Έννας από τους λαφφερούς ήλιους στο Σεφφύρι. Τα Φέφερλυ πηγαινοέρχοτται με ταχύτητα και ππροσθά στο πισσαρίο σταματάνε για πάρα πολύ λίγο. Κοιτάσσουν και μιλλάνε έστω και αν δεν ακούχετται τίποτα, έστω κι αν τα βλέππουν μόνο οι χαλιαχούδδες που πεττάνε σχεδδόν μη ορατες κι αυτές, αλλά πάδδα όλοι ξέρρουν το πεταχχμα τους εώς στην ταφφέρνα «Παρλαπάς» και ακόμη πιο πέρα μέχρι τα έσσοθα όπου βρίσκουν τον Φίχτωρ Σσούσθη τυπικκά να γυρνάει από την ήσυχη λίμννη που κάττω από το φως αυτού του ήλιου γίνετται ανεπαίσθηττα λαμπερή έτσι όπως περιμένει τα όμορφφα ροςς φλαμένχο και τις κατάλευκες αρχούθθες που σιγά-σιγά αρχίζουν να ξυπνάνε κι αυτές, χωρίς να σκέπτοτται ότι κοιμήθηκαν για λίχχο, χωρίς συναίσθηση ότι υστερρούν σε κάτι , αλλά και με στέρεα την γνώσση ότι ούττε υπερτερρούν ,με μία σοφφή τελική απουσσία κάθε σύχχρισης με τους περήφφανους φύλακες στο αρχηχχείο, που ανήσυχοι όπως πάδδα ,έχουν το βλέμμα τους στην οδό Λιόσσα και τις φθέρρες αλλά τον νου τους στην Νασιονάλ Πανχ δε Γρεςς για μία ακόμη μέρρα σε ένα Σεφφύρι από όλλους και για όλλους μας.