Διάβασα πριν λίγες μέρες ένα ωραίο στο Facebook. «Το Fleabag», έλεγε το χρωματιστό στάτους -το πόσο μου τη δίνουν τα χρωματιστά στάτους δε λέγεται – «είναι η αγαπημένη σειρά όσων βλέποντας τηλεόραση νομίζουν ότι κάνουν κάτι σημαντικό». Ενδιαφέρον το δεύτερο σκέλος, το κρατάμε, αλλα άδικο για τη βρετανική σειρά του BBC – την καλύτερη κωμωδία των τελευταίων χρόνων που ανέδειξε μια νέα δημιουργό ήδη καυτή και περιζήτητη. Όσο καυτή και περιζήτητη μπορεί να είναι κάποια που μέσα σε μια τριετία έχει υπογράψει επίσης το διασκεδαστικό κατασκοπικό hit Killing Eve, έχει χαρίσει τη φωνή της στο Solo (από τη σειρά των Star Wars), και στρατολογήθηκε για να συνεισφέρει στο σενάριο του επόμενου Τζέιμς Μποντ.
Η Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ αρχικά συνέλαβε το Fleabag ως θεατρικό, ήταν όμως η τηλεοπτική του μεταφορά το 2016 που την έβαλε στη ζωή και το σαλόνι μας. Μας σύστησε την ομώνυμη ηρωίδα με το περίεργα αλληγορικό όνομα (μια ελεύθερη απόδοση του “fleabag” στα ελληνικά θα μπορούσε να είναι «ψυριάρα») και την υποδύθηκε με τέτοια πειστικότητα που είναι αδύνατον να αποφασίσεις αν έχει κάνει καλύτερη δουλειά μπροστά ή πίσω από τις κάμερες. Ο χαρακτήρας της Fleabag είναι δουλεμένος, πολύπλοκος, διασκεδαστικός, ευάλωτος. Δηλαδή, μοιραία, απόλυτα και κατηγορηματικά ερωτεύσιμος.
Η Fleabag είναι η πρώτη ηρωίδα της Peak TV που διεκδικεί το δικαίωμα μιας γυναίκας στην καφρίλα. Με τον ίδιο τρόπο που οι άνδρες είναι για δεκαετίες κάφροι σε μικρή και μεγάλη οθόνη. Κι αυτό όχι μόνο τους συγχωρείται, αλλά είναι «γοητευτικό», αφού μας υπενθυμίζει ότι ειναι (είμαστε) «για πάντα παιδιά» κι ενίοτε, πάντα με την καλή έννοια, «κωλόπαιδα».
Ας πούμε, η Fleabag είναι αναπολογητικά manizer. Στον πρώτο κύκλο την βλέπουμε να μένει σε μια σχετικά θλιβερή σχέση απλά και μόνο για να έχει κάποιον να κοιμάται μαζί, κάποια στιγμή τελικά τον ξεφορτώνεται (αφήνοντας τον να νομίζει ότι εκείνος το αποφάσισε, όπως κάνουν δηλαδή όλοι οι χειριστικοί masters). Στη συνέχεια, όχι ότι ποτέ βγήκε εκτός παιχνιδιού, αφήνει το σεξ να λειτουργεί ως κάτι μεταξύ καταφυγίου και τρόπαιου, σχεδόν ποτέ δεν είναι αποτέλεσμα δεύτερης σκέψης. Αυνανίζεται βλέποντας ομιλίες του Μπαράκ Ομπάμα, κοκορεύεται για τα number 2 κατορθώματά της στην τουαλέτα σε ατόφιο frat mode, μπλέκει συνεχώς σε προβλήματα επειδή «έχει πάντα ένα μικρό σόου στο τσεπάκι της». Η τελευταία ατάκα ανήκει στην ακόμα περισσότερο χειριστική soon-to-be μητριά (και παράλλξλα νονά) της που υποδύεται σε ένα ρεσιτάλ β’ ρόλου η οσκαρική και λανθιμική Ολίβια Κόουλμαν. Η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί τον παραιτημένο μπαμπά της, έναν χήρο που έχει επιλέξει να είναι άβουλος απέναντι σε τρεις δύσκολες γυναίκες: τη μέλλουσα σύζυγό του, την Fleabag και την ανασφαλή/νευρωτική/εσωστρεφή αδερφή της Κλερ.
