Η συζήτηση γύρω από την πολιτική ορθότητα δεν είναι μια εύκολη συζήτηση. Εδώ και καιρό ωστόσο βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο με πολλές αφορμές που δεν εξαντλούνται αποκλειστικά στο μικρόκοσμο της ελληνικής μας πραγματικότητας. Αρκεί δε να πέσει στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου ο συγκεκριμένος όρος για να ξεσηκωθεί ένα οπλοστάσιο επιχειρημάτων υπέρ και κατά, «ναι μεν αλλά», σε μια έννοια που έχει όσο λίγες λατρευτεί να δαιμονοποιείται.
Στην Αμερική του Trump, στη Γαλλία του Je suis Charlie, στη Βρετανία του Farage και στην Ελλάδα του Γιακουμάτου, της Ελληνοφρένειας και του Πιτσιρίκου, το τι διακυβεύεται σε αυτό που είθισται να ονομάζουμε “politically correct” δεν είναι πάντα ξεκάθαρο και σίγουρα ούτε και ταυτόσημο. Αντιθέτως, διαφέρει ουσιωδώς από το πλαίσιο στο οποίο κάθε φορά νοηματοδοτείται και οποιαδήποτε ευθεία αναγωγή θα ήταν μάλλον άτοπη και υπεραπλουστευμένη.
Παραμένει, ωστόσο, κοινός παρονομαστής ότι η όποια διαμάχη γύρω από τον πολιτικά ορθό λόγο είναι μια πολυτέλεια που αφορά στις κοινωνίες της Δύσης και είναι ευθέως ανάλογη με το βαθμό αφομοίωσης των ατομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, διαφορετικοί παράγοντες καθορίζουν την ένταση και την επίταση του φαινομένου στην Αμερική με τη δυναμική των κινημάτων, διαφορετικοί στη Γαλλία με το ιστορικό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και διαφορετικοί στην Ελλάδα που αντιμετωπίζει με εξαιρετική επιφύλαξη και τεταμένα πολιτικά αντανακλαστικά οποιαδήποτε απαγόρευση. Είτε πρόκειται για απονομιμοποίηση ναζιστικών κομμάτων είτε για φιλτραρισμένο δημόσιο λόγο, ο φόβος για οτιδήποτε παραπέμπει σε λογοκρισία χρησιμοποιείται κατά καιρούς ως συνειδησιακό άλλοθι σε μια χώρα που μέχρι και σήμερα κουβαλάει το βεβαρυμένο παρελθόν της Χούντας.
Όλα τα παραπάνω φυσικά ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι οι λέξεις δύνανται να ισοδυναμούν με πράξεις και να παράγουν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η παραδοχή ωστόσο αυτή, δε μπορεί παρά να είναι μια πρώτη μόνο ανάγνωση των πραγμάτων, αφού μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ειδικά στην Ελλάδα «ο βραχνάς της πολιτικής ορθότητας» μοιάζει μάλλον περισσότερο με αστικό μύθο παρά με καθεστώς βιωμένης καταπίεσης. Ένα πρόβλημα που φαντασιωνόμαστε να έχουμε ως κομμάτι του προοδευτικού κόσμου, παρά κάτι που πράγματι έχουμε. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί όλες εκείνες τις φορές που οι φορείς του δημόσιου λόγου, από πολιτικούς μέχρι δημοσιογράφους και αρχιερείς έχουν επιδοθεί σε ασύλληπτα παραληρήματα απροκάλυπτα ρατσιστικού, απόλυτα κακοποιητικού λόγου χωρίς να έχουν υποστεί όχι μόνο τις αντίστοιχες νομικές συνέπειες αλλά πολλές φορές ούτε καν τη δέουσα θεσμική ή ευρεία κοινωνική αποδοκιμασία.
