Περπατάς κανένα τέταρτο γιατί δεν περνάει έξω από το σπίτι σου. Περιμένεις στη στάση, γιατί τις περισσότερες φορές δεν έρχεται στην ώρα του (αν τελικά έρθει) το δρομολόγιο. Μπαίνεις μέσα και παστώνεσαι σαν τη σαρδέλα. Ο οδηγός – που έχει κατά πάσα πιθανότητα «χωθεί» στην εταιρεία με ρουσφέτι – φρενάρει λες και μεταφέρει πρόβατα και γελάδια. Κάνεις κανένα δεκάλεπτο να προχωρήσεις δύο χιλιόμετρα, γιατί η λεωφορειολωρίδα είναι γεμάτη από Ελληναράδες εξυπνάκηδες που γράφουν το νόμο εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Το λεωφορείο το θέλουμε να είναι «βρετανικό» στο ωράριο, «γερμανικό» σε αξιοπιστία, «γαλλικό» σε στιλ. Όμως το εισιτήριο το θέλουμε ελληνικό. Προαιρετικό.
Αυτή είναι η πραγματικότητα για όποιον χρησιμοποιεί λεωφορεία και τρόλεϊ στην αθηναϊκή ζούγκλα. Βέβαια, μόλις ήρθε το μετρό – που περιέργως δεν έχει ακόμα προσαρμοστεί στην «ελληνική πραγματικότητα» – πάθαμε πλάκα, γιατί είναι καθαρό, «στην ώρα του» και λειτουργεί «ρολόι». Είναι, ρε αδερφέ, «ευρωπαϊκό».
Ο Έλληνας ξέρει να ζητάει Ευρώπη εκεί που είναι να πάρει. Αλλά όταν είναι να δώσει, Παναγιά μου σώνε! Μία τέτοια περίπτωση είναι και το μέσο μαζικής μεταφοράς. Το θέλουμε να είναι «βρετανικό» στο ωράριο, «γερμανικό» σε αξιοπιστία, «γαλλικό» σε στιλ.
Όμως το εισιτήριο το θέλουμε ελληνικό. Προαιρετικό. Πληρωτέο κατά το δοκούν.
Με εκνευρίζει αφάνταστα που κάποιοι δεν πληρώνουν το εισιτήριο, γιατί «έτσι γουστάρουν». Μάλιστα, επικαλούνται την παγκόσμια οικονομική κρίση – είναι ικανοί να σου αναλύσουν φούσκες της αγοράς ακινήτων, την πτώση του δείκτη Nikkei στην Ιαπωνία και την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας – για να σου αποδείξουν ότι «ρε φίλε, δεν έχω να το πληρώσω».
Ξεκαθαρίζω κάτι, για να σας προλάβω να μην παρεξηγηθούμε. Υπάρχουν άνθρωποι που πλέον δεν μπορούν να πληρώσουν το εισιτήριο. Το ξέρω, βλέπω καθημερινά γύρω μου ευπαθείς οικονομικά ομάδες, όπως τους άνεργους, που θα πρέπει να χρησιμοποιούν τα μέσα δωρεάν.
Είμαστε ανατολίτες στη σχέση μας με το κράτος. Κάθε τι δημόσιο, το αντιλαμβανόμαστε ως «αέναο» τσιφλίκι μας.
Όμως αυτές οι ομάδες δεν είναι ο κανόνας. Γιατί και πριν την οικονομική κρίση, δεν το βάζαμε το χέρι στην τσέπη για να πληρώσουμε το εξευτελιστικής αξίας εισιτήριο. Το αίτιο αυτής της οιονεί «οθωμανικής» συμπεριφοράς είναι η σχέση του Έλληνα με κάθε τι δημόσιο, το οποίο αντιλαμβάνεται ως «αέναο» τσιφλίκι του που μπορεί να το χρησιμοποιεί τζάμπα, να το σπάει, να το ζωγραφίζει, να απλώνει τα πόδια πάνω του. Του βάζει φωτιά και το καίει, αν θέλει. Είμαστε ανατολίτες στη σχέση μας με το κράτος. Σαν ένα μίζερο ανδρόγυνο, κατηγορούμε το «τέρας» της εξουσίας – κι αυτό εμάς – για τη δυστυχία στην οποία έχουμε αμφότεροι περιέλθει.