Η Fleabag μοιάζει με οδοστρωτήρα. Αλλά, δεν είναι. Η ζωή της έχει σημαδευτεί από δύο απώλειες. Της μητέρας της και της καλύτερης φίλης της (και συνεταίρου σε ένα κόζι λονδρέζικο καφέ) – ειδικά, ο δεύτερος θάνατος έρχεται με έναν τρόπο που δεν μπορεί να ξεπεραστεί και τη χαράζει εφ’ όρου ζωής. Ενώ είναι εκείνη που «στ’ αλήθεια ξέρει να αγαπά», όπως της λέει σε μια σπάνια εξομολογητική στιγμή ο πατέρας της, συμπεριφέρεται σαν ένα συναισθηματικά καμμένο χαρτί, μόνιμα σε αυτοκαταστροφική άμυνα. Μέχρι φυσικά να ερωτευτεί. Για τηλεόραση μιλάμε, άλλωστε. Όμως, επειδή δεν μιλάμε για οποιαδήποτε τηλεόραση, αλλά για το Fleabag, το αντικείμενο του πόθου δεν είναι κάτι λιγότερο προβληματικό από έναν άνθρωπο του κλήρου – ο “sexy priest” στην αργκό των fans της σειράς. Το ξεδίπλωμα της ιδιόρρυθμης (μη) σχέσης τους στον δεύτερο κύκλο είναι μια σπουδαία αφηγηματική στιγμή της μοντέρνας τηλεόρασης. Ξεκαρδιστικό, απρόοπτο, συγκινητικό, ειλικρινές και σκληρό.
Είναι εκεί άλλωστε που σπάει «το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου» που κάνει η Fleabag σε όλη τη σειρά, όταν -αδιαφορώντας για την τηλεοπτική σύμβαση- κοιτάζει την κάμερα και μας λέει αυτά που σκέφτεται. Κάπως σαν τον Κέβιν Σπέισι/ Φρανκ Άντεργουντ στο House of Cards. Μόνο που εδώ έχουμε τη meta εκδοχή αυτής της τεχνικής αφού ο “sexy priest” το αντιλαμβάνεται και της ζητάει συνεχώς εξηγήσεις που δεν ανοίγεται σε εκείνον αλλά σε μας τους τηλεθεατές.
Εναπροσδιορίζοντας σε ποπ πλαίσιο τη γυναικεία ταυτότητα μέχρι εκεί που δεν τόλμησε να φτάσει η Λένα Ντάνααμ με το Girls, η Φοίβη Γουόλερ-Μπριτζ έδωσε το πιο σαρωτικό one woman show της δεκαετίας. Σε δύο μικρές σεζόν των έξι ημίωρων επεισοδίων με ένα γλυκόπικρο φινάλε, τόσο σφιχτό που δεν ξέρουμε αν θέλουμε να τηρήσει την υπόσχεσή της. Να αφήσει την Fleabag στην ησυχία της και να μη γράψει άλλη σεζόν…
Στο πρώτο επεισόδιο, πρώην παραπολυκολλητοί στα mid 30s (ο ένας οικογένεια-παιδί-λίγο bbq-πολύ βαρεμάρα, ο άλλος γκόμενες-high life-μοναξιά κι ανασφάλεια) ξαναβρίσκουν την ανεμελιά στο VR περιβάλλον του video game Striking Vipers που έπαιζαν μικρότεροι. Αυτό σημαίνει ότι, στην εικονική πραγματικότητα του παιχνιδιού, τα δύο avatars τους (αγόρι και κορίτσι αν έχει σημασία) συναντιούνται όχι για να πλακωθούν σε διαφορετικά εξωτικά σκηνικά, αλλά για να κάνουν σεξ. Κάτι που φέρνει αμηχανία, κολοσσιαίο mindfuck και καταλήγει σε εμμονή. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από μια τυπικά φανταστική Black Mirror ιδέα – σεξουαλική ρευστότητα, tech queerness και, κυρίως, η μεγαλύτερη επιτυχία κάθε καλού επεισοδίου: το ερώτημα «εγώ τι θα έκανα;».