Η διαπίστωση αυτή βέβαια δίνει την εντύπωση ότι το να είναι κανείς πολιτικά ορθός σημαίνει απλά το να μην είναι ρατσιστής (σεξιστής, ομοφοβικός κ.ο.κ) σε μια κλίμακα που μπορεί να καλύπτει όλο το φάσμα των διακρίσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, ο πολιτικά ορθός λόγος είναι ένα ζήτημα πολύ πιο σύνθετο που ακουμπά σε ιδιαίτερα φορτισμένες κοινωνικές πτυχές, σε θέματα που σχετίζονται άμεσα με τον πυρήνα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, γι αυτό και οι αντιδράσεις που πυροδοτεί (μπορεί να) είναι ανάλογου βεληνεκούς και έντασης.
Τι είναι ωστόσο αυτό που ενοχλεί τόσο όταν μιλάμε για το τι είναι πολιτικά ορθό; Υπάρχει πράγματι κάποιο όριο στην πολιτική ορθότητα, ένα «άλλο άκρο» που μέχρι εκείνο το σημείο μπορούμε να διαχειριστούμε το να είμαστε «λίγο» πολιτικά ορθοί; Ή στην υπέρβαση αυτού του ορίου βιώνουμε την πολιτική ορθότητα ως (αυτο)λογοκρισία που περιορίζει υπέρμετρα την ανεμπόδιστη κατά τα άλλα από κοινωνικές συμβάσεις έκφρασή μας;
Η κριτική που δέχεται η πολιτική ορθότητα, συνοψίζεται σε δύο βασικά επιχειρήματα:
- το πρώτο συνδέεται με την ελευθερία της έκφρασης και τους συνεπαγόμενους περιορισμούς που ο πολιτικά ορθός λόγος επιφέρει.
- το δεύτερο, εστιάζει στην κοινωνική υποκρισία εκείνων που αντιλαμβάνονται την πολιτική ορθότητα ως δήθεν εργαλείο παραγωγής ισότητας.
Το πρώτο επιχείρημα επιστρατεύεται συνήθως από τον ακροδεξιό ή ακόμα και τον ευρύτερα συντηρητικό πολιτικό χώρο, που στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης αναγνωρίει στους φορείς του το δικαίωμα στην ακώλυτη εκφορά ρατσιστικού, σεξιστικού, ομοφοβικού και γενικότερα κακοποιητικού προς τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες λόγου. Η διαστρεβλωμένη αυτή ανάγνωση του δικαιώματος υπαγορεύει ότι στις δημοκρατίες όλοι και όλες μπορούμε να λέμε τα πάντα παντού “με το όνομά τους”-ή πιο σωστά με το όνομα που ορίζουμε εμείς διαμορφωμένο στη βάση της προσωπικής μας εκτίμησης.
Δεν είναι, όμως, καθόλου έτσι.
Η ελευθερία στην έκφραση δεν ήταν ποτέ απόλυτη γιατί κάτι τέτοιο θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ίδια την κοινωνική συνοχή. Ακόμα και στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων ενσωματώνονται συμβάσεις κοινωνικής ευπρέπειας. Το εκάστοτε πλαίσιο είναι αυτό που επιτάσσει τι μπορεί να ειπωθεί και τι όχι. Άλλοι κανόνες ισχύουν για το ιδιωτικό και άλλοι για το δημόσιο. Η συζήτηση για την κατάφαση της πολιτικής ορθότητας αφορά σχεδόν αποκλειστικά στη δημόσια σφαίρα, γιατί εκεί ακριβώς εμφανίζεται πιο επιτακτική η ανάγκη ανάληψης ευθύνης για το δημόσιο λόγο και βρίσκουν κατ επέκταση πεδίο εφαρμογής οι όποιοι κατασταλτικοί μηχανισμοί.