Τι γίνεται όμως στη μεγάλη μας «ευρωπαϊκή οικογένεια», στην οποία προστρέχουμε όταν φτάνουμε στο χείλος της καταστροφής, κατηγορώντας την ταυτόχρονα για την ένδειά μας; Το εισιτήριο στις «Ευρώπες» που συχνά επικαλούμαστε κοστίζει τουλάχιστον 2,70 ευρώ, ενώ αν κάνεις μεγαλύτερη διαδρομή – και καλύψεις τις περισσότερες από τις λεγόμενες «ζώνες» – τότε η ταρίφα ανεβαίνει πάνω από τα τρία ευρώ. Ας μην μιλήσουμε για τη Μεγάλη Βρετανία, όπου το εισιτήριο «ξεκινάει» από τις πέντε λίρες. «Ναι αλλά τα μεροκάματα εκεί είναι άλλα. Και τα μέσα μεταφοράς λειτουργούν άψογα». Έτοιμη η δικαιολογία. Και εκεί είναι το θέμα: για να λειτουργούν «ευρωπαϊκά» και να έρχονται στην ώρα τους, πρέπει πρώτα να τα πληρώσεις. Αλλιώς δεν έχεις δικαίωμα να απαιτείς υπηρεσία, πόσο μάλλον να απαιτείς παροχές ποιότητας. Τίποτα στη ζωή δεν είναι τζάμπα.
Το «δεν μπορώ να πληρώσω το εισιτήριο για μία διαδρομή» θα φαινόταν πιστευτό, αν πράγματι δεν ακουγόταν γελοίο το «δεν μπορούμε να πληρώσουμε το ένα ευρώ» την δεκαετία των παχιών αγελάδων, εκείνη του 2000. Θα φαινόταν πιστευτό, αν ο τύπος που επικαλείται την οικονομική δυσπραγία δεν έβγαζε από την τσέπη κινητό αξίας 700 ευρώ, ή η κυρία που ζητάει την κατανόηση του ελεγκτή δεν κρατούσε πέντε-έξι τσάντες με ρούχα.
Η οικονομική κρίση έδωσε σε κάποιους μία καλή δικαιολογία για να συνεχίζουν να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια μία υπηρεσία που καθημερινά χρησιμοποιούν. Γιατί απλώς δεν υπάρχει ένας ελεγκτικός μηχανισμός να τους κόψει το βήχα και να τους δείξει ότι το σύστημα «όπως παλιά» του «κάνω ό,τι μου αρέσει» χάρη στην ανομία γύρω από το δημόσιο ανήκει στο παρελθόν.
Κάπως έτσι, η νεοελληνική νοοτροπία οδήγησε – όχι στα χρόνια της κρίσης, αλλά την τελευταία 20ετία – τις δημόσιες συγκοινωνίες σε μαύρο χάλι, με τα ελλείμματα να διογκώνονται και να είναι θαύμα που το εισιτήριο θα κοστίζει από τη νέα χρονιά μόλις 1,40. Γιατί, είπαμε, στην Ευρώπη που, όπως και να το κάνεις, δεν βρίσκεται στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία εμείς έχουμε περιέλθει, κατάλαβαν νωρίτερα ότι, για να μην καταρρεύσει μία υπηρεσία, πρέπει να πληρώνεται, ακόμη και αν είναι δημόσια.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο τα εισιτήρια. Τα ίδια κάναμε μια ζωή με τις αποδείξεις. Δεν σου έκοβαν απόδειξη και «κέρδιζες» 20% στην τιμή. Η αντιστροφή της λογικής στο φόρτε της. Ο Έλληνας δυσκολεύεται να καταλάβει ότι το ΦΠΑ το πληρώνει για τον εαυτό του, όχι για το κράτος. Ότι το εισιτήριο στα μέσα μεταφοράς θα του προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες. Όλη αυτή η νοοτροπία, φυσικά, έχει περάσει και στους θεσμούς, καθώς και εκεί επικρατεί – «από τα μέσα» – η νοοτροπία της ανομίας και του τσιφλικά.
Το ότι, εκτός από τους καθόλα δικαιολογημενους «μη έχοντες», δεν πληρώνουν και οι «έχοντες», θα αποδειχθεί όταν εισαχθεί -ελπίζουμε εμείς οι ρομαντικοί του φιλελευθερισμού- το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Τότε όλοι οι «επαναστάτες χωρίς αιτία» θα ψάξουν στην τσέπη τους και -μαντέψτε- θα το βρουν, ανάμεσα στα ψιλά τους, το αντίτιμο του εισιτηρίου. Θα βρίσουν το κράτος, την Ευρώπη, την τεχνολογία, την άτιμη την κοινωνία. Αλλά θα το πληρώσουν. Γιατί και ο Έλληνας, θεός μέσα στον μικρόκοσμό του, φοβέρα θέλει…