Μυστήριο τραίνο ο Kenneth Branagh. Αφού πέρασε δεκατίες ολόκληρες χτίζοντας αυστηρό, δραματικό, κι εντελώς Βρετανικό προφίλ με ταινίες τύπου Frankenstein (1994) και Celebrity (1998) και Rabbit Proof Fence (2002) και ο,τι Σαίξπηρ μπορούσε να πιάσει στα χέρια του, από Οθέλο μέχρι Όνειρα Θερινής Νυκτός σε οθόνη και σκηνή (εντάξει, και με τις απαραίτητες αρπαχτές στα ενδιάμεσα, τύπου Wild Wild West (1999) και Harry Potter), αποφάσισε απ’ τη σκηνοθεσία δυνατών, αλλά μικρών θεατρικών τύπου Sleuth (2007), να περάσει στην απόλυτη μπλοκμπαστεριά, χώνοντας τα δοντάκια του στον Thor (2011). Κι αφού κατάφερε να εντοπίσει το βαρύ σαιξπηρικό δράμα στη βασιλική οικογένεια των Νορμανδών θεών, έπιασε τα reboots. Κι αφού επανέφερε στις οθόνες -όσο καλύτερα μπορούσε, με τα εργαλεία που είχε στα χέρια του- μια μνημειώδη action φιγούρα των ’90s με το Jack Ryan: Shadow Recruit (2014), πέρασε στα παραμύθια. Γιατί η Σταχτοπούτα του, το παραμύθι ειναι, όσο ευθύβολο μπορείς να φανταστείς, αλλά πολύ πιο εύστοχο απ’ όσο περιμένεις.
Κι αν το κάστρο της Χιονάτης που ανοίγει (όπως όλες έτσι κι αυτήν) την ταινία της Disney, ή τα ζεστά χρώματα που λούζουν σα μελωμένος ήλιος τους αγρούς της πρώτης σκηνής, ή τα λουλουδάτα φορέματα που φοράνε οι υστερικά χαμογελαστές ηρωίδες μας -η Ella κι η μητέρα της- δεν είναι αρκετά για να πειστείς, όταν ξεστομίζουν το «πιστεύεις στις νεράιδες μαμά; / πιστεύω στα πάντα παιδι μου», ε τότε πια σου το κάνει ξάστερο: δεν βρίσκεσαι απλώς στην επικράτεια, αλλά στην καρδιά της παραμυθοχώρας. Κι όπως γίνεται πάντα στα παραμύθια, τα λαμπερά χρώματα, οι ειδυλλιακοί κήποι και τα λουλουδάτα φορέματα, δεν κρατάνε για πολύ -πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που μιλάμε για αυτό της ατυχεστάτης, αν και γλυκυτάτης Σταχτοπούτας. Πολύ σύντομα η παλέτα ψυχραίνει, τα χρώματα ασπρίζουν και η οποία ζεστασία απομένει στο βλέμμα του Branagh είναι φυλαγμένη για την φτωχιά τη Cinderella μας, που η μητριά της ειν’ τρελή και την κλειδώνει μοναχή, αλλά η απομόνωσή της στη σοφίτα που μπάζει, θα ειναι το μικρότερο απ’ τα προβλήματα που η μοίρα της επιφυλάσσει, όπως όλοι ξέρουμε.
Χωρίς να παρεκκλίνει απ’ το παραμύθι, κι ούτε να φοβάται τη μαγική του υπερβολή, ο Branagh καταφέρνει να εντοπίσει τη δραματική καρδιά της ιστορίας του, και να την ακονίσει σε βαθμό που η αδικία να λαβώνει και την πιο κυνική καρδιά. Υπέροχα σκηνικά και υπερπλούσια κοστούμια σου χορταίνουν το μάτι, όσο το συναίσθημα κι η συγκίνηση σου αγαλλιάζουν την ψυχή, με αναφαίρετη βέβαια και στα δύο τη συμβολή απ’ την πρωταγωνίστριά του, που θα πρέπει πετάει στα σύννεφα που κατάφερε να τη βρει. Η Lily James στην πρώτη της πρωταγωνιστική πρόκληση, εκτός του ότι εμποτίζει με μια φυσική αέρινη ευγένεια την ηρωίδα της και προσθέτει ακριβώς όση σκοτεινιά χρειάζεται το λαμπερό της χαμόγελο για να αποκτήσει τρίτη διάσταση ο μανιχαϊστικός της χαρακτήρας, καταφέρνει επιπλέον όχι μόνο να σταθεί με μεγάλη αυτοπεποίθηση απέναντι στην επιβλητικής λιτότητας Cate Blanchett ως κακιά μητριά, αλλα να κινηθεί και με υποδειγματική άνεση σ’ ένα πεδίο γεμάτο μελοδραματικές παγίδες, όπως είναι αυτό ενός παραμυθιού.
Παραμύθι που θα εξαγριώσει βέβαια εκείνη την λαβωμένη κυνική καρδιά που λέγαμε, κάθε που η αθεράπευτη αισιοδοξία και η Prozak-ική καλοσύνη βρίσκουν την απόλυτη ενσάρκωσή τους στο πρόσωπο της Σταχτοπούτας, αλλά απ’ την άλλη βέβαια, έχουνε καμιά δουλειά οι κυνικοί να βλέπουν παραμύθια; Αυτό λέω κι εγώ.
Η Popaganda ψάχνει σ’ όλο το Βερολίνο ποιανής είν’ το γυάλινο γοβάκι, χάρη στην υποστήριξη της Aegean Airlines.