Είναι άνοιξη, θεωρητικά πάντα για τα δεδομένα της Μεγάλης Βρετανίας, και μια βόλτα στο κανάλι που τρέχει πίσω από το σπίτι μου αποτελεί δελεαστική ιδέα για Σαββατιάτικο πρωινό αφού ως δια μαγείας δε βρέχει.
Φτηνή διασκέδαση, σκέφτομαι, και βαδίζω παρατηρώντας τις πάπιες, κάποια πλαστικά μπουκάλια που επιπλέουν στο νερό, τους ποδηλάτες που πάνε σφαίρα στο μονοπάτι κοιτώντας τους πεζούς σα να έχουν χολέρα. Χλευάζω από μεσα μου τους κάθιδρους joggers, κυρίως γιατί η ίδια αδυνατώ να τρέξω πάνω από εκατό μέτρα χωρίς να αισθανθώ ότι πεθαίνω και χαζεύω μια κυρία που γενναία μαζεύει κάτι ταλαίπωρα μούρα από ένα θάμνο στην άκρη του πλακόστρωτου.
Το πραγματικά ενδιαφέρον θέαμα στο κανάλι όμως αποτελούν τα πλωτά σπίτια, βάρκες μεταμορφωμένες σε μικρά διαμερίσματα που τα πανάκριβα ενοίκια της πόλης έχουν συμβάλλει στο να πολλαπλασιαστούν τα τελευταία χρόνια. Ξύλινα και περιποιημένα με εξαίρεση μερικες πλωτές τρώγλες, τα περισσότερα αγγλικά άλλα εισαγόμενα από το Άμστερνταμ, λουλούδια και μπουγάδες κρέμονται χαριτωμένα, μουσική και μπερδεμένες μυρωδιές από διαφορετικές κουζίνες. Οι ιδιοκτήτες απολαμβάνουν τον ήλιο ανταλλάσσοντας φιλικές κουβέντες και συνθηματικά βλέμματα.
Ξαφνικά σταμπάρω μια βάρκα που ξεχωρίζει. Εχει μια μεγάλη κόκκινη ομπρέλα και κούτες απλωμένες κατάφορτες βινύλια. Ρίχνω μερικά μπινελίκια σκεφτόμενη οτι τελικά πουθενά δεν είναι ασφαλής η τσέπη σου σε αυτή την πόλη και χώνομαι στο ψάξιμο.
Το Record Deck είναι ένα πλωτό δισκοπωλείο και ο ιδιοκτήτης του, ο Luke, ζει πάνω σε αυτό. Παράτησε τη δουλειά του πριν από μερικά χρόνια και ξοδεύει όλη την άνοιξη και το καλοκαίρι ταξιδεύοντας με τη βάρκα του και πουλώντας την πραμάτεια του σε διαφορετικές υδάτινες γειτονιές και φεστιβάλ σε όλη τη χώρα. Ειδικεύεται σε 60s και 70s αλλά υπάρχει και μια γερή δόση τζαζ στη συλλογή του που αποτελείται απο μεταχειρισμένους αλλά και ολοκαίνουριους δίσκους. Έχει αρκετό υλικό, επαρκές για να γεμίσει ένα μικρό δισκοπωλείο. Δεν έχει προλάβει όμως να τα βγάλει όλα έξω σήμερα γιατί από την ώρα που άνοιξε κουβεντιάζει με τους περαστικούς και δεν ήταν σίγουρος ότι θα είχε ήλιο. Λεεί πως όταν βρέχει χρησιμοποιεί την κουρτίνα του μπάνιου του για κάλυμμα.
Με ρωτάει αν ψάχνω κάτι συγκεκριμένο. Δεν μπαίνω στη διαδικασία να του εξηγήσω πως όταν άφησα το σπίτι μου πριν από μερικά λέπτα δεν περίμενα να πέσω πάνω σε μια πλωτή δισκοθήκη. Αναρωτιέμαι αν τη βγάζει οικονομικά και βολιδοσκοπώ αλλά διακριτικά, οπότε η συζήτηση πάει αλλού. Είναι η δεύτερη χρονιά που μοναδικό του εισόδημα αποτελεί το Record Deck οπότε κάτι θα πρεπεί να κάνει σωστά αφού συνεχίζει. Όσο είμαι εκεί σταματούν διάφοροι φίλοι του και γνωστοί καθώς και μερικοί πελάτες. Κάποιοι λένε πως θα αποφύγουν ακόμα και να κοιτάξουν τις στοίβες έτσι ώστε να κρατήσουν τα λεφτά τους για το επικείμενο Record Store Day. Δεν με διατρέχει παρόμοια εγκράτεια, αφού πιστεύω πως κάθε μέρα είναι και πρεπεί να είναι Record Store Day. Από κάπου ακούγεται μια γνώριμη μελωδία. Θυμάμαι τη σκηνή από το Simple Men του Hal Hartley και αναρωτιέμαι αν από στιγμή σε στιγμή θα αρχίσουμε να χορευουμε αφού πράγματι παίζει το «Kool Thing» των Sonic Youth.
Αδειάζω τις τσέπες μου για να δω τι έχω και δεν έχω. Κλειδιά, κέρματα χάλκινα μόνο και ένα κραγιόν. Σκατά. Βάζω στην άκρη δυο επτάιντσα, μια συλλογή και ένα άλμπουμ που έχω ήδη αλλά είναι τόσο χιλιοπαιγμένο που χρειάζεται να αγοράστει ξανά και παρακαλώ τον καλό Luke να τα κρατήσει μέχρι να πάω σπίτι για χρήμα και να επιστρέψω. Τελικά αποδεικνύεται πως μπορώ να επιδοθώ στο τρέξιμο αν υπάρχει ανάγκη. Ποιος γελάει τώρα;