Στο δεύτερο επεισόδιο, το θέμα υπαρκτό μα κάπως τετριμμένο. Ο εθισμός μας στα σόσιαλ μίντια, με ότι αυτό συνεπάγεται π.χ. την υπερεθνική οριζόντια συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια τους, μην ξεχνάμε ότι είμαστε στην εβδομάδα που το Facebook (only 2nd to Γιάνης) ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να παρακάμψει τις τράπεζες λανσάροντας το κρυπτονόμισμα Libra. Το Black Mirror έχει ξανακολυμπήσει σε αυτά τα νερά με μεγαλύτερη επιτυχία, ας πούμε στο 3×01 “Nosedive”. Αν κάτι είναι αξιομνημόνευτο εδώ, πρόκειται για τη νευρική ερμηνεία του Άντριου Σκοτ (μην ψάχνετε, ο “sexy priest” του Fleabag) που κρατάει την ένταση ψηλά σε ένα μάλλον αδικαιολόγητα μεγάλο επεισόδιο (70 λεπτά)
Στο τρίτο επεισόδιο, το Black Mirror πιστό στην πρακτική του να φτιάχνει παραλλαγές κινηματογραφικών ειδών στο δικό του περιβάλλον, καταπιάνεται με την teen κωμωδία. Έφηβη που έχει χάσει τη μητέρα της παθαίνει κλισέ εμμονή με ποπ σταρ. Στην πορεία δέχεται δώρο ομιλούσα κούκλα-μινιατούρα της με φορτωμένη κάτι σαν τη συνείδηση της Ashley O (την υποδύεται παίζοντας περίπου τον εαυτό της η Miley Cirus), γεγονός που αποδεικνύεται σωτήριο (;) για να ξεφύγει η σταρ από τη βασανιστική επιτήρηση της θείας μάνατζερ. Αν εξαιρέσει κανείς την απρόσμενα καλή διασκευή της Miley στο “Head Like a Hole” των Nine Inch Nails, το 5×03 ειναι μια χαοτική μπαλαφάρα, τόσο δυσνόητη και καθόλου διασκεδαστική που καίει την έκπληξη του καστ.
https://www.youtube.com/watch?v=HWcKNhueAIc
Τι λέγαμε στην αρχή; Ότι βλέποντας τηλεόραση, δεν κάνουμε και κάτι σημαντικό. Αλήθεια είναι, παρότι εκεί βρίσκονται οι σπουδαίοι παραμυθάδες της εποχής, ένας από τους οποίους είναι κι ο δημιουργός της σειράς, Τσάρλι Μπρούκερ. Το Black Mirror όμως πια υποφέρει πια από το «σύνδρομο Radiohead». Θυμάστε μια εποχή, εκεί στο διάστημα μεταξύ OK Computer και Hail to the Thief, που ήταν υποχρεωτικό να έχεις χάσει ένα σπίτι στο χρηματιστήριο, να αρνείσαι ότι κάποτε αγόρασες γυαλιά ηλίου Arnette και να ορκίζεσαι πριν από κάθε γεύμα «οι Radiohead είναι το καλύτερο συγκροτημα στον κόσμο»; Ήταν ενοχλητικό. Όχι γιατί δεν ίσχυε ότι οι Radiohead έβγαζαν το ένα αριστούργημα πίσω από το άλλο, αλλά γιατί η παλιά δισκογραφία πνέοντας τα λοίσθια προσπάθούσε να επιβάλλει μια προκαθορισμένη εμπειρία (τους). Δε χρειαζόταν απλά να αρέσουν, έπρεπε να υπάρχει και μια οικουμενική ομοφωνία ότι είναι «σημαντικοί».
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο συμβαίνει με το Black Mirror κι αυξάνεται η δυσπιστία με την οποία κάθε φορά το περιμένουν κοινό και κριτικοί. Άλλοι δεν το βρίσκουν πια τόσο φουτουριστικό, άλλοι ψάχνουν να βρουν τις επιστημονικές ανακρίβειες, κάποιοι βλεπουν ότι χάλασε «όταν πήγε στο Netflix». Στην πραγματικότητα, όπως σε κάθε σειρά με αυτοτελή επεισόδια, έτσι κι εδώ απλά υπάρχουν σκαμπανεβάσματα…
The System, s/t EP
Στις αρχές των 80s η Synth Britannia ζούσε το όνειρο των απεριόριστων δυνατοτήτων που έδιναν τα φθηνά synthesizers. Για κάθε Depeche Mode που έγιναν μπάντα σταδίων υπήρχαν κάποιοι It’s Immaterial μέτριας απήχησης και για κάθε Human League με καθοριστικό αποτύπωμα υπήρχαν κάποιοι The System από το Μπέρμιγχαμ που δεν τους έδωσε κανείς σημασία. Γι΄ αυτό υπάρχει όμως η Music From Memory, για να δίνει τη δεύτερη ευκαιρία που σίγουρα άξιζε ο γυρολόγος παραγωγός Bob Lamb (από το στούντιό του πέρασαν Duran Duran, UB40 κ.ά.) και synthpop anthems όπως το υπέροχο “Almost Grown” ή το “Find It In Your Eyes, κάπου μεταξύ Associates, Japan και Blue Nile. Εξαντλημένο αμέσως το 2016 που κυκλοφόρησε, αν το βρείτε σε καλή τιμή/κόπια στο Discogs υπολογίστε μια και για μένα…
Richenel, La Diferencia/Perfect Stranger EPs
O Hubertus Richenel Baars υπήρξε μια καλτ φιγούρα του 80s Άμστερνταμ. Φαντεζί cross gender περσόνα που υιοθέτησε το πανκ ήθος, χωρίς να αναπαράγει την πανκ βιαιότητα στον ήχο του. Έδινε multimedia παραστάσεις σε undergound clubs, αντιλήφθηκε την ηλεκτρονική πανσπερμία που ερχόταν, έφτασε μέχρι την 4AD, αυτοεξορίστηκε στην Ιμπίθα, ξεχάστηκε. Τα κομμάτια των 2 EPs είναι όλα της περιόδου 1981-82: ωμή, ακατέργαστη disco-not-disco που φλερτάρει με το πρώιμο electro, ένας ήχος που αναπαράγεται κατά κόρον την τελευταία δεκαετία και καθιστά τον Richenel πρωτοπόρο. Οι δύο αυτές κυκλοφορίες έγιναν τόσο essential που απακατέστησαν οριστικά την φήμη του.
