Την περιμέναμε αυτή την Κυριακή με ελαφρότητα και λίγη ανυπομονησία ως μια υπόσχεση φευγαλέας τουλάχιστον ευδαιμονίας. Θα ήταν τριήμερο. Θα ήταν ηλιόλουστη. Θα ήταν η 1η του Μάρτη που ο Αναγνωστάκης έλεγε ότι κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη. Κι έφτασε πιο ζοφερή απ’ όλες τις υπόλοιπες Κυριακές του χρόνου, ξυπνώντας το υπνωτισμένο τέρας του ναζισμού που βρυχήθηκε προκλητικά μες στα μούτρα μας. Παγώσαμε ρε παιδί μου. Πάει περίπατο και το τριήμερο, που να φτουρίσει να ξεπλύνει την αηδία που φώλιασε στα στομάχια μας;
Ήταν η μέρα που συλλαβίσαμε τη λέξη «ντροπή» περισσότερο κι απ’ τα ονόματα μας. Πως αλλιώς όμως;
Το βίντεο από τη Θερμή της Λέσβου με τους τραμπούκους που εμπόδιζαν ανθρώπους ταλαιπωρημένους, φοβισμένους και βρεγμένους να ακουμπήσουν στη στεριά, ρίχνοντας αναθέματα σε αυτούς που κινδύνευσαν επί ώρες στα κύματα, βρίζοντας ρατσιστικά και σεξιστικά προσφύγισσες, εκτοξεύοντας απειλές πιο δυνατά από τα κλάματα των μωρών, ήταν από τα πιο φρικιαστικά επεισόδια που έχουμε ζήσει.
Δυσκολεύομαι να κατανοήσω κάτω από ποιες νοητικές ή ψυχοσυναισθηματικές διεργασίες μπορεί κάποιος/α να φερθεί με τόσο βαναυσότητα σε ανθρώπους που δεν του έχουν φταίξει σε τίποτα, να μοιράζει ανερυθρίαστα κατάρες θανάτου σε απεγνωσμένα πρόσωπα και μετά να γυρίσει σπίτι του να φάει, να χαϊδέψει τα παιδιά του και να κάνει το σταυρό του πριν κοιμηθεί. Ευτυχώς δυσκολεύομαι.
Με όποιο τρόπο, όμως, κι αν καταφέρνει μια τόσο απεχθή συμπεριφορά, η περιγραφή της δεν αλλάζει. Είναι ξεκάθαρα φασιστική, χωρίς δικαιολογίες και στρογγυλέματα. Επίσης, είναι προπομπός μιας εξαιρετικά δυσοίωνης και δυστοπικής συνθήκης που υφαίνεται στις περιοχές γύρω από τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα της ελληνικής επικράτειας, όπου με συστηματικό τρόπο εκτρέφεται το μίσος.
Στη Λέσβο χθες ακροδεξιοί κάτοικοι ανέλαβαν τη βίαιη φύλαξη των συνόρων και την πειθάρχηση αυτών που αντιδρούν. Έστησαν μπλόκο εμποδίζοντας την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων προσφύγων στη Μόρια, ξυλοκόπησαν φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους που κατέγραφαν τα γεγονότα, οργάνωσαν περιπολίες για εξακρίβωση στοιχείων στην πόλη της Μυτιλήνης, απείλησαν εργαζόμενους σε ΜΚΟ και αλληλέγγυα άτομα, πυρπόλησαν τη δομή υποδοχής και προσωρινής διαμονής στη Συκαμνιά.
Τα έκαναν με τις ευλογίες αξιωματούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης, τοπικών πολιτευτών και με την ανοχή των αρχών που επέλεξαν να μη παρεμβαίνουν, ενώ συντελούνταν σωρεία έκνομων ενεργειών.