Ακόμα κι έτσι όμως, η ευθύνη για το πόσο προσεκτικοί οφείλουμε να είμαστε στο τι λέμε δημόσια δεν είναι κάτι το απόλυτο, ούτε απαιτείται από τον καθένα και την καθεμία στον ίδιο βαθμό-αντιθέτως είναι ανάλογη της θέσης από την οποία ο λόγος εκπέμπεται. Άλλη έντασης βαρύτητα έχει ο λόγος (και άρα οι όποιες ευθύνες αποδοθούν γι αυτόν) σ’ έναν θεσμικό φορέα, άλλη σε ένα δημοσιογράφο εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας, άλλη σε έναν ιεράρχη που κηρύσσει μπροστά σε ποίμνιο χιλιάδων πιστών και άλλη σε πολίτη που τυχαίνει περιστασιακά ή καιροσκοπικά να αποκτήσει δημόσιο βήμα. Η κάθετη θέση ισχύος είναι που δημιουργεί την ανάγκη περιστολής και είναι πάντα ανάλογη των εξουσιαστικών σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους-και άρα και της αντίστοιχης ευθύνης.
Το επιχείρημα ωστόσο της ελευθερίας της έκφρασης για την απόρριψη της πολιτικής ορθότητας βρίσκει υποστηρικτές και στην αντίπερα πολιτικά όχθη, που εκκινώντας από εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές καταβολές, διεκδικεί την απελευθέρωση του λόγου από γλωσσικούς καλλωπισμούς και την απέκδυση του καθωσπρεπισμού που υποκρύπτεται στην πολιτική ορθότητα με κύριο αίτημα την εστίαση στο ουσιαστικό διακύβευμα, που δεν είναι άλλο από την επίτευξη της ισότητας για όλους και όλες στην πράξη και όχι (μόνο) στο λόγο. Με βάση αυτό το επιχείρημα, η πολιτική ορθότητα χρησιμοποιείται από το νεοφιλελευθερισμό και τη διανοουμενίστικη ελίτ ως ένα ωραίο χαλί κάτω από το οποίο φιμώνουμε την ελεύθερη κριτική και κρύβουμε την αποτυχία του δυτικού κόσμου να διαχειριστεί τις κοινωνικές ανισότητες και να εξασφαλίσει για όλα τα μέλη του τα εχέγγυα εκείνα που θα καθιστούσαν την πολιτική ορθότητα περιττή και παρωχημένη.
Η παραπάνω συλλογιστική αν και είναι σωστή στην ουσία των διεκδικήσεων, παρουσιάζει ένα δίλημμα που μοιάζει μάλλον ψευδεπίγραφο. Είναι προφανές ότι καμία ουσιαστική ισότητα δεν πρόκειται να επέλθει αποκλειστικά και μόνο υιοθετώντας κανόνες πολιτικής ορθότητας στις κοινωνικές συναναστροφές ή και καταργώντας ακόμα τη γλώσσα εκείνη που αντανακλά τις όποιες κοινωνικές αδικίες. Το επιχείρημα της αποδέσμευσης από οτιδήποτε μπορεί να προσδιορίζεται ως “politically correct” παραβλέπει κάτι θεμελιώδες: ότι η απόλυτη ελευθερία του λόγου θα προϋπέθετε ότι όλοι έχουν εξίσου το δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα άρα και την ίδια ελεύθερη πρόσβαση σ’αυτόν και φυσικά τα ίδια προνόμια σε μια κοινωνία (μη) εξουσιαστικών σχέσεων. Η όποια λογοκρισία, υπάρχει επειδή υπάρχει ανισότητα.
Παρόλα αυτά, το αίτημα για πολιτική ορθότητα, δεν είναι αίτημα απόδοσης προνομίων αλλά αίτημα ισόνομης διαχείρισης. Δεν είναι προνομιακή μεταχείριση που αποκτούν οι Αφροαμερικάνοι το να μην μπορεί κανείς να τους αποκαλέσει “niggers”. Αυτό που διεκδικεί το πολιτικά ορθό είναι να αφαιρέσει από τον δημόσιο λόγο τη νομιμοποίηση της εξύβρισης που συνδέεται με βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως φύλο, φυλή, ηλικία, αναπηρία, σεξουαλικό προσανατολισμό, εξωτερική εμφάνιση κ.ο.κ. Όσο κι αν θεωρούμε ότι η πολιτική ορθότητα μπορεί να είναι επεμβατική, περιοριστική, επιτηρητική και να διαλύει τις αποχρώσεις του λόγου, δεν είναι εδώ για να απονέμει προνόμια αλλά για να χορηγεί βασικές ελευθερίες. Το αντίθετο, βασίζεται στη ρητορική του δήθεν αντίστροφου ρατσισμού και δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτό το πλαίσιο.
