Κανένα μέρος που δε φαντάζει ιδανικό για πρώτο ραντεβού, δεν έχει καμιά ελπίδα να καταχωρηθεί στα αγαπημένα μου. Η μοναδική φορά που έχω την ανάγκη να γίνω μέρος μιας πολυκοσμίας είναι επειδή έχω κανονίσει να βρεθώ με εκείνον που δε βάζω ακόμη το χέρι μου στη φωτιά για το αν είναι ή όχι μια μετενσάρκωση του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Κάτι που συμβαίνει σπάνια, δηλαδή ποτέ. Γι’ αυτό σχεδόν ποτέ δεν προτιμώ να απολαμβάνω τον καφέ-ποτό μου σε μια «πιάτσα», σε αυτό το οικοδομικό τετράγωνο δηλαδή που ξεκινά με τέσσερα μαγαζιά σε κάθε γωνία του και καταλήγει να είναι σαν έκθεση επίπλου αφιερωμένη στις φετινές τάσεις τραπεζοκαθίσματος.
Αυτού του είδους οι πιάτσες δεν αποτελούν σήμα κατατεθέν μιας συγκεκριμένης περιοχής, μπορεί να πέσεις πάνω τους στο ιστορικό κέντρο και στο λιμάνι, τόσο στα εκλεπτυσμένα προάστια όσο και στις λαϊκές γειτονιές. Όπου όμως και αν βρίσκονται, με απωθούν γιατί η ακατανόητη μουσική της μίας καφετέριας μιξάρεται με τους πιο μέινστριμ ήχους της διπλανής, μια δύσκολη κατάσταση μετεωρισμού ανάμεσα στη Σκύλλα του πολιτισμικού σοκ και τη Χάρυβδη μιας αναίτιας ηχορύπανσης. Γιατί η κάθε πιάτσα αυτού του είδους έχει τα δικά της «πρέπει»: στην πλατεία Μέμου στον Κορυδαλλό πρέπει να καταναλώσεις φραπέ με εβαπορέ, στην πλατεία Αγίας Ειρήνης διπλό εσπρεσάκι από εκλεκτούς κόκκους που έχουν συλλέξει αιθέριες υπάρξεις με πλεγμένα σαλαμάστρα τα μαλλιά τους (προτιμητέα σε κάποιο παραπόταμο του Αμαζονίου) καθώς και τη σαλάτα κινόα που προτείνει ο σεφ (ο ποιος; για καφέ ήρθαμε ρε παιδιά), στην Σκουφά οφείλεις να κυκλοφορείς με τσάντα περασμένη στον αγκώνα καθώς φέτος (δηλαδή κάθε χρόνο) φοριέται η τενοντίτιδα, σε ακτίνα 500 μέτρων από το Τ.Ε.Ι Αθήνας ενδείκνυται να φοράς σαλβάρι και να έχεις γαλόνια από τοπικό πρωτάθλημα tichu.
Γιατί τουλάχιστον μια φορά έχεις κάνει τη γκάφα να δώσεις με άνεση την παραγγελία σου στον σερβιτόρο -που τελικά μωρέ εξυπηρετεί τους πελάτες της άλλης ταμπέλας- καταλήγοντας να ανταλλάξετε μαγκωμένα χαμόγελα. Γιατί αυτές είναι τοποθεσίες ιδανικές για χάζι, συνεπώς αν δεν είσαι μέλος τους νιώθεις πάνω σου το άγρυπνο βλέμμα μιας υπαίθριας κριτικής επιτροπής. Γιατί ενώ στέκεσαι όρθιος περιμένοντας για μια θέση κάτω από μια συγκεκριμένη τέντα, καταλήγεις να κάθεσαι σε τραπέζι του διπλανού μαγαζιού που ως εκ θαύματος άδειασε έχοντας προδώσει την αρχική σου επιλογή. Γιατί συχνά το να μετακινήσεις την καρέκλα σου λίγα εκατοστά πιο πέρα προκειμένου να βολευτείς είναι μια διαδικασία όμοια με άθλο. Γιατί όπως έχει αποδείξει η αστική ιστορία ποτέ δεν θα γίνουν στέκι σου αυτά τα μέρη, δεν θα πετύχεις τραγούδια στο ραδιόφωνο γραμμένα για αυτά, δεν θα τα δεις να μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Γιατί μετά από χρόνια έχεις να αντιμετωπίσεις το έκπληκτο ύφος εκείνου που στην παρέα θα ξεστομίσει το «καλά, σοβαρά πήγαινες για καφέ στο Γκάζι;» παρότι το κοινό σας μυστικό είναι πως τα βλέμματα σας συναντήθηκαν κάποια στιγμή εκεί την ώρα που το καλαμάκι σας προσπαθούσε να ρουφήξει μέχρι και τον πάτο από το ποτήρι.