Από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμάμαι έντονα μιαν αφίσα που απεικόνιζε ένα ματωμένο κεφάλι κάτω από μια αστυνομική μπότα μ’ ένα πυρετικό ερώτημα γραμμένο σε κεφαλαία: «Ποιος έχει τη δύναμη, αυτός που πονάει ή αυτός που βαράει;». Τη δύναμη, όχι με την έννοια της υλικότητας που διασφαλίζει η εξουσία αλλά της αδιάκοπης ενέργειας που πηγάζει από τον ψυχισμό, την έχει πάντα αυτός που πονάει. Στα χρόνια που διαρκεί η μεγαλύτερη δίκη της μεταπολίτευσης αυτό αποτυπώθηκε με αδιαμφισβήτητη ευκρίνεια στην αντίθεση ήθους, θάρρους και ειλικρίνειας ανάμεσα στη συγκλονιστική φιγούρα της μητέρας που πονάει για το δολοφονημένο παιδί της και σ’ αυτούς που βαρούσαν οποιοδήποτε ευάλωτο, μοναχικό, διαφορετικό σώμα έβρισκαν μπροστά τους.
Είμαστε στο μήνα που κάθονται στο εδώλιο τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής. Οι απολογίες των πρώην βουλευτών ξεκίνησαν την προηγούμενη εβδομάδα με τον Μιχάλη Αρβανίτη. Κατά την 387η συνεδρίαση στην αίθουσα των φυλακών Κορυδαλλού σειρά είχαν ο Χρυσοβαλάντης Αλεξόπουλος και ο Γεώργιος Γερμένης. Ο πρώην βουλευτής Λάρισας που ανεξαρτητοποιήθηκε το Μάρτιο του 2014 εν πολλοίς δήλωσε άγνοια. Δεν ήξερε, όπως σχεδόν κανείς από αυτούς δεν ήξεραν σε τι είδους οργάνωση ανήκαν παρότι κυκλοφορούσαν χωρίς αμηχανία ανάμεσα σε σβάστικες και στιλέτα. Απέδωσε σε «οξύ πολιτικό λόγο» τις απειλές Κασιδιάρη ότι «όταν μπούμε στη Βουλή θα την κάνουμε Άγιο Παντελεήμονα». Ο ίδιος, βέβαια, στις δημόσιες τοποθετήσεις του είχε ευχηθεί σε πολιτικούς αντιπάλους «να νεκροφιλήσουν τα παιδιά τους», καθώς επίσης «θάνατο και κακό ψόφο» στους μη Έλληνες. Όπως είπε στο δικαστήριο αυτές οι διατυπώσεις είχαν βιβλική έμπνευση, αφού οι ψαλμοί του Δαβίδ εμπεριέχουν κατάρες, γιατί να μη μπορεί και ο ίδιος να τις εξακοντίσει;
Όταν, όμως, κατά την αποχώρηση του βρέθηκε μπροστά στην Μάγδα Φύσσα που ρωτούσε «γιατί σκοτώσατε το παιδί μου», δεν είχε τίποτα να ψελλίσει. Εξουσιοδότησε τη δικηγόρο του προφανώς να ζητήσει τα ρέστα από την έδρα, μιας και οι δικηγόροι των χρυσαυγιτών, όπως έχει φανεί στη διαδικασία, διαγκωνίζονται με τους πελάτες τους στην έλλειψη ενσυναίσθησης και στην πλειοδοσία εμπαιγμού.
Ο Γεώργιος Γερμενής ή αλλιώς «Καιάδας» δε χρησιμοποίησε παλαιοδιαθηκικές αναφορές στην απολογία του, μάλλον γιατί θα προσέκρουαν στην παγανιστική λατρεία που διέπει τη μουσική του ενασχόληση. Κατά την είσοδο του προσέβαλλε χυδαία και με την πολύ οικεία του σημειολογία ματσίλας την εργαζόμενη στον έλεγχο, με την ίδια αλαζονεία που το 2012 διέταξε τους δημοσιογράφους «εγέρθητω» (sic). Μπροστά στην πρόεδρο του δικαστηρίου αναπαρήγαγε το παράπονο ενός άνεργου ακροδεξιού που καταστράφηκε η ζωή τους, γιατί «μπήκαν στα σπίτια μας και μας έσυραν από τα μαλλιά».
Μαλλιά; Αλλά ας συμφωνήσουμε ότι αυτό ήταν το πιο ανώδυνο ψέμα που ακούστηκε. Μέσα από αλλεπάλληλες , εντελώς άκομψες και αναποτελεσματικές προσπάθειες να υποδείξει στους δικαστές πως θα κάνουν τη δουλειά τους, περιορίστηκε σε μια θυματοποιημένη αφήγηση της ιστορικότητας της ναζιστικής οργάνωσης, σε αφελέστατα ψεύδη όπως για παράδειγμα ότι όταν ανακλήθηκε η άδεια οπλοφορίας του γνώριζε ότι έπρεπε να επιστρέψει το όπλο αλλά αγνοούσε ότι έπρεπε να επιστρέψει και τα φυσίγγια και γι’ αυτό το κράτησε, σε εξοργιστικές αναδιπλώσεις για ακραιφνείς αντισημιτικούς χαρακτηρισμούς, τους οποίους «πούλησε» ως λογοτεχνικές εκφράσεις, ενώ ερμήνευσε τη δολοφονία Φύσσα ως απόρροια «ηλιθιότητας» του Ρουπακιά. Κι αν υπήρχαν κάποια σπέρματα θλιβερής αλήθειας στην απολογία του ήταν μόνο στην απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε ποια είναι η θέση του για τους μετανάστες «Ο,τι λέει σήμερα και η κυβέρνηση». Θλιβερή για την κυβέρνηση που επιχειρώντας μια ρατσιστική ανακατασκευή του προσφυγικού ζητήματος, καταλήγει οι υπόδικοι χρυσαυγίτες να αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στη ρητορική της.
Η δικάσιμος ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 2. Στο πεζοδρόμιο των φυλακών Κορυδαλλού βρίσκονταν η Μάγδα Φύσσα με λίγους κοντινούς της ανθρώπους. Η μητέρα και οι συγγενείς του Γερμενή τον περίμεναν με αλάρμ να βγει από την αίθουσα για να φύγουν. Δε βρήκαν μισή συγνώμη να πουν, οπότε στέκονταν βουβοί και με μόνιμα αλληθωρισμένη ματιά. Εκείνος, όμως, δεν έβγαινε. Περίμενε πάνω από μισή ώρα. Εμφανίστηκαν ορδές ασφαλιτών, δυο αστυνομικά τζιπ και πολλά μηχανάκια της αστυνομίας για την ασφάλεια του. Αλλά δεν έβγαινε. Γιατί έξω ήταν η Μάδγα. Χωρίς μαχαίρι, χωρίς όπλα, χωρίς τίποτα απειλητικό πάνω της. Μόνο με το πρόσωπο της και τα μαύρα της ρούχα. Αυτός ο τύπος με την υπερχειλίζουσα εριστικότητα που πήγε να γρονθοκοπήσει τον τότε εκλεγμένο δήμαρχο της Αθήνας Γιώργο Καμίνη και να βγάλει πιστόλι, χρειάστηκε να αποχωρήσει η Μάγδα Φύσσα και να εισέλθει στο χώρο ένα αστυνομικό όχημα να τον παραλάβει για να βγει. Όλη η ακροδεξιά μαγκιά εξαϋλώνεται μπροστά σε μια γυναίκα που πενθεί και αγωνίζεται.