Αλλά δε γίνεται να μην αναρωτηθείς πως σ’ αυτό το νησί που το 2015 έγινε πύλη εισόδου για χιλιάδες ανθρώπους, που διεκδικούσε ένα Νόμπελ Ειρήνης, που εμβληματοποίησε την αλληλεγγύη στις φιγούρες των ψαράδων και των γιαγιάδων που τάιζαν τα προσφυγόπουλα, ξεχύθηκε τόσο ρατσιστικό δηλητήριο; Δε γίνεται αν αναζητάς απάντηση, να μη κοιτάξεις πάνω, στην ηγεσία της χώρας. Ήδη από το Φθινόπωρο, όταν ο αριθμός των εγκλωβισμένων στη Μόρια μεγάλωνε και η κυβέρνηση όξυνε την αντιμεταναστευτική πολιτική της, διαφαίνονταν ο κίνδυνος φασιστικοποίησης των νησιών. Προφανώς στην τοπική κοινωνία της Λέσβου υπήρχαν ακροδεξιά στοιχεία, τα οποία όμως ήταν περιορισμένα και σχετικά συγκρατημένα. Με τη μεθόδευση της μετατροπής των προσφύγων πρώτα σε μετανάστες κι έπειτα σε «εισβολείς», απελευθερώθηκαν και ανέλαβαν δράση.
Η κρατική διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος είναι σχεδιασμένη σαδιστικά και οδηγεί κατευθείαν σε γκρεμό. Αρχικά αρνήθηκαν επιδεικτικά να μετακινήσουν τον προσφυγικό πληθυσμό στην ενδοχώρα, να επισπεύσουν τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου και να διασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, διαμορφώνοντας μια αβίωτη κατάσταση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έπειτα συνέδεσαν εντελώς ανεύθυνα και χωρίς ίχνος αλήθειας, τον κορονοιό με τις προσφυγικές ροές, διοχετεύοντας υγειονομικό πανικό και στιγματίζοντας περαιτέρω μια άκρως ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Και τώρα, επί της ουσίας, κηρύσσουν πόλεμο στους πρόσφυγες. Όλα όσα συμβαίνουν στον Έβρο, όπου χιλιάδες άνθρωποι έχουν στριμωχτεί σε μια λωρίδα γης ραντισμένη με πολυεθνικά δακρυγόνα, η ανακοίνωση του Δ΄ Σώματος Στρατού για δοκιμή πραγματικών πυρών, καθώς και η ανεκδιήγητη απόφαση του ΚΥΣΕΑ παραπέμπουν σε πολεμική πρόβα. Η ίδια η ορολογία περί «εισβολής» και «ασύμμετρης απειλής» είναι πολεμική και οπλίζει την ελληνική ακροδεξιά. Αφενός, λοιπόν, με τις διατάξεις για αναστολή των αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα και επαναπροώθηση χωρίς καταγραφή των προσφύγων κουρελιάζει τις διεθνείς συνθήκες, αφετέρου βγάζει ξανά τους ναζί στο δρόμο και τους καθιστά ρυθμιστές του κακού. Αυτούς που το αντιφασιστικό κίνημα, ποτισμένο με το αίμα των θυμάτων της Χρυσής Αυγής, εξώθησε στις τρύπες της ανυποληψίας, τους βγάζει πάλι έξω για να χύσουν νέο αίμα. Και ξέρεις το αίμα διασχίζει όλα τα σύνορα. Δεν είναι ποτέ «ξένο».
Καμία πορεία δεν είναι μη αναστρέψιμη, ούτε νομοτελειακή όσο δεν αφηνόμαστε στη βαρβαρότητα. Χθες μου θύμισε μια φίλη τον Βίκτορ Φρανκλ, επιζώντα του Άουσβιτς. Στο βιβλίο του «Το νόημα της ζωής», υποστηρίζει ότι και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες ο άνθρωπος διατηρεί την ικανότητα του να αποφασίσει εάν θα μετατραπεί σε κτήνος ή θα παραμείνει άνθρωπος. Χθες κάποιοι επέλεξαν συνειδητά την αποκτήνωση. Να μη τους ακολουθήσουμε, να μη τους μοιάσουμε, να μη τους συνηθίσουμε.