Victor, Amerikan Dread EP
Περσινή κυκλοφορία τούτη δω, περισσότερου αρχειακού χαρακτήρα. Ο Victor Davis κυκλοφόρησε τo 1986-87 αυτό το dub disco 7’’ που απηχεί τον αντίλαλο των Talking Heads. Πούλησε όχι πάνω από 1000 αντίτυπα στις ΗΠΑ, νούμερο όχι ακριβώς πειστικό για να μην πάει να σπουδάσει στο London School of Economics. Αργότερα γυρνώντας στην Αμερική, δούλεψε στο Χόλιγουντ, έλα όμως που οι συλλέκτες απέκτησαν εμμονή με αυτήν την κυκλοφορία, δίνοντάς της μυθικό στάτους κι αναγκάζοντας την Music From Memory να το ξανακυκλοφορήσει φροντίζοντάς το με μερικά σύγχρονα remixes.
Πρώτο μέρος της τριλογίας που έκανε παγκόσμια αίσθηση (έρχονται και τα άλλα δύο από τις ίδιες εκδόσεις), καθιερώνοντας την βρετανίδα συγγραφέα ως μια από τις πιο σημαντικές φωνές της μοντέρνας λογοτεχνίας. Η κεντρική ηρωίδα έρχεται στην Αθήνα να διδάξει μέσα στο ζεστό ελληνικό κατακαλόκαιρο δημιουργική γραφή κι εμείς παρακλουθούμε δέκα συνομιλίες της με τους ανθρώπους που συναντά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού (από εκείνον που κάθεται στη διπλανή θέση στο αεροπλάνο μέχρι συναδέλφους της και τη γυναίκα που τη φιλοξενεί κοντά στο κέντρο της πόλης μας). Η αφηγήτρια έχει το χάρισμα να ακούει, προκαλεί βαθιές εξομολογήσεις. Μιλάει ελάχιστα αλλά από τις σποραδικές παρατηρήσεις της, κι όσα δε λέει, μάλλον μαθαίνουμε (ή αυτός είναι ο στόχος της Κασκ) περισσότερα για εκείνη παρά για τους άλλους. Η στιλιζαρισμένη αποστασιοποίησή της είναι και το στοιχείο που μπορεί είτε να σε πετάξει, είτε να σε κλειδώσει στο μυθιστόρημα. Προσωπικά, ακόμα δεν έχω αποφασίσει – περιμένω να ολοκληρώσω την τριλογία. Ίσως γιατί αν ήταν σινεμά, το Περίγραμμα θα ήταν ταινία της Σοφία Κόπολα. Με την οποία πάντα θες λίγο χρόνο για να κατασταλλάξεις.
Από τις ίδιες εκδόσεις αν φτιάχνετε λίστα διακοπών, μόλις κυκλοφόρησε Ο Γαλατάς της Άννα Μπερνς με βραβείο Booker, τοποθετημένο στην ταραγμένη Βόρεια Ιρλανδία και, φυσικά, ο Στόουνερ – το κέντημα του Τζον Γουίλιαμς, για το οποίο ό,τι έχετε διαβάσει κι όλα τα ενθουσιώδη σχόλια που έχετε ακούσει από τους φίλους σας και πάλι δεν φτάνουν για να περιγράψουν πόσο δεν πρέπει να το αναβάλλετε άλλο.