Το κείμενο που ακολουθεί είναι μία μη ζητηθείσα απάντηση στο άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου, Η πλάνη της πολυπολιτισμικότητας (Athens Voice 18.6.14). Αρχικά την έγραψα στα αγγλικά, γλώσσα που κατανοεί τόσο η γνωστή συγγραφέας και αρθρογράφος όσο και κάποιοι έστω «ξένοι» στους οποίους αναφέρεται το άρθρο της. Οι τελευταίοι ίσως να μην μιλάνε ελληνικά (ή γερμανικά, ή σουηδικά κ.ο.κ) αλλά να τα καταφέρνουν κάπως, εξ’ ανάγκης, στα αγγλικά. Τα αγγλικά είναι πλέον ένα παγκόσμιο επικοινωνιακό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούν, θέλοντας και μη, άνθρωποι που τείνουν να μετακινούνται. Ωστόσο η Popaganda αρνήθηκε να δημοσιεύσει το αγγλικό κείμενο, θεωρώντας το προκλητικά ‘snob’ (εδώ γελάμε). Αν και πιστεύω ότι αποτελεί ελάχιστο δείγμα σεβασμού το να γράφουμε, αν μπορούμε, σε μία γλώσσα που να την κατανοούν αυτοί στους οποίους αναφέρεται ένα κείμενο, αποδέχτηκα την πολιτική αντι-σνομπισμού (γελάμε ξανά), οπότε το μετάφρασα στην μητρική μου γλώσσα (έξτρα απλήρωτη εργασία, γελάμε αλλά λιγότερο).
Η αγγλική εκδοχή πάντως θα έκανε αμέσως σαφή την βασική θέση της απάντησής μου: το να ζούμε στη συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, όπερ και συμβαίνει, συνεπάγεται όχι απλώς πολυπολιτισμικότητα αλλά και πολυγλωσσικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Επίσημα αναγνωρισμένοι «εθνικοί» χώροι, όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Ελβετία (επιλέγω επίτηδες «εθνικούς» χώρους οι οποίοι κραυγάζουν της μεικτής γλωσσικής και πολιτισμικής τους σύστασης) και η Ελλάδα (που κάνει ότι ζει στο κόσμο της αλλά ζει στον ίδιο πλανήτη) μετέχουν αναγκαστικά -καθώς και οι μετανάστες- της παγκοσμιοποίησης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της. Σε αυτά ανήκουν τόσο η πολυπολιτισμικότητα όσο και η διαπλοκή διαφορετικών γλωσσών, κάποιες από τις οποίες είναι σε ηγεμονική θέση – όπως ακριβώς και κάποιες κουλτούρες (συνήθως όσες είναι οικονομικά ηγεμονικές). Δεν πρόκειται για θέμα επιλογής αλλά για μία κατάσταση πραγμάτων.
Η παγκοσμιοποίηση, ορισμένη μέσω της επέκτασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (δεν βιώνουμε παγκοσμιοποίηση του σοσιαλισμού, για παράδειγμα), στηρίζεται στην κινητικότητα: οι άνθρωποι μετακινούνται, κυρίως προς ανεύρεση εργασίας. Οι άνθρωποι που μετακινούνται μπορεί να είναι τόσο σύμβουλοι επιχειρήσεων, επιστήμονες, καλλιτέχνες όσο και ανειδίκευτοι εργάτες. Στην παγκοσμιοποίηση συνεπώς βλέπουμε μία διαταξική συνθήκη μετακίνησης, αν και για ευνόητους λόγους (έχουμε περισσότερους ανθρώπους στις κατώτερες τάξεις των «ανειδίκευτων» παρά στις ανώτερες), οι ανειδίκευτοι εργάτες-μετανάστες είναι πολύ πιο ορατοί. Εκτός όμως από οικονομικούς μετανάστες, έχουμε και πρόσφυγες, ανθρώπους δηλαδή που μετακινούνται για να γλιτώσουν από τον πόλεμο ή από κοινωνίες που δεν προσυπογράφουν στην πολυπολιτσμικότητα. Η γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο στο Σουδάν επειδή αποστάτησε στον χριστιανισμό (στην διεθνή επικαιρότητα καθώς γράφω) είναι θύμα του ελλείμματος πολυπολιτισμικότητας στο Σουδάν. Γιατί να επιθυμούμε για την Ελλάδα το μοντέλο Σουδάν; Η πολυπολιτισμικότητα, ασφαλώς, δεν έχει να κάνει μόνο με το θρήσκευμα αλλά με ευρύτερους «τρόπους ζωής» και τη διαχείριση πλήθους αξιών.
