Ντιν ντον! Επόμενη στάση Αμπελόκηποι. Συμβαίνει συνήθως όταν κάθεσαι. Αλλά και όταν είσαι όρθιος και τυγχάνεις μετρίου αναστήματος, όπως η γράφουσα. Υπάρχουν δύο ενδείξεις-κλειδιά για να καταλάβεις αν ο συνεπιβάτης σου επιχειρεί να πάρει μια ιδέα από το οποιοδήποτε έγγραφο κρατάς στα χέρια σου. Η πρώτη, που αφορά την καθιστή στάση, είναι το τέντωμα του κορμού και η μετακίνηση των ματιών στο πλαγιότερο σημείο τους. Ο συνειδητοποιημένος λαθραναγνώστης εντοπίζει συνήθως το θύμα του από νωρίς, από τον ορθογώνιο χάρτινο όγκο που διαγράφεται μέσα από την τσάντα του (αν έχει σακίδιο, τότε αποτελεί για εκείνον μια ευχάριστη έκπληξη). Στη συνέχεια το βλέμμα προσανατολίζεται τυχαία σε όποια γραμμή μπορεί να αδράξει φευγαλέα. Ο σελιδοδείκτης, αν υπάρχει, είναι bonus, ειδικά αν είναι αγορασμένος από κάποιο μουσείο και απεικονίζει κάποιο πίνακα ή το πρόσωπο του συγγραφέα. Η ύπαρξη τίτλου στο πάνω μέρος της σελίδας ή η έναρξη ενός νέου κεφαλαίου διευκολύνει τα πράγματα στο κεφάλι του λαθραναγνώστη, διαφορετικά μένει με την περιέργεια μιας ασύνδετης φράσης που ίπταται σαν διαστημόπλοιο στο μυαλό του χωρίς σημείο αναφοράς.
Μιλάμε πάντα για τους συνειδητοποιημένους λαθραναγνώστες- εκείνοι που απλώς ρίχνουν ράθυμα το βλέμμα τους στο βιβλίο ελλείψει άλλου θεάματος και το αποστρέφουν στο επόμενο λεπτό δεν έχουν θέση σε αυτή την κατηγορία- ίσα ίσα που μάλλον αδικούν αυτούς για τους οποίους η λαθρανάγνωση ισούται με μια συστηματοποιημένη ένοχη ηδονή. Στην όρθια στάση τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα – ο κόσμος ανακατεύεται σε κάθε στάση και είναι δυσκολότερο να διατηρήσει η ανάγνωση μια ροή, αν κι αυτό δεν αποτρέπει τον αποφασισμένο βιβλιόφιλο από το να κλίνει ελαφρώς προς το μέρος σου (η δεύτερη ένδειξη), κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τις σημειώσεις στο περιθώριο των Αδερφών Καραμαζώφ, τα τραπεζικά έγγραφα ή τα διαγράμματα της φυσικής στο διάφανο φάκελό σου.
Κι εκνευρίζεσαι. Γιατί ποιος είναι αυτός ο άγνωστος, που με τόσο απερίσκεπτη ελαφράδα ήρθε για να αρπάξει λίγο από το συναίσθημα, το δέσιμο και την αγωνία που προσφέρει σε εσένα η φράση που διαβάζεις; Που να ξέρει εκείνος ότι το προηγούμενο βράδυ τέντωνες με πείσμα τα μάτια σου για να φτάσεις στο σημείο που αποκαλύπτεται αν ο Σκοτ εξαπάτησε την Τέρρυ, αν ο ντετέκτιβ ήταν διεφθαρμένος ή αν ο δολοφόνος ήταν ο γιατρός; Ε λοιπόν ήταν! Και όχι μόνο το μαθαίνεις στην ψυχράδα ενός αστικού συρμού που δε σου επιτρέπει κινητικές εξάρσεις (όπως το να πεταχτείς όρθιος φωνάζοντας «Πωω τι έγινε!»), αλλά πρέπει να το μοιραστείς με τον ανίδεο συνεπιβάτη, που δεν ξέρει, δεν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά σημαίνει η φράση «Εγώ τον σκότωσα» ή «Σε εγκαταλείπω γιατί αγαπώ την Τερέζ».
Και λαμβάνεις τα μέτρα σου. Φέρνεις το βιβλίο πιο κοντά στα μάτια σου, προσποιούμενος ότι σου είναι φυσικό να διαβάζεις στα 10 εκατοστά, ή γυρνάς αιφνιδιαστικά προς τη μεριά του άλλου, αναγκάζοντάς τον να κάνει ότι κοιτούσε το τζάμι/τη θέα (!)/ τον απέναντι. Αν είναι επίμονος, καταλήγετε και οι δύο σε άβολη στάση- και φυσικά η συγκέντρωσή σου έχει χαθεί σαν περαστικό ταξί όταν πιάνει καταρρακτώδης βροχή.
Η περίπτωση του κινητού δεν αφορά το παρόν κείμενο- εμπίπτει στην κατηγορία της καθαρής αγένειας που καμία σχέση δεν έχει με την υψηλή απόλαυση της αναγνωστικής μέθεξης, ακόμα και όταν αυτή γίνεται αποσπασματικά και διαρκεί στιγμιαία. Λίγος Κέρουακ on the go, ένας Τζο Νέσμπο στο πόδι. Ξέρουν οι λαθραναγνώστες. Και αν η γράφουσα έχει τόσο εντρυφήσει στην ψυχολογία του λαθραναγνώστη είναι γιατί, παρότι γνωρίζει την ενοχλητικότητα του ατοπήματος, παρότι εκνευρίζεται όταν πέφτει θύμα του, ενίοτε (δηλαδή συχνά) υποκύπτει και η ίδια σε αυτή την ένοχη, κρυφή απόλαυση.