Τις έβλεπα επί μήνες κάθε μέρα στο σταθερό τους πόστο στην αρχή της Καραγιώργη Σερβίας. Χωρίς να κόβουν την κίνηση, χωρίς να παρεμποδίζουν τη ζωή της πόλης, χωρίς να δίνουν λαβή στη συνηθισμένη (παραπλανητικά διχαστική) κουβέντα για τη χρησιμότητα και τη μορφή των κινητοποιήσεων. Δεν το κρύβω ότι δεν τις πήρα στα σοβαρά. Θεωρούσα τον αγώνα τους μάταιο, πίστευα ότι η αγριεμένη λάμψη στα μάτια τους και οι ψηλές οκτάβες στα συνθήματά τους ήταν περισσότερο μια ενεργητική μορφή παραίτησης, μια προσπάθεια ανεύρεσης νοήματος στη δύσκολη φάση της νέας τους ζωής. Και το έκανα αυτό το λάθος με την «άνεση» που μου δίνει η καταγωγή μου από μια γενιά που δεν έχει εκπαιδευθεί να διεκδικεί και θεωρεί δεδομένες τις ήττες σε μάχες με μεγάλους αντιπάλους όπως το κράτος. Πίστη στην καπατσοσύνη της εξυπνάδας «να δίνεις μόνο τις μάχες που μπορείς να κερδίσεις». Δεν θέλω να το κάνω ηρωικό, δεν έχω καλύτερη γνώμη από αυτή που έχετε κι εσείς για την μικροπολιτική κατάντια του νεοελληνικού συνδικαλισμού, αλλά μαζί με τα ξερά έκαψα και τα χλωρά. Γιατί οι απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών κέρδισαν. Μπορεί ο ψωριάρικος νεοπλουτισμός μας να μη μας επιτρέπει να συνδεθούμε μαζί τους (γιατί δυστυχώς σε ένα μεγάλο βαθμό, ο Old Boy έχει δίκιο εδώ), αλλά είχαν δίκιο, το υπερασπίστηκαν και τελικά το βρήκαν. Από την ελληνική Δικαιοσύνη σε χαμηλό βαθμό. Κι από τον Άρειο Πάγο, σε υψηλότερο, ο οποίος απέρριψε την αίτηση του ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της απόφασης επαναπρόσληψης. Κοινώς, όπως ήδη έχετε διαβάσει αυτές τις μέρες, το Υπουργείο Οικονομικών αρνείται να εκτελέσει μια δικαστική απόφαση. Νομικός δεν είμαι, αλλά από τη στιγμή που διαφορετική ερμηνεία δεν υπάρχει, έχω το δικαίωμα να θεωρώ ότι αν κάποιος παρανομεί αυτή τη στιγμή είναι το ελληνικό κράτος. Για την ακρίβεια, πατσαβουριάζει για πολλοστή φορά το θεσμό τς δικαιοσύνης, στέλνοντας μάλιστα και τα ΜΑΤ να περιποιηθούν τις ενοχλητικές. Κι όπως συνηθίζουμε σιγά σιγά να συμβαίνει, όταν σώνονται τα νόμιμα μέσα καταστολής, απλώνεται το πιο μακρύ χέρι. «Από το πρωί, ομάδες Χρυσαυγιτών περιφέρονται γύρω από τον χώρο που πραγματοποιείται η καθιστική διαμαρτυρία μας, βρίζοντας και απειλώντας», αναφέρει η προχθεσινή ανακοίνωσή τους.
Η «νομιμότητα» είναι ένα ακόμα φετίχ της κρίσης. Χρήσιμη όταν υποκαθιστά τη ράβδο του γυμνασιάρχη στο επίπεδο του σχολιασμού της μικροκαθημερινότητας ή προβάλλεται ως βασικό πολιτικό σύνθημα προκειμένου να σαγηνεύει η νέα συντήρηση τους νοικοκυραίους. Κολλάει παντού. Στα παράνομα γκραφίτι που ρυπαίνουν τους τοίχους και τα μνημεία, στους πιτσιρικάδες που δε χτυπάνε εισιτήριο στο λεωφορείο, πολύ περισσότερο στους θρασείς που αφήνουν το εισιτήριό τους διαθέσιμο στα μηχανηματα του μετρό όταν παύουν να το χρειάζονται. Στη Βίλα Αμαλία, στην αγορά της Κυψέλης, στο πανεπιστημιακό άσυλο, σε όλους αυτούς τους «θύλακες εν δυνάμει παραβατικότητας». Παντού, εκτός από εκεί που πρέπει, ας πούμε θα ήταν ευκταίο ο φρούραρχος της Βουλής να κάνει χρήση της και να συνετίσει Μπαλτάκους, υιούς και Κασιδιάρηδες κάθε φορά που τα κάνουν λίμπα εκεί μέσα. Η επίκληση της «νομιμότητας» λειτουργεί κάπως σαν πιστοποιητικό, είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής που ξεχωρίζει τους πεφωτισμένους ψύχραιμους από τους κακομαθημένους που «νομίζουν ακόμα ότι ζούμε στο ανυπότακτο γαλατικό χωριό». Κι έχει όντως μια σαφέστατη βάση. Δεν υπάρχουν και πολλές χώρες στον δυτικό κόσμο που να αδιαφορούν τόσο πολύ και τόσο επιδεικτικά για τους κανόνες σε όλα τα επίπεδα, όσο η Ελλάδα.
Όμως ιστορίες σαν κι αυτή των απολυμένων καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών είναι εξίσου χρήσιμες. Γιατί αποδεικνύουν ότι ο πρώτος, και διαχρονικά μεγαλύτερος, τσαμπουκάς σε αυτόν τον τόπο, αυτός που δίνει το σύνθημα στην ασυδοσία, είναι το κράτος. Κι αυτό δεν αλλάζει, ούτε τώρα που προσπαθούμε να γίνουμε επιτέλους «κανονική χώρα» όπως λέει μια ακόμα φράση-φετίχ των επαγγελματιών finger pointers του χώρου της πολιτικής και των μίντια. Σε μια «κανονική χώρα», άλλωστε, μια τέτοια δικαίωση των εργαζομένων θα αποτελούσε σήμα δημοκρατίας κι απόδειξη της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Στη δική μας, α λα καρτ εκδοχή της, απλά στέκεται εμπόδιο στην ταβερνιάρικη διαχείριση κρίσεων από την εκάστοτε πλειοψηφία που μπορεί να ανοιγοκλείνει τη Βουλή αναλόγως με τα κέφια και τα συμφέροντά της.