Το κεφάλαιο δεν κόπτεται για «τρόπους ζωής» και θρησκείες. Δεν έχει τέτοια προβλήματα.
Όμως η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι ένα μία πολιτικά ουδέτερη και ιστορικά αθώα έννοια. Αναδείχθηκε σε δημοφιλή όρο την εποχή του υψηλού μεταμοντερνισμού (δεκαετίες ’70 και ’80), προλειαίνοντας το πεδίο της παγκοσμιοποίησης (δεκαετία ’90 και εξής), όπου η φτηνή εργασία εξυπηρετεί ανοιχτά πλέον τους μηχανισμούς της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Το κεφάλαιο δεν κόπτεται για «τρόπους ζωής» και θρησκείες. Δεν έχει τέτοια προβλήματα. Το μόνο που ενδιαφέρει το κεφάλαιο είναι ο ιδιωτικός πλούτος, οπότε μπορεί να ρέει τόσο στη Σαουδική Αραβία όσο και στην Κίνα, στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στη Γερμανία ή όπου λάχει. Οι πρώην αυτοκρατορίες, όπως η Βρετανία, είχαν κάθε συμφέρον να προωθήσουν την πολυπολιτισμικότητα όταν χρεάστηκε να εισάγουν εργατικό δυναμικό από τις πρώην αποικίες. Οι Μαρξιστές, αν και εκ πεποιθήσεως αντι-ρατσιστές, φώναζαν τότε ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι μία μορφή ισοπεδωτικού μεταμοντέρνου σχετικισμού που έθαβε ζωντανές (ή έστω ημιθανείς) τις αξίες του Διαφωτισμού – κυρίως την κοσμική σύσταση της κοινωνίας. Ωστόσο η Δεξιά, που ακόμη μας κυβερνά αλλά που βλέπει ότι δεν χρειάζονται μάλλον τόσα «χέρια», απορρίπτει πλέον την πολυπολιτισμικότητα. Την απορρίπτει, ναι, αλλά αφού πρώτα την χρησιμοποίησε ως ελκυστικό ιδεολόγημα-καρότο.
Το 2006 άκουσα τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας, Tony Blair, στην τηλεόραση να ισχυρίζεται ότι «η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε», στο οποίο απάντησα νοερά, έχοντας μόλις δεχτεί τη δουλειά μου στη Σκωτία, «να μιλάς για πάρτη σου, μεγάλε». Είχε κάποιο δίκιο βέβαια: η πολυπολιτισμικότητα είχε αποτύχει διότι τα έξτρα χέρια που εισήχθησαν στη «Μεγάλη» Βρετανία διαπίστωσαν ότι δε θα συμμετείχαν στην κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω. O καταμερισμός εργασίας υπήρξε σαφής. Οπότε οι κοινότητες των αποκλεισμένων από την οικονομία των υποσχέσεων κοινωνικής ανόδου αναζήτησαν αυτοσεβασμό διά της γνωστής οδού: της επιστροφής στις ρίζες και στην παράδοση. Όπως σήμερα οι Έλληνες του πληγμένου γοήτρου αναζητούν αυτοσεβασμό με τον ίδιο τρόπο εντός της νέας παγκόσμιας αυτοκρατορίας.