Προφανώς και δε θα εξαλειφθεί ως δια μαγείας ο ρατσισμός αν οι Ρομά σταματήσουν να ταυτοποιούνται ως «γύφτοι», ούτε βέβαια αν δεν ξαναποκαλέσει κανείς τους παράτυπους μετανάστες «λαθρομετανάστες» θα βελτιωθεί αυτομάτως η ζωή τους στη χώρα υποδοχής. Αυτό όμως τι σημαίνει; Ότι είναι υποκριτικό να μιλάμε με όρους πολιτικής ορθότητας επειδή δεν την χρειαζόμαστε ως ανάχωμα στον λεκτικό κανιβαλισμό των άλλων και επομένως να την απορρίψουμε; Σημαίνει ότι για όσο δεν επιτυγχάνεται η ουσιαστική ισότητα μέσα στην κοινωνία οφείλουν οι πολιτικοί για να είναι συνεπείς με τις (άδικες) πράξεις τους και τους (άδικους) νόμους τους, ν’ απεμπολίσουν τους όποιους κανόνες επιβάλει το political correctness και να εδραιώσουν ακόμα περισσότερο τον αποκλεισμό των μειονοτήτων στο δημόσιο λόγο τους γιατί αυτό είναι τουλάχιστον «αυθεντικό»; Θα ‘ναι πιο αποτελεσματικό για τον αγώνα κατά των κοινωνικών ανισοτήτων;
Ακριβώς εκεί βρίσκει έρεισμα και η ρητορική του νυν Προέδρου των ΗΠΑ, Donald Trump που απορρίπτει μετά βδελυγμίας την πολιτική ορθότητα και στο όνομα της αντισυστημικότητας και του”δε φοβάμαι να πω τα πράγματα με το όνομά τους” κανονικοποιεί και νομιμοποιεί ένα συνονθύλευμα ρατσιστικού, σεξιστικού και χυδαίου πολιτικού λόγου. Δύσκολα ωστόσο θα υποστήριζε κανείς ότι ο Trump, αυτός ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας μέσα στην καρδιά του καπιταλισμού, είναι η ριζοσπαστικοποίηση που επιζητά ή πολύ περισσότερο είναι αυτό που θέλει να του έχει απομείνει όταν εξουδετερωθεί η μέγγενη της πολιτικής ορθότητας.
«Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε τον έλεγχο του ρατσισμού και του σεξισμού “political correctness”, δεν είναι θέμα πολιτικής ορθότητας το ότι δεν πρέπει κανείς να έχει το δικαίωμα να αρθρώσει τέτοια σλόγκαν.»- Νένη Πανουργιά
Σύμφωνα με τη Νένη Πανουργιά, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Columbia, ενός από τα πλέον φιλελεύθερα Αμερικάνικα Πανεπιστήμια , «η πολιτική ορθότητα γίνεται ως όρος αποδεκτή μόνο από εκείνους οι οποίοι δεν χρειάζονται την προστασία που προσφέρει ο έλεγχος των δομών αποκλεισμού και καταπίεσης. Ας σκεφτούμε τι συμπεριλαμβάνει ο όρος: δεν μπορεί να αποκαλέσει κανείς έναν μαύρο nigger, δεν μπορείς να οργανώσεις Ημέρα Ποίησης και να ανακοινώσεις δώδεκα άνδρες ποιητές και μία γυναίκα ποιήτρια. Δεν μπορείς να έχεις διοικητικό συμβούλιο που να μην έχει εκπροσώπους από όλες τις συνιστώσες. Δεν μπορεί μία επιτροπή που αποτελείται μόνο από άνδρες να εξετάσει την περίπτωση μιας γυναίκας. Αυτό που λέγεται δηλαδή political correctness είναι ο μηχανισμός ελέγχου αυτών των αποκλεισμών. Πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που συνετέλεσε στην εκλογή του Trump ήταν η νομιμοποίηση αυτών των πρακτικών αποκλεισμού σε λεκτικό επίπεδο. Κυκλοφορεί ένα βίντεο από προεκλογική συγκέντρωση του Trump κάπου στο Νότο (όχι όμως στο βαθύ Νότο) όπου οι συγκεντρωθέντες φωνάζουν το σλόγκαν “Kill the bitch, hang the nigger”. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε τον έλεγχο του ρατσισμού και του σεξισμού “political correctness”, δεν είναι θέμα πολιτικής ορθότητας το ότι δεν πρέπει κανείς να έχει το δικαίωμα να αρθρώσει τέτοια σλόγκαν.»
Άρα το πρόβλημα δεν εντοπίζεται προφανώς στο κατά πόσο η πολιτική ορθότητα δεν είναι ικανή από μόνη της να ανατρέψει την κοινωνική ανισότητα (και άρα ας την απορρίψουμε γιατί μας καταπιέζει) αλλά στο ότι «αυτός ο έλεγχος παρέμεινε στο επίπεδο αποκλειστικά του ελεγκτικού λόγου και δεν προχώρησε σε βαθιές τομές στο εκπαιδευτικό επίπεδο. Αλλά δεν θα μπορούσε αυτό να γίνει, γιατί την εκπαίδευση την έχουν στα χέρια τους οι πολιτείες. «Ως εκ τούτου, σε πολιτείες που είναι προοδευτικές εν γένει αυτό έχει περάσει στο εκπαιδευτικό σύστημα, δε θα βρεις δηλαδή παιδί στην Νέα Υόρκη που να μην έχει εκτεθεί σ’ αυτόν τον ελεγκτικό λόγο. Μεγάλο ρόλο διαδραματίζει επίσης και η οικογένεια. Όταν η οικογένεια λειτουργεί με απενοχοποιημένους πατριαρχικούς και ιεραρχικούς μοχλούς τότε τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη δυσκολία είτε στο να ενστερνιστούν είτε, ακόμη και στο να καταλάβουν τι διακυβεύεται ακριβώς. Στο Columbia, όπως καταλαβαίνεις, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει το οτιδήποτε που να μην μπορεί να ελεγχθεί είτε για σεξισμό είτε για ρατσισμό, είτε για ιεραρχισμό, είτε για οτιδήποτε. Όχι ότι δεν γίνεται-αλλά όταν γίνεται, γίνεται κατά παράβαση. Αυτοί δηλαδή που το κάνουν ξέρουν ότι παραβαίνουν κανόνες ισοτιμίας». (Ν.Π)
Ακόμα ωστόσο κι αν δεχτούμε ότι σε ένα βαθμό οι προσβολές που δεχόμαστε καθημερινά στην προσωπικότητα μας είναι περίπου αναπόφευκτες, αυτό δε συνεπάγεται ότι όσοι θίγονται από ένα ρατσιστικό ανέκδοτο ή ένα «ελαφρύ» σεξιστικό υπονοούμενο έχουν μειωμένα αποθέματα αυτοσαρκασμού ή έχουν απωλέσει την αίσθηση του χιούμορ την οποία έχει φροντίσει να τους τη στερήσει η υπερορθοδοξία της πολιτικής ορθότητας. Ούτε φυσικά είναι «υπερβολικά εύθικτοι» και κακομαθημένοι όσοι φοιτητές βρίσκουν καταφύγιο στα safe spaces των Πανεπιστημίων που τα παρέχουν και είναι έτσι ανίκανοι να βγουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής.
