Δύο άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τη σπουδαία Γερμανίδα χορογράφο και χορεύτρια Πίνα Μπάους συνυπογράφουν ένα ιδιαίτερο δίγλωσσο βιβλίο (γαλλικά-αγγλικά) που εκδόθηκε πριν από λίγο καιρό: Δημήτρης Κρανιώτης (ποίηση) Κωνσταντίνος Ιγνατιάδης (φωτογραφίες), Pina au rythme des oracles / Pina in the rhythm of oracles.
Ο Δημήτρης Κρανιώτης συνεργάστηκε με την Πίνα Μπάους ως δραματουργός για τη δημιουργία των δύο έργων της Das Stück mit dem Schiff (1993) και Ein Trauerspiel (1994) και έγραψε τα κείμενα του βιβλίου στα γαλλικά στο Βούπερταλ, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους. Ο Κωνσταντίνος Ιγνατιάδης φωτογράφισε τις παραστάσεις του έργου Ein Trauerspiel στο Théâtre de la Ville, στο Παρίσι, τον Φεβρουάριο του 1995. Το γαλλικό κείμενο μεταφράστηκε στα αγγλικά από την Miriam Heard.
Η ενότητα Zaubertrauer του βιβλίου περιλαμβάνει 14 ποιήματα του Δημήτρη Κρανιώτη που έχουν γερμανικούς τίτλους. Segen (Ευλογία), Not (Απόγνωση/Ανάγκη), Abschiedsshmerz (Ο πόνος του χωρισμού), Sehnsucht (Νοσταλγία/Λαχτάρα), Geheimnis (Μυστικό), Ach (Αχ!), Streicheln (Χαϊδεύω), Lebenwollen (Πόθος ζωής), Ist alles Quatsch (Όλα χάλια), Mit sich allein (Μόνος με τον εαυτό σου), Hilflos (Ανήμπορος), Schützen (Προστατεύω), Seufzer (Αναστεναγμός), Ein Wunsch (Μία ευχή). Είναι μερικές από τις λέξεις που έδινε η Πίνα Μπάους στους χορευτές της για να εμπνευστούν.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου οι φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη εκτίθενται στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός με μια υποβλητική σύλληψη και διευθέτηση του χώρου από τον ίδιο το φωτογράφο. Με ειδικό φωτισμό, ποταμίσια άμμο και μαύρο πανί ανασυσταίνεται με απλά μέσα η θεατρικότητα και η πλαστικότητα των χορευτών της Πίνα Μπάους.
Το βιβλίο, εκτός από τα κείμενα, περιέχει 27 φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη και 4 φωτογραφίες της Πίνα Μπάους τραβηγμένες από τον Δημήτρη Κρανιώτη στα ταξίδια της στην Ελλάδα. Όλες οι φωτογραφίες δημοσιεύονται για πρώτη φορά, είναι τυπωμένες με διτονική επεξεργασία του Νίκου Αλεξιάδη, η σελιδοποίηση έγινε από τον Γιώργο Κανέλλο στη «Θυμέλη» και η βιβλιοδεσία είναι χειροποίητη από τον Νίκο Καρακώστα στο «Ψιμύθι».
Ανατρέχοντας στο βιογραφικό του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη βλέπουμε ότι το 1987 προσλαμβάνεται στο Centre Georges Pompidou Μ.Ν.Α.Μ. (Musée National d’Art Moderne) ως φωτογράφος των συλλογών και εκθέσεων. Παράλληλα, κάνει φωτογραφήσεις για γκαλερί, αντικέρ και μουσεία όλου του κόσμου και αποκτά εμπειρία σε όλες τις φωτογραφικές τεχνικές εμφάνισης-εκτύπωσης του 19ου και 20ού αιώνα. Το 1991 γίνεται αποκλειστικός φωτογράφος του Μουσείου Galerie Nationale du Jeu de Paume στο Παρίσι και από το 1993 εργάζεται ως εξωτερικός συνεργάτης ειδικών λήψεων και μουσειογραφίας στο μουσείο του Λούβρου. Σ΄εκείνη τη λαμπρή περίοδο εξέδωσε ένα φύλλο με φωτογραφίες καλλιτεχνών και με τίτλο Ephéméride ενώ ο Jean Yves Mock, κορυφαίος επιμελητής του Musée National d’Art Moderne, έγραψε γι΄αυτόν το 1998 το κείμενο που ακολουθεί και δημοσιεύεται εδώ πρώτη φορά στα ελληνικά:
Ο αρχάγγελος φωτογράφος
Συνήθως δεν χρησιμοποιούμε σωστά τη λέξη φωτογραφία όταν δεν την τοποθετούμε στην ίδια σειρά με τις λέξεις ζωγραφική ή γλυπτική αναφορικά με τις τεχνικές ή τα υλικά. Χρειάστηκε όλος ο 20ός αιώνας και 150 χρόνια φωτογραφιών για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Στη λογοτεχνία δεν υπάρχει εικόνα, ο Magritte ήταν ο πρώτος που το είπε αυτό. Αυτό ήταν το θεμέλιο της ζωγραφικής του και της σκέψης του. Όλα τα υπόλοιπα είναι θέμα τεχνοτροπίας και χειροτεχνίας, ο στοχασμός με εικόνες είναι μια μεταφυσική, αλλά όχι και πάντα γιατί ανάμεσα σε μια αγιογραφία και ένα εικονογραφημένο ημερολόγιο τοίχου ανοίγεται μια άβυσσος.
