είναι παρατηρημένο ότι το 93% των ανθρώπων που εκστομίζουν αυτή την ατάκα εκείνη την ώρα την πιστεύουν. Εκείνη την ώρα λέμε, την επομένη πιθανόν και όχι. Είπε λοιπόν ο Μανώλης ότι δεν είναι σε φάση να μπει σε σοβαρή κατάσταση, ότι δε θέλει σχέση με άλλα λόγια, ότι δεν πιστεύει καν σε όλο αυτό.
Χμ, ένα καμπανάκι χτυπάει εδώ: 500 days of Summer. Η Summer γνωρίζει τον Tom, του λέει ότι δεν πιστεύει στον έρωτα ενώ τραβιέται μαζί του, του λέει ότι δεν της έχει τύχει ποτέ, κάποιοι στιγμή του ζητάει να σταματήσουν γιατί εκείνη είναι ο Sid Vicious κι εκείνος η Nancy, αλλά ταυτόχρονα θέλει να μη φύγει μακριά γιατί είναι ο καλύτερος της φίλος. Ο Tom δε τη θέλει φίλη, το έχουμε καταλάβει αυτό, την θέλει κοπέλα του. Στο τέλος της ταινίας όταν πια έχει περάσει ο καιρός, ο Τom και η Summer συναντιούνται στο παγκάκι τους κι εκείνη του αφηγείται πώς γνώρισε τον άνδρα της και από τότε έχει αναθεωρήσει, του δίνει δίκιο για το πώς αναζητούσε την αγάπη απλώς “it just wasn’t me you were right about”, με άλλα λόγια κακώς αναζητούσαμε τον έρωτα ο ένας στον άλλον.
Αν αυτή η φράση μπορούσε να ειπωθεί κάθε φορά τη σωστή στιγμή τότε θα γλιτώναμε πολύ από το δράμα των σχέσεων. Ναι, μπορεί να ακούγεται σκληρό αλλά τουλάχιστον δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον άλλον να ελπίζει όταν διατυπώνεται με σιγουριά και ειλικρίνεια. Και είναι τίμιο ρε παιδιά ο άλλος να ξέρει. Το συναίσθημα δεν είναι παίξε γέλασε. Δεν ξέρουμε αν και πότε θα μας ερωτευθεί ο άλλος. Όλοι τη θέλουμε την επιβεβαίωση μας, δεν τίθεται αμφιβολία. Τον τρέφουμε τον εγωισμό μας με κάθε άνθρωπο που μας θέλει στη ζωή του. Αλλά είμαστε μικροί, γελοίοι καργιόληδες αν δεν μπορούμε να φερθούμε με ειλικρίνεια και τρυφερότητά απέναντι σε κάποιον που έρχεται και μας λέει «ρε, εσένα εγώ σε θέλω» ακόμη κι αν εμάς δεν μας βγήκε στην πορεία.
Τώρα βέβαια μιλάμε για περιπτώσεις που όντως έχει υπάρξει ένα, κάποιο λαβ στόρι, ακόμη κι αν αυτό δεν φτούρησε. Γιατί θυμάστε όταν ήμασταν μικροί και ο Κωστάκης έλεγε ότι τα έχει με την Ελενίτσα κι εμείς του απαντήσουμε «εκείνη το ξέρει;». Τώρα πια μεγαλώσαμε για τέτοιες καταστάσεις. Όχι, ότι σου στερεί κανένας το δικαίωμα να ερωτευθείς κάποιον που ίσως και να αγνοεί καλά καλά την ύπαρξη σου. Ποια είμαι εγώ που θα βάλω τέτοιους κανόνες; Εδώ ολόκληρος Τρούμαν Καπότε είχε γράψει στο Πρόγευμα στο Τίφανις: «Πρέπει οι άνθρωποι να μπορούν να παντρεύονται άντρες ή γυναίκες ή….Άκου, αν ερχόσουν και μου λεγες ότι θες να το κάνεις μ’ ένα αποβατικό, θα σεβόμουν τα αισθήματά σου. Σοβαρολογώ. Ο έρωτας πρέπει να επιτρέπεται».
Τσουπ, να μια φράση κλειδί: θα σεβόμουν τα αισθήματά σου.
Είναι δύσκολο όταν τρως το όχι του άλλου. Είναι δύσκολο ακόμη κι όταν ο άλλος το κάνει με τρόπο που δείχνει ότι σέβεται τα αισθήματά σου (και ίσως από μια άποψη είναι πιο δύσκολο, γιατί δεν μπορείς να τον μισήσεις κιόλας). Είναι ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση ένα βάσανο σωστό που σε κάνει να χάνεις τον ύπνο σου, τη συγκέντρωση σου, τη λογική σου. Τζάμπα έχουν γραφτεί τόσα τραγούδια; Θυμάμαι μια φίλη που το αγόρι της την χώρισε πάνω στους πέντε μήνες σχέσης, όταν εκείνη ένιωθε ότι ήταν στα ντουζένια του έρωτα τους κι εκείνος της είπε ότι έχει πολλά ψυχολογικά θέματα να διαχειριστεί και δεν μπορεί να είναι μαζί της. «Πονούσε η καρδιά μου τότε. Ένιωθα τον πόνο, σωματικά», μου είχε πει πολύ καιρό αργότερα.
Σκέφτομαι τη φράση της Άννας: «Δεν μπορεί να μη με θέλει». Έχω δει πολλούς γύρω μου που έχουν φάει την ήττα της απόρριψης του έρωτα τους, το έχω, εννοείται, βιώσει κι εγώ. Η Άννα, και όλοι μας αν μπορούσαμε, θα λέγαμε την αλήθεια που είναι λίγο διαφορετική: «Δεν μπορώ να μη με θέλει». Κάποια στιγμή βέβαια μπορούμε. Συνεχίζουμε τη ζωή μας λες και δεν πήγαμε ποτέ να πεθάνουμε από απελπισία γιατί εκείνος ή εκείνη δεν ήθελε να ανταποκριθεί σε αυτό που εμείς νιώθαμε. Συνεχίζουμε και την πατάμε ξανά και ξανά. Δε θα μάθουμε ποτέ το μάθημά μας. Ευτυχώς.