Η ρητορική για το πόσο έχουμε γίνει μη ανεκτικοί στην προσβολή και την απλαισίωτη κριτική, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο πατριαρχικό μοντέλο που υπαγορεύει πόσο δυνατοί ή μη τρωτοί οφείλουμε να είμαστε για να επιβιώσουμε σε μια κοινωνία βαθιάς ανισότητας και χρειάζεται πολλή προσοχή όταν επικαλούμαστε «ευθιξίες» που δε μας αφορούν και δεν έχει χρειαστεί ποτέ να μας απασχολήσουν. Το πού μπαίνει το όριο στην προσβολή δεν είναι ένα μέγεθος απόλυτο και εξαρτάται και πάλι από το πλαίσιο. Τη συγκυρία, το χρόνο, το χώρο και την ύπαρξη ή μη εξουσιαστικής σχέσης μέσα στην οποία η προσβολή αναπτύσσεται. Όποιος επιχειρήσει να θέσει αυτό το όριο εκ του ασφαλούς είναι σα να επιφυλάσσει για τον εαυτό του το ρόλο του θεματοφύλακα κοινών παραδεδεγμένων πεποιθήσεων και αξιών για το τι είναι αποδεκτό, τι μεμπτό και πότε επιτρέπεται κανείς να προσβάλλεται και πότε όχι.
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με αξιοσημείωτη ερευνητική δραστηριότητα στην ελευθερία της έκφρασης σημειώνει ότι «η προσπάθεια καλλωπισμού των λέξεων για μένα δεν έχει τόση σημασία. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει είναι η ιστορική ανάδειξη των αντιφάσεων μέσα στις έννοιες της οικουμενικότητας. Πώς μια έννοια όπως αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στη βάση της ενσωματώνει ταξικές, φυλετικές και άλλες αναφορές που σχετίζονται με διακρίσεις σε βάρος των ανθρώπων παρά την οικουμενικότητα στην οποία θεμελιώνονται. Φυσικά και οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες. Καθόλου ουδέτερες του έμφυλου χαρακτήρα τους και φυσικά διόλου τυχαίο το ότι λέμε παραδείγματος χάριν «όποιος» και όχι «όποια». Μια προσπάθεια άμβλυνσης αυτής της ιδιότητας του πολίτη είναι ευπρόσδεκτη. Το κρίσιμο είναι να ανταποκρίνεται στην κοινωνική χρηστικότητα και να υπάρχει ένα μέτρο που θα αποτρέψει την αυτοαναίρεση του ίδιου του σκοπού της επικοινωνίας.
Ας σκεφτούμε ότι ακόμη και το“Droits de l’homme” (Δικαιώματα του Ανθρώπου-στα Γαλλικά: Δικαιώματα του Άνδρα) πράγματι καταδεικνύει την ανισότητα των φύλων. Από την άλλη όμως εγώ θέλω να λέω ότι μέσα στα ανθρώπινα δικαιώματα υπάρχει μια παράδοση ανισότητας που σχετίζεται και με τον έμφυλο και με το φυλετικό και με τον ταξικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων.»
«Δεν είναι υπερβολή να πω για την Ελλάδα ότι “εθνικά είναι τα θέματα για τα οποία δεν πρέπει να υπάρχει άλλη άποψη.”», Δημήτρης Χριστόπουλος.