Υπάρχει μεταφυσική βαριά κι ασήκωτη και μεταφυσική συνοπτική και αιχμηρή, όπως υπάρχουν και φωτογραφίες που δεν είναι άλλο από μια φιλολογία του θέματος, περιγραφή χωρίς αφήγηση.
Οι φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη δεν είναι περιγραφές. Κείνται πριν από το γράμμα, είναι αυτό που υπάρχει μετά από κάθε περιγραφή. Είναι «αποκαλύψεις». Για να προσδιορίσουμε τις αρνητικές θρησκείες χρησιμοποιούμε την ελληνική λέξη «αποφατικός», που σημαίνει αυτό που λέγεται δίχως να ειπωθεί.
Στα πορτρέτα αυτά ο φωτογράφος είναι απών, καμιά χειρονομία, καμία φωτοσκίαση δεν παρεμβαίνει. Οι φωτογραφίες αυτές έχουν τον χαρακτήρα του γυμνού. Ο φωτογράφος τις αποκάλυψε, κάθε λεζάντα, κάθε ερμηνεία μοιάζει περιττή και ανώφελη. Τελικά λίγο ενδιαφέρει το όνομα, η ιδιότητα του εικονιζόμενου ή ο λόγος της ύπαρξής του ή το έργο του που εμφανίζεται. Έχουν προσπεράσει το κατώφλι της εποχής μας και των αιώνων, ξεχωριστές από τον δικό τους χώρο και το δικό τους ύφος — στο σώμα και στο πρόσωπο.
Ο Victor Hugo είχε μία ωραία έκφραση για αυτό: «Η μορφή είναι το βάθος που ανεβαίνει στην επιφάνεια». Μέσα από αυτήν αγγίζουμε την ουσία, το άυλο όπου όλα συναθροίζονται, συνευρίσκονται, ομοούσια και αδιαίρετα, αδύνατο δηλαδή να αναχθούν στα επιμέρους στοιχεία. Η γυμνότητα του πνεύματος είναι πάντα δύσκολο να εκφραστεί, να αναχθεί σε στερεότυπα. Ο Aldous Huxley, παιδάκι τεσσάρων χρόνων, κοιτούσε αφοσιωμένος έξω από το παράθυρο. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Julian τον ρώτησε ευγενικά τι σκεφτόταν. Γύρισε προς το μέρος του και είπε: Skin (δέρμα). Ο Aldous και ο Julian έγιναν και οι δύο, με τον τρόπο τους ο καθένας, στοχαστές και επιστήμονες. Όταν ο Κωνσταντίνος Ιγνατιάδης καδράρει, όταν κοιτάζει, το κλείστρο κάνει skin. Παίρνεις μια φωτογραφία, την τυπώνεις, τη μεγεθύνεις, την πλαισιώνεις ίσως. Καρφιτσωμένη στον τοίχο, ακουμπισμένη πάνω στο τζάκι, αντιγραμμένη. Διαλέγεις αυτό ή το άλλο σχήμα, ανάλογα με την πυκνότητα της εικόνας ή τα κενά ή τον τόπο ή κάποια σκιά. Δεν είναι αλυσίδα παραγωγής όπως η Πεζώ ή η Μερσέντες-Μπεντς. Δεν είναι ούτε η δουλειά του λαϊκού αγγειοπλάστη.
Ο Degas διάλεγε το μελάνι του, το κάρβουνο, ένα σκληρό μολύβι, ένα σχήμα, το πάχος του χαρτιού. Στεκόταν λίγο στο κενό γύρω από ένα βλέμμα, σχεδίαζε αδρά το αντικείμενο, την υφή του. Ίσως να είναι ο μεγαλύτερος προσωπογράφος των τελευταίων αιώνων. Σε τούτες τις φωτογραφίες θες να σκύψεις, να τις ξαναδείς, να εντρυφήσεις. Τι άλλο κάνεις μ’ έναν Vermeer ή έναν Peter de Hooch; Μια διαδρομή. Σταματάς και μετά ταξιδεύεις. Το εσωτερικό κενό, μια δοσμένη εστία, ένας χώρος οικείος. Όποιος αιχμαλωτίστηκε στις φωτογραφίες αυτές δεν γνώριζε καν ότι θα βρισκόταν κάπου αλλού και ότι θα απογυμνωνόταν.
Ο Godfried Honneger παίζει μόνο με τη γεωμετρικότητα των σχημάτων, την αντικειμενικότητα των δεδομένων της τύχης. Εδώ δεξιά του ένα από τα ανάγλυφά του και πάνω στον τοίχο μια σκιά, ένας λοξός σταυρός, ξέθωρος. Αιωρείται μέσα στη λευκότητα, μέσα στο εργαστήριο, σαν μια θαυμαστή φανέρωση του φωτός και της σκιάς στο γυμνό τοίχο.
Ξεφυλλίζοντας το τεύχος της Ephémeride I βλέπω και τον Julian Schnabel κατακλυσμένο από την ύλη που είναι η σταθερή εμμονή του αλλά μπροστά του —για δες!— φεύγουν γυρισμένοι πλάτη δύο μαθητές εβραϊκού θρησκευτικού σχολείου! Κι αυτή η μεγάλη σκιά που πέφτει πάνω στον πίνακα εικονίζει την Aurélie Nemours: ένα καβαλέτο, η λαιμητόμος του Χρόνου, σκληρή για τους καλλιτέχνες κι ένα αγριοπούλι, όρθιο στο παράθυρο; Σιωπηλό, χορτάτο και οι αχτίδες του ήλιου να χτυπάνε πάνω στο πελώριο ράμφος του: Skin.
Το δέρμα είναι ο κοινός τόπος σε όλες τις συναλλαγές. Αναπνέει ή ασφυκτιά. Η τόσο οξυδερκής παρατήρηση του Victor Hugo είναι πολύ πιο διαφωτιστική από τη μουσική φράση του Vinteuil στην Αναζήτηση του χαμένου χρόνου του Marcel Proust.
H Meret Oppenheim και ο Francis Bacon έχουν φωτογραφηθεί πολύ, ποτέ όμως έτσι, και μάλιστα λίγο πριν φύγουν για πάντα. Είναι απογυμνωμένοι, στραγγισμένοι από τα βλέμματα και από τις κρίσεις των άλλων. Μπορούν να αποχωρήσουν εν ειρήνη. Η Meret έχει αφήσει αλλού τη μελάνη και την πρέσα των στερότυπων ιδεών που κυριαρχούν στο έργο της, έχει ξεχάσει το φλιτζανάκι από γούνα με το κουταλάκι και το πιατάκι. Ο Francis μοιάζει σωληνάριο οδοντόπαστας και οι ζάρες στο παντελόνι του σβήνουν. Ήταν ο πιο πολιτισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Τώρα είναι εδώ δίχως τα γραφικά περιγράμματα που τον φορτώνουν εδώ και πενήντα χρόνια οι βιογράφοι και οι φωτογράφοι που βρίσκουν πάνω του έδαφος για να δείξουν τα δικά τους φαντάσματα.
Τα πορτρέτα του Κωνσταντίνου Ιγνατιάδη είναι αναγνώσεις πέρα από κάθε κοινοτοπία, πέρα από τη δική μας θαμπή όραση. Είναι γνώση, ενόραση. Υπεισέρχεται εντός τους ένα απροσδιόριστο άγνωστο ίχνος.
Το πιο αδικημένο πλάσμα από όλα τα ζωντανά από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου ως την Κιβωτό του Νώε είναι το φίδι, το πιο παραγνωρισμένο! Το φίδι που έχει σταθερή επαφή με το χώμα, τη φύση, τους κορμούς των δέντρων, τα φυλλώματα, τα λουλούδια. Ψηλαφεί τον κόσμο με τη γλώσσα του γι’ αυτό τη βγάζει. Μικρές κινήσεις, γοργές, σπασμωδικές, φευγαλέες. Με τη γλώσσα και τις λεπταίσθητες φουσκάλες της πληροφορείται για την υγρασία, την ξηρασία, τη μοναξιά. Τον κίνδυνο. Και τότε φεύγει ή κουλουριάζεται.
Ο Ιγνατιάδης έχει ένστικτο μυστικό, αθέατο. Για τους φωτογράφους λέμε: Τι μάτι! Θα ΄πρεπε ακόμα να λέμε συχνά φράσεις του τύπου ανόητη φλυαρία, μέτριο μαγείρεμα, ξινό κρασί. Εδώ γλιστράνε στο νού μου σαν φιδάκια οι λέξεις της Emily Dickinson: The world is no conclusion.
Ταιριάζουν στον Κωνσταντίνο Ιγνατιάδη. Καμιά από τις φωτογραφίες του δεν είναι προσωπείο η Σιδερένιο Παραπέτασμα. Η διάρκεια είναι παγίδα, τα instantanés που τραβάει είναι ανοιχτά, ακριβώς εκεί που εμείς δε βλέπουμε τίποτα.