Η παράδοση είναι, σε γενικές γραμμές, κάτι προβληματικό. Διαιρεί και διαμορφώνει συνειδήσεις στραμμένη στο παρελθόν παρά στο μέλλον – το οποίο μέλλον είναι το μόνο που κατέχει η ανθρωπότητα ως δυνατότητα συλλογικής επιβίωσης και ειρηνικής συνύπαρξης (όπως υποστήριξε τόσο ο Καντ όσο και ο Λένιν). Όταν το ζητούμενο είναι η δημιουργία μιας κοινής κουλτούρας αντίστασης, η παράδοση τείνει να μας κάνει τεμπέληδες στην σκέψη και να εμποδίζει την ανάδειξη νέων εννοιών και αξιών με στόχο την ευημερία του υπό διαμόρφωση κοινωνικού συνόλου.
Ως φεμινίστρια, θα ήταν υποκριτικό να μην παραδεχτώ ότι η «παράδοση» έχει υπάρξει, ιστορικά, το βασικό εργαλείο υποδούλωσης και δυστυχίας των γυναικών.
Στο βαθμό που η θρησκεία είναι παράδοση, αυτό ισχύει και για την θρησκεία – όχι μόνο για το Ισλάμ αλλά για όλες τις θρησκείες. Ως «τυχερή» πολίτης (παρακαλώ, δώστε βάση στην απουσία θηλυκού γένους στις σημαντικές λέξεις αυτοπροσδιορισμού) μιας δυτικής δημοκρατίας, θα ήταν εξίσου υποκριτικό το να μην παραδεχτώ ότι οι κοινωνίες των δυτικών δημοκρατιών δεν είναι ομοιογενείς. Αντίθετα, οι κοινωνίες αυτές είναι ήδη διαιρεμένες με βάση την τάξη, το φύλο, την φυλή, όλα εκ των οποίων χρησιμοποιούνται, σε διάφορους συνδιασμούς, για την αναπαραγωγή ενός συστήματος που οδηγεί στον πλούτο των λίγων και στην ανέχεια των πολλών. Δεν ζούμε, και δεν έχουμε ζήσει ποτέ, σε συνθήκες δημοκρατίας μιας αρμονικής «ομοιογένειας», την οποία έχουμε τάχα να διαφυλάξουμε. Η (δυτική) ψυχανάλυση μας λέει μάλιστα ότι ουδέποτε θα ζήσουμε σε κάτι τέτοιο. Και η πολιτική θεωρία που αντλεί θέσεις από την (δυτική) ψυχανάλυση υποστηρίζει ότι το καλύτερο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι μια «αγωνιστική» δημοκρατία (βλ. Chantal Mouffe), η οποία αποδέχεται την διαίρεση και την ανομοιογένια αντί να θάβει τις αναπόφευκτες κοινωνικές συγκρούσεις κάτω απ΄το χαλί ή να τις αντιμετωπίζει με πολιτικές εξαναγκασμού, καταπίεσης και εξοστρακισμού.
Όσο για την δυτική Αριστερά, οφείλει επίσης να σταματήσει να ηρωοποιεί τον μετανάστη ως το «νέο» επαναστατικό υποκείμενο. Οι οικονομικοί μετανάστες δεν μετακινούνται για να αντισταθούν στον καπιταλισμό αλλά για να βρεθούν στην «καλή» του πλευρά.