«Από κει και πέρα, στα φιλελεύθερα ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα η αυτολογοκρισία δε βιώνεται ως περιορισμός γιατί έχει ενσωματωθεί μέσα στο περιβάλλον του λόγου», συνεχίζει ο Δημήτρης Χριστόπουλος για να περάσει στη χώρα μας. «Στην Ελλάδα, η επιβολή της πολιτικής ορθότητας υπολείπεται παρασάγγας των αντίστοιχων μηχανισμών επιβολής στις ΗΠΑ ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα για ιστορικούς λόγους βιώνει μια ιδιότυπη δικιά της «ελευθερία του λόγου. Δεν έχουμε φτάσει εδώ ακόμα σε σημείο όπου η πολιτική ορθότητα περιορίζει, αλλά ισχύει μάλλον το αντίθετο. Εγώ νομίζω ότι αυτό που χαρακτηρίζει το δημόσιο λόγο στην Ελλάδα συνολικά είναι ότι δεν υπάρχει η εσωτερικευμένη αυτολογοκρισία. Με την εξαίρεση κάποιων ζητήμάτων – των λεγόμενων «εθνικών». Δεν είμαστε στο περιβάλλον της καταπίεσης με την εξαίρεση των θεμάτων που εξουσιαστικά ορίζονται ως «εθνικά.» Δεν είναι υπερβολή να πω ότι “εθνικά είναι τα θέματα για τα οποία δεν πρέπει να υπάρχει άλλη άποψη.”»
Πράγματι, στην περίπτωση της Ελλάδας παρουσιάζεται το παράδοξο (;) η πολιτική ορθότητα να απορρίπτεται με απόλυτη σφοδρότητα όταν αγγίζει θέματα αυτοπροσδιορισμού μειονοτήτων (πλην θρησκευτικών) αλλά να επιστρατεύεται με θέρμη όταν ανακύπτουν θέματα που αμφισβητούν τη συμπαγή μας εθνική ταυτότητα ή υπονοούν έστω και στο ελάχιστο τη θεωρητική της αποδόμηση.
Το οξύμωρο μάλιστα του πράγματος επιτείνεται από το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές, οι επιθέσεις, σε όποιον τολμήσει να αρθρώσει λόγο ετεροδοξίας από την κοινή εθνική γραμμή, εμφανίζονται συντεταγμένες από Δεξιά και από Αριστερά και η κατακραυγή στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ενιαία και καθολική. Μπορούμε με άλλα λόγια να ασκούμε παντός είδους κριτική στο Κράτος και στους πολίτες του, να το(υς) χλευάζουμε και να το(υς) υποτιμούμε, αρκεί να μην ειπωθεί η λέξη “Μακεδονία” για τη γείτονα χώρα, “εθνοκάθαρση” για τη γενοκτονία, “Τούρκοι” για τη μειονότητα της Θράκης κ.ο.κ. Πολιτική ορθότητα α λα καρτ δηλαδή με θεσμικές ευλογίες.
Το πρόβλημα εν τέλει με την πολιτική ορθότητα είναι ότι αποδίδουμε στο φαινόμενο αυτό διαστάσεις και του επιρρίπτουμε ευθύνες που δεν αντιστοιχούν. Ο πολιτικά ορθός λόγος δεν αναπληρώνει ούτε αντισταθμίζει την έλλειψη ουσιαστικής ισότητας. Είναι το αποτέλεσμα παραγωγής χρόνιων κοινωνικών ανισοτήτων και όχι η γεννεσιουργός αιτία. Δεν έχουμε ανάγκη την πολιτική ορθότητα ως έναν ακόμη φορμαλιστικό τύπο. Υπάρχει η ανάγκη να ενσωματωθεί το “ορθό” στις δομές της κοινωνίας ακόμα κι αν δε λέγεται “πολιτικά ορθό”. Μπορούμε να συζητάμε για πολύ καιρό ακόμα για το αν χρειαζόμαστε ή όχι την πολιτική ορθότητα σε μια ταξική κοινωνία αλλά εν τω μεταξύ, ας έχουμε υπόψη ότι προς το παρόν ο ελέφαντας εξακολουθεί να υπάρχει στο δωμάτιο.
Ενδεικτικές πηγές:
Η λογοκρισία στην Ελλάδα (Επιμέλεια:Π.Πετσίνη-Δ.Χριστόπουλος/Εκδόσεις Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2016)
“Όλα μπορούν να λεχθούν ή υπάρχουν εκείνα που δεν λέγονται” (Επιμέλεια:Δ.Χριστόπουλος/Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2015)