Προσωπικά, δεν πείθομαι από αυτόν τον πολιτικό πεσιμισμό (δεν πιστεύω στη «μοίρα» μιας αιωνίως διαιρεμένης ανθρωπότητας) αλλά ασπάζομαι έναν πολιτικό πραγματισμό: η ιστορική μας στιγμή θα γίνει εφιαλτική εάν η πολυπολιτισμικότητα δεν παραμείνει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα είμαστε πολυπολιτισμικοί αλλά πώς: μπορούμε να οικειοποιηθούμε την πολυπολιτισμικότητα από την Δεξιά και να την επανεφεύρουμε ως έδαφος αλληλεγγύης ενάντια στις χειριστικές ελίτ που μας πλασάρονται ως ούσες ή επίδοξες κυβερνήσεις; Κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή και το UKIP είναι βουτηγμένα στην πολιτική γελοιότητα ακριβώς γιατί πουλάνε το τραγικό παραμύθι μιας επιστροφής στην ομοιογένεια, κάνοντας ότι αγνοούν τα ιστορικά δεδομένα της παγκόσμιας συγκυρίας. Όμως, ο ελέφαντας είναι στο δωμάτιο. Προς το παρόν, τίποτε δεν μπορεί να ανακόψει την διεθνικότητα του κεφαλαίου και των αναγκών του. Και τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει τους απελπισμένους φτωχούς από το να μετακινούνται. Έχουμε άρα τουλάχιστουν δύο τεράστιες δυνάμεις που δρουν κατά της όποιας φαντασιακής ομοιογένειας σήμερα.
Όσο για την δυτική Αριστερά, οφείλει επίσης να σταματήσει να ηρωοποιεί τον μετανάστη ως το «νέο» επαναστατικό υποκείμενο. Οι οικονομικοί μετανάστες δεν μετακινούνται για να αντισταθούν στον καπιταλισμό αλλά για να βρεθούν στην «καλή» του πλευρά. Δεν είναι ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο προοδευτικοί από τους «ιθαγενείς» επισφαλείς εργασιακούς πληθυσμούς του κάθε αυθαίρετου «εθνικού» χώρου -και όλοι είναι λίγο-πολύ αυθαίρετοι και ιστορικά μεταβαλλόμενοι. Ναι, οι μετανάστες μπορεί να φέρουν ή να επαναφέρουν (μη ξεχνάμε το παρελθόν μας) αισχρές παραδόσεις, όπως τα «εγκλήματα τιμής», κλειτοριδεκτομές ή «ραφές» παρθενίας, αντι-κοσμική συνείδηση. Αν το θέμα είναι η προάσπιση των αξιών του Διαφωτισμού, πώς μας βοηθάει η ρήση (Τριανταφύλλου) ότι «η εφαρμογή της πολυπολιτισμικότητας εμποδίζει την αφομοίωση και κατακερματίζει (“βαλκανοποιεί”) την κοινωνία η οποία δεν επιτυγχάνει ενιαία εθνική ταυτότητα»;
Καταρχήν, με ποια κριτήρια είναι η επίτευξη «εθνικής ταυτότητας» κάτι αυτόματα θετικό; Ή μήπως είναι θετικό στην Γαλλία αλλά καλύτερα να μας λείπει από το Σουδάν; Γιατί αυτό λέγεται «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Και με ποια κριτήρια η εθνική ταυτότητα είναι ασύμβατη με την πολυπολιτισμικότητα; Θεωρώ τον εαυτό μου πολιτισμικά διαφορετικό από τους Έλληνες που ασπάζονται τον χριστιανισμό αλλά είμαι τόσο Ελληνίδα όσο και αυτοί. Τους σέβομαι και με σέβονται (φράση που αφιερώνω στην αγαπημένη μου χριστιανή Αθηναία γειτόνισσα, Έλενα). Διότι το κοινό μας πρόβλημα είναι ότι ζούμε σε μία κοινωνία ήδη διαιρεμένη σε έχοντες και μη έχοντες, για να πούμε το προφανές. Με βάση άρα το προφανές, η πλάνη της ομοιογένειας είναι πολύ πιο επικίνδυνη πολιτική παντιέρα από την πλάνη της πολυπολιτισμικότητας, όταν βεβαίως η πολυπολιτισμικότητα εγκαταλείπεται ως ιδεολογικό όπλο σε αυτούς που έχουν κάνει business την γνωστή κατάπτυστη παράδοση του «διαίρει και